DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing direct | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a decision which is of direct and individual concern to a personαποφάσεις που αφορούν άμεσα και ατομικά ένα πρόσωπο
Act concerning the election of the members of the European Parliament by direct universal suffrageΠράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία
Act concerning the election of the representatives of the Assembly by direct universal suffrageΠράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία
Analog direct-current computerΑναλογικός υπολογιστής
classes of direct insuranceκλάδοι πρωτασφάλισης
contract entered into by direct agreementσύμβαση με απευθείας συμφωνία
creditors arising out of direct insurance operationsοφειλές από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες
debtors arising out of direct insurance operationsαπαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων
debts arising out of direct insurance operationsαπαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά ασφαλειομεσιτών
development of direct and lasting partnerships between local authorities in the EU and Latin Americaανάπτυξη άμεσων και μόνιμων εταιρικών σχέσεων μεταξύ τοπικών φορέων της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής
Development of direct and lasting partnerships between local authorities in the EU and Latin AmericaΑνάπτυξη άμεσων και μόνιμων εταιρικών σχέσεων μεταξύ τοπικών φορέων της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής
Direct access facilitiesΕυκολίες άμεσης προσπέλασης
Direct access inquiryΕρώτηση άμεσης προσπέλασης
Direct access storage inquiryΣταθμός πληροφόρησης μνήμης άμεσης προσπέλασης
Direct-address processingΕπεξεργασία άμεσης διεύθυνσης
direct aid to investmentάμεσες ενισχύσεις των επενδύσεων
direct award of contractαπευθείας ανάθεση
direct costsαμέσως καταλογιζόμενα έξοδα
Direct coupled amplifierΆμεσα συζευγμένος ενισχυτής
Direct coupled flip-flopΆμεσα συζευγμένο δισταθές κύκλωμα
direct coupled transistor logicλογική άμεσα συζευγμένων τρανζίστορς
direct cycleάμεσος κύκλος
direct-cycleάμεσος κύκλος
direct-cycle natural circulation systemσύστημα αμέσου κύκλου με φυσική κυκλοφορία
direct-cycle plantεγκατάσταση αμέσου κύκλου
direct cycle reactorαντιδραστήρας αμέσου κύκλου
direct-cycle reactor systemσύστημα αντιδραστήρα αμέσου κύκλου
direct dialαπευθείας γραμμή,απευθείας πρόσβαση
direct effectάμεση εφαρμογή
direct extractionάμεση αναρρόφηση
direct firingάμεσα πυρά
direct fission yieldπρωτογενής απόδοση σχάσης
direct flooding systemσύστημα αμέσου πλημμυρισμού
direct fluorescent antibody testδοκιμασία φθοριζόντων αντισωμάτων
direct gainάμεσο κέρδος
direct gainάμεσο ενεργειακó κέρδος
direct handlingάμεσος χειρισμός
direct loanάμεσο δάνειο
direct maintenanceάμεση συντήρηση
direct motionκίνηση κατά ορθή φορά
direct operating functionsδιαδικασίες αμέσου εκμεταλλεύσεως
Direct outputΆμεση έξοδος
Direct-point repeaterΆμεσος επαναλήπτης
direct pressingαπευθείας τύπωση
direct-reduced materialsσπογγώδης σίδηρος
direct repatriation of the personαπευθείας επιστροφή του προσώπου
direct, secret and universal ballotάμεση, μυστική και καθολική ψηφοφορία
direct shell extractionάμεση αναρρόφηση
direct solar gainάμεσο ενεργειακó κέρδος
direct solar gainάμεσο κέρδος
Direct storage connectionΆμεση σύνδεση μνήμης
direct-to-home receptionαπευθείας λήψη κατ'οίκον
for direct readingγια απευθείας ανάγνωση
never direct water jet on liquidΠΟΤΕ MHN εκτοξεύετε νερό πάνω στο υγρό
producer's direct liabilityάμεση ευθύνη του παραγωγού
to suffer direct and special harmυφίσταται άμεση και ειδική ζημία