DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing net | all forms | exact matches only
EnglishGreek
claims incurred, net of reinsuranceασφαλιστική αποζημίωση, καθαρή από αντασφάλιση
counter safety net procedureδιαδικασία του contre-filet
earned premiums, net of reinsuranceδεδουλευμένα ασφάλιστρα, καθαρά από αντασφάλιση
European Police Learning NetΕυρωπαϊκό Δίκτυο Αστυνομικής Εκπαίδευσης
fishing netδίχτυ αλιείας
high-level Petri-net specifications of concurrent activitiesπροδιαγραφές υψηλού επιπέδου δικτύων Petri για ταυτόχρονες δραστηριότητες
molded netκομμάτι που καλουπώθηκε στις ακριβείς διαστάσεις
net back valueκαθαρά έσοδα
net exporting countryκαθαρά εξαγωγική χώρα
net loss of civil materialκαθαρή απώλεια πυρηνικού υλικού ειρηνικών εφαρμογών
net operating expensesκαθαρά έξοδα λειτουργίας
net profit or loss on exchange activitiesκαθαρό υπόλοιπο κερδών/ζημιών από τις δραστηριότητες στον τομέα του συναλλάγματος
net profit or loss on transactions in securitiesκαθαρό κέρδος ή ζημία από τις αγοραπωλησίες τίτλων
net profit or net loss on financial operationsαποτέλεσμα που προκύπτει από χρηματοδοτικές πράξεις
net registered tonnageκαθαρή χωρητικότητα
net remunerationκαθαρές αποδοχές
normal net procedureδιαδικασία του filet
safety net procedureδιαδικασία του filet