Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
General
containing
Out
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
... as a channel reaching
out
to opinion
σαν ένα άνοιγμα προς την κοινή γνώμη
audit carried
out
by the Court of Auditors
έλεγχος που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο
authority carrying
out
checks at external frontiers
αρχές ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα
black-
out
lighting
φωτισμός συσκότισης
blow
out
a part of a mould
φυσώ τμήμα ενός καλουπιού
blow-
out
injury
τραύμα εξ αντιτυπίας
break-
out
sessions
υποομάδες εργασίας
break-
out
sessions
μικρές ομάδες εργασίας
burn
out
velocity
ταχύτητα πυραύλου στο τέλος της καύσης
carry
out
υλοποιώ
carry
out
τελώ
chill-
out
area
χώρος επανόδου στην ομαλότητα
clean-
out
crew
προσωπικό καθαριότητας
clean-
out
gang
προσωπικό καθαριότητας
combat fire
out
of sheltered position
καταπολεμήστε την πυρκαγιά από προφυλαγμένη θέση
commitments arising
out
of sale and repurchase transactions
υποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχώρησης
creditors arising
out
of direct insurance operations
οφειλές από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες
creditors arising
out
of reinsurance operations
οφειλές από αντασφαλιστικές δραστηριότητες
crew
out
προσωπικό εκτός μάχης
cut-
out
speed
ταχύτητα αποσύνδεσης
debtors arising
out
of direct insurance operations
απαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων
debtors arising
out
of reinsurance operations
απαιτήσεις από αντασφαλιστικές δραστηριότητες
debts arising
out
of direct insurance operations
απαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά ασφαλειομεσιτών
Digital read
out
Ψηφιακή ανάγνωση
to
drill
out
in stages
διάτρηση σε στάδια
dry-
out
of a porous bed
πλήρης ξήρανση πορώδους στρώματος
to
ensure that the objectives set
out
in this Treaty are attained
για την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης συνθήκης
European Convention on the Legal Status of Children born
out
of Wedlock
Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους
fade-
out
σβήνω
failure to carry
out
one's official duties
παράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων μου
fall
out
ραδιενεργός επίπτωση
first in, first
out
μέθοδος FIFO
First in first
out
:FIFO
Πρώτο μπαίνει πρώτο βγαίνει
for the purposes set
out
in Article 2
κατά την έννοια του άρθρου 2
to
get
out
of one's course
βγαίνω από την πορεία
to
get
out
of one's course
βγαίνω από τη ρότα
to
give effect to the principles set
out
in Article RF EEC Treaty 87, l
η εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο...
help
out
εξυπηρετώ
in carrying
out
the tasks entrusted to it, the Commission shall be guided by...
για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται,η Eπιτροπή καθοδηγείται από...
keep locked up and
out
of reach of children
φυλάξτε το κλειδωμένο και μακρυά από παιδιά
keep locked up and
out
of reach of children
Σ1/2
keep
out
of reach of children
μακρυά από παιδιά
keep
out
of reach of children
Σ2
lay something
out
or down
απλώνω
liability arising
out
of the endorsement of rediscounted bills
of exchange
υποχρέωση από οπισθογράφηση αναπροεξοφλημένων αξιογράφων
to
make
out
in duplicate
συντάσσω εις διπλούν
to
mark
out
the boundaries of a mining lease
οριοθέτηση
nucleate boiling lock-
out
διακοπή του βρασμού στον πυρήνα
out
of office hours
εκτός ωρών εργασίας γραφείου
Out
of range
Εκτός περιοχής
out
-of-country voting
άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε χώρα του εξωτερικού
out
-of-pile fatigue rig
ικρίωμα κόπωσης εκτός της πυρηνικής στήλης
out
-of-pocket expenses
έξοδα
prescription and estimate made
out
by the attending practitioner
συνταγή και εκτίμηση των εξόδων από τον θεράποντα ιατρό
programme set
out
to familiarize officials with government departments
πρόγραμμα εξοικείωσης με τις εθνικές διοικήσεις
put
out
σβήνω
radioactive fall
out
ραδιενεργός επίπτωση
rain-
out
κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
raking
out
the slag
καθαρισμός της λάσπης
raking
out
the slag
καθαρισμός της σκωρίας
rooming
out
μητροβρεφικός χωρισμός
run
out
τελειώνω
share-
out
κατανομή
to
stake
out
οριοθέτηση
the carrying
out
of these agreements or contracts
η εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών
the Community shall carry
out
its task with a limited measure of intervention
η Kοινότης εκπληρώνει την αποστολή της με περιορισμένες παρεμβάσεις
the special arrangements for association set
out
in Part Four of this Treaty
το ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως που ορίζεται στο τέταρτο μέρος της συνθήκης
the tasks entrusted to the Community shall be carried
out
by...
η πραγματοποίηση του έργου που έχει ανατεθεί στην Kοινότητα εξαφαλίζεται από...
thermal cut-
out
Θερμικός διακόπτης
trip-
out
κράτηση
walk-in/
out
music
συνοδευτική μουσική
walk-in/
out
music
μουσική υπόκρουση
wash-
out
Κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
"wash-
out
" type of inventory taking
εξαντλητική απογραφή
wear
out
εξαντλώ
wet-
out
rate
ρυθμός διαβροχής
where a contract has not been carried
out
σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως
to
wipe
out
short-term liabilities
εξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
within the framework of the provisions set
out
below
στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων
Get short URL