DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Total | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Determination of mass of total pile yarnΠροσδιορισμός της μάζης του συνολικού νήματος του πέλους τάπητος
Determination of total calcium and magnesium content total hardnessΠροσδιορισμός συνολικής περιεκτικότητας ασβεστίου και μαγνησίου ολικής σκληρότητας
Determination of total Kjeldahl NitrogenΠροσδιορισμός αζώτου κατά Kjeldahl
Determination of total organic carbon T.O.C Combustion - Infrared methodΠροσδιορισμός ολικού οργανικού άνθρακα T.O.C Μέθοδος καύσεως - Υπέρυθρου φασματοσκοπίας
to reduce its total market shareπρέπει να μειωθεί το συνολικό της μερίδιο στην αγορά
to suffer from a permanent and total disablementπροσβάλλομαι από μια διαρκή και απόλυτο ανικανότητα
total allocationσυνολικά κονδύλια το σύνολο των πόρων
total disablementπλήρης αναπηρία
total disablementολική ανικανότητα
total effective vehicle massσυνολική πραγματική μάζα οχήματος
total-flooding gas systemσύστημα αερίου ολικού πλημμυρίσματος
total invalidityολική ανικανότητα
total invalidityπλήρης αναπηρία
total investmentσυνολική επένδυση
total level of commitmentανάληψη υποχρεώσεων της συνολικής επιχορήγησης
total lifetime accumulationσυσσώρευση καθόλη τη διάρκεια της ζωής
total occupant massσυνολική μάζα επιβαινόντων
total staffπροσωπικό
total unemploymentπλήρης ανεργία
transition from optional to total harmonizationμετάβαση από την "προαιρετική" εναρμόνιση στην "πλήρη" εναρμόνιση