DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject General containing ação | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
a ação da Comunidade implicaη δράση της Kοινότητος περιλαμβάνει
ação a favor da imprensa escritaενέργεια υπέρ του γραπτού τύπου
ação a favor do empregoενέργεια υπέρ της απασχόλησης
Ação a nível da União Europeia no domínio dos serviços de comunicações pessoais via satélite na União EuropeiaΔράση σε επίπεδο'Ενωσης στον τομέα των υπηρεσιών δορυφορικών προσωπικών επικοινωνιών στην Ευρωπαϊκή'Ενωση
ação antissubmarinaανθυποβρυχιακή ενέργεια
ação-chaveκεντρική δράση
ação complementarσυμπληρωματική δράση
ação comunitáriaκοινοτική δράση
Ação comunitária de desenvolvimento e de demonstração no domínio do ensino aberto e à distânciaΚοινοτική δράση ανάπτυξης και επίδειξης στον τομέα της ανοικτής και εξ αποστάσεως εκμάθησης
Ação comunitária relativa à análise, investigação, cooperação e ação da Comissão no domínio do empregoΚοινοτική δράση σχετικά με την ανάλυση,την έρευνα,τη συνεργασία και τη δράση της Επιτροπής στον τομέα της απασχόλησης
ação conjuntaκοινή δράση
ação de codificaçãoενέργεια κωδικοποίησης
ação de cooperação técnicaδράση τεχνικής συνεργασίας
ação de incentivoδράση ενθάρρυνσης
ação de interesse transnacionalδράση που παρουσιάζει διεθνικό ενδιαφέρον
ação de reconversão nas zonas CECAενέργειες μετατροπής στις περιοχές ΕΚΑΧ
ação de recurso contra uma instituiçãoπροσφυγή κατά οργάνου
ação de segurançaενέργεια ασφαλείας
ação desestabilizadora perpetrada por extremistasαποσταθεροποιητική ενέργεια από εξτρεμιστές
ação do cilindro para-choques δράση αποσβεστήρα βίαιας προσκρούσεως
ação elegívelεπιλέξιμη ενέργεια
ação em prol da paz e do desarmamentoενέργειες για την ειρήνη και τον αφοπλισμό
ação específica comunitáriaειδική κοινοτική δράση
ação externa da Uniãoεξωτερική δράση της Ένωσης
ação indireta έμμεση δράση
ação inovadoraκαινοτόμος δράση
ação inovadoraκαινοτόμος ενέργεια
ação intempestivaάστοχη ενέργεια
ação interdisciplinar de estímuloδράση για την τόνωση της συνεργασίας μεταξύ επιστημονικών κλάδων
ação mecânica de joelheiraμηχανισμός σύνδεσης
ação monofundoμονοταμειακή ενέργεια
ação nominalονομαστική μετοχή
ação orientadaεπικεντρωμένη δράση
Ação "Parlamentos representantes da juventude da Europa"Δράση "Κοινοβούλια εκπροσώπησης της ευρωπαϊκής νεολαίας"
ação perante o Tribunal de Justiçaπροσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου
Ação-piloto Euromanagement I & DT IIΔοκιμαστική δράση Euromanagement Ε & ΤΑ ΙΙ
Ação-piloto Euromanagement-AmbienteΠρότυπη δράση Euromanagement-Περιβάλλον
ação plurianualπολυετής ενέργεια
ação plurirregionalπολυπεριφερειακή ενέργεια
ação direta por incumprimentoαπευθείας προσφυγή επί παραλείψει
ação por incumprimentoπροσφυγή για τη διαπίστωση παράβασης υποχρέωσης
ação prioritária de informaçãoδράση προτεραιότητας στον τομέα της πληροφόρησης
ação regional da Comunidadeπεριφερειακή δράση της Κοινότητας περιφερειακή ενέργεια της Κοινότητας
ação regionalizadaενέργειες κατά περιφέρειες
ação rápidaέγκαιρη αντίδραση
ação sem direito a votoμετοχή χωρίς ψήφο
ação transnacionalδιεθνική ενέργεια
Colírio de ação prolongadaΟφθαλμικές σταγόνες, παρατεταμένης αποδέσμευσης
Comité Consultivo em matéria de gestão do plano de ação comunitário em matéria de resíduos radioativos Συμβουλευτική επιτροπή στο θέμα της διαχείρισης του σχεδίου δράσης της Κοινότητας για τα ραδιενεργά απόβλητα
Comité da segunda fase do programa de ação comunitário em matéria de educação Sócrates IIΕπιτροπή για το δεύτερο στάδιο του κοινοτικού προγράμματος δράσης στοω τομέα της εκπαίδευσης Σωκράτης II
Comité de Ação ComercialΕπιτροπή Εμπορικής Δράσης
