DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing load | all forms | exact matches only
EnglishGreek
combat loadφορτίο μάχης
discharge of a channel under loadεκκένωση ενός καναλιού υπό φορτίον
drawbar loadάξονας σύνδεσης ρυμουλκού - ρυμουλκουμένου =drawbar, !
drawbar load on coupling pointφορτίο στο σημείο σύζευξης
fire loadθερμικό φορτίο πυρκαγιάς
fire loadθερμικό φορτίο
functional loadλειτουργικό φορτίο
load-capacity indexδείκτης ικανότητας φορτίου
load duration curveκαμπύλη διάρκειας φορτίου
load handling equipmentεξοπλισμός για τη διακίνηση φορτίου
load line that applies to winter sea waterγραμμή φόρτωσης χειμώνος
load loss in a nuclear reactor circuitαπώλεια φορτίου στο κύκλωμα ενός ατομικού αντιδραστήρα
load receptorδέκτης φορτίου
load swingsδιακυμάνσεις φορτίου
no-loadεν κενώ
no-loadλειτουργία εν κενώ
no-loadχωρίς φορτίο
no load operationλειτουργία εν κενώ
no load operationχωρίς φορτίο
no load operationεν κενώ
No - Load voltage of arc welding equipmentΤάση χωρίς φορτίο συσκευών συγκόλλησης με τόξο
to off loadρευστοποιώ
off-load fuellingαντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου
on-load chargingαντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία
on-load fuellingαντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία
on-load refuellingαντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία
peak load installationsεγκαταστάσεις κάλυψης αιχμών
static axle loadστατικό φορτίο κατ' άξονα
static load methodμέθοδος στατικού φορτίου
test procedure under loadδιαδικασία δοκιμής υπό φορτίο
winter load lineγραμμή φόρτωσης χειμώνος