DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing effective | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Busan Partnership for Effective Development CooperationΣύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
Busan Partnership for Effective Development CooperationΠαγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
cost-effective methodμέθοδος αποδοτική από πλευράς κόστους
Determination of mass of effective pile per unit area that can be shorn away from the substrateΠροσδιορισμός της μάζας του πέλους ανά μονάδα επιφανείας που μπορεί να αποχωριστεί με κόψιμο από τη βάση
effective aerodynamic atmosphere, effective depth of atmosphere for aerodynamic liftδραστική αεροδυναμική ατμόσφαιρα
Effective dead timeΜέτρο νεκρού χρόνου
effective delayed neutron fractionενεργό κλάσμα καθυστερημένων νετρονίων
effective dose commitmentενεργός δόση εκ των πραγμάτων λαμβανομένη
Effective doubleword lοcationΕνεργός θέση διπλής λέξης
effective energyισοδύναμη ενέργεια
effective energyενεργός ενέργεια
effective half lifeενεργός χρόνος υποδιπλασιασμού
effective kilogramενεργό χιλιόγραμμο
effective multilateralismαποτελεσματική πολυμερής προσέγγιση
Effective operation speedΕνεργός ταχύτης λειτουργίας
effective point of releaseισοδύναμο σημείο εκλύσεως
Global Partnership for Effective Development Co-operationΠαγκόσμια σύμπραξη για μία αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
Global Partnership for Effective Development Co-operationΣύμπραξη του Μπουσάν για μια αποτελεσματική αναπτυξιακή συνεργασία
total effective vehicle massσυνολική πραγματική μάζα οχήματος