Comité do Programa de Ação Comunitária no domínio da Proteção CivilΕπιτροπή του κοινοτικού προγράμματος δράσης στον τομέα της πολιτικής άμυνας
Comité do Programa de Ação Comunitário de Luta contra a DiscriminaçãoΕπιτροπή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την καταπολέμηση των διακρίσεων
Comprimido de ação prolongadaΔισκίο παρατεταμένης αποδέσμευσης
Cápsula de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης
Cápsula dura de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, σκληρό
Cápsula mole de ação prolongadaΚαψάκιο παρατεταμένης αποδέσμευσης, μαλακό
Granulado de ação prolongadaΚοκκία παρατεταμένης αποδέσμευσης
nova ação νέα μετοχή
os Estados-Membros procederão a consultas recíprocas, a fim de coordenarem a sua ação τα Kράτη μέλη συνεννούνται μεταξύ τους,για να συντονίσουν τη δράση τους
Partido de Ação DemocráticaΚόμμα Δημοκρατικής Δράσεως
perigo de explosão sob a ação do calorΡ5
perigo de explosão sob a ação do calorθέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
plano de açãoσ?έδιo δράσης
Plano de Ação da Política Europeia de Vizinhançaσχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας
Plano de Ação da UE relativo aos Objetivos de Desenvolvimento do Milénioθεματολόγιο δράσης της ΕΕ για τους ΑΣΧ
Plano de Ação da UE relativo aos ODMθεματολόγιο δράσης της ΕΕ για τους ΑΣΧ
Plano de Ação para a Luta contra o Racismo, a Xenofobia, o Antissemitismo e a IntolerânciaΣχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και της μισαλλοδοξίας
plano de ação para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado únicoπρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς
Plano de Ação PEVσχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας
Programa comunitário de política e de ação em matéria de ambiente e desenvolvimento sustentável "Em direção a um desenvolvimento sustentável"κoιvoτικό πρόγραμμα πoλιτικής και δράσης σχετικά με τo περιβάλλov και τηv αειφόρo αvάπτυξη "Στόχoς η αειφoρία"
Programa de ação comunitária de promoção, informação, educação e formação o em matéria de saúde no âmbito da ação no domínio da saúde públicaΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας
Programa de ação comunitária em prol da integração dos refugiadosΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της ένταξης των προσφύγων
Programa de Ação Comunitário para a Realização de Redes Transeuropeias de InfraestruturasΚοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τη δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων υποδομών
Programa de Ação no domínio da Segurança, da Higiene e da Saúde no Local de TrabalhoΠρόγραμμα δράσης στο τομέα της ασφάλειας,της υγιεινής και της προστασίας της υγείας στο χώρο εργασίας
Programa de ação social a médio prazoΜεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινωνικής δράσης
programa de ação urgente de segurança nuclearπρόγραμμα επείγουσας δράσης για την πυρηνική ασφάλεια
proposta de ação comumπρόταση κοινής δράσης
Quarto Plano de Ação para melhorar a Transferência da Informação entre as Línguas EuropeiasΤέταρτο σχέδιο δράσης για τη βελτίωση της διαβίβασης πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών γλωσσών
...requer uma ação concertada tendo em vista...απαιτεί συντονισμένη δράση για να
se uma ação da Comunidade for considerada necessária para...αν ενέργεια της Kοινότητος θεωρείται αναγκαία για
Secretário de Estado junto do Primeiro-Ministro, encarregado da Ação Humanitária de EmergênciaΥφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, υπεύθυνος για την Επείγουσα Ανθρωπιστική Δράση
zona abrangida pela ação estruturalπεριοχή επιλέξιμη για διαρθρωτική παρέμβαση
área de açãoόρια αρμοδιότητας των υπηρεσιών