DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Out | all forms | exact matches only
EnglishGreek
... as a channel reaching out to opinionσαν ένα άνοιγμα προς την κοινή γνώμη
audit carried out by the Court of Auditorsέλεγχος που διενεργείται από το Ελεγκτικό Συνέδριο
authority carrying out checks at external frontiersαρχές ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα
black-out lightingφωτισμός συσκότισης
blow out a part of a mouldφυσώ τμήμα ενός καλουπιού
blow-out injuryτραύμα εξ αντιτυπίας
break-out sessionsυποομάδες εργασίας
break-out sessionsμικρές ομάδες εργασίας
burn out velocityταχύτητα πυραύλου στο τέλος της καύσης
carry outυλοποιώ
carry outτελώ
chill-out areaχώρος επανόδου στην ομαλότητα
clean-out crewπροσωπικό καθαριότητας
clean-out gangπροσωπικό καθαριότητας
combat fire out of sheltered positionκαταπολεμήστε την πυρκαγιά από προφυλαγμένη θέση
commitments arising out of sale and repurchase transactionsυποχρεώσεις που απορρέουν από πράξεις προσωρινής εκχώρησης
creditors arising out of direct insurance operationsοφειλές από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες
creditors arising out of reinsurance operationsοφειλές από αντασφαλιστικές δραστηριότητες
crew outπροσωπικό εκτός μάχης
cut-out speedταχύτητα αποσύνδεσης
debtors arising out of direct insurance operationsαπαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά κατόχων ασφαλιστικών συμβολαίων
debtors arising out of reinsurance operationsαπαιτήσεις από αντασφαλιστικές δραστηριότητες
debts arising out of direct insurance operationsαπαιτήσεις από πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες κατά ασφαλειομεσιτών
Digital read outΨηφιακή ανάγνωση
to drill out in stagesδιάτρηση σε στάδια
dry-out of a porous bedπλήρης ξήρανση πορώδους στρώματος
to ensure that the objectives set out in this Treaty are attainedγια την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσης συνθήκης
European Convention on the Legal Status of Children born out of WedlockΕυρωπαϊκή Σύμβαση για το νομικό καθεστώς των τέκνων που γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους
fade-outσβήνω
failure to carry out one's official dutiesπαράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων μου
fall outραδιενεργός επίπτωση
first in, first outμέθοδος FIFO
First in first out:FIFOΠρώτο μπαίνει πρώτο βγαίνει
for the purposes set out in Article 2κατά την έννοια του άρθρου 2
to get out of one's courseβγαίνω από την πορεία
to get out of one's courseβγαίνω από τη ρότα
to give effect to the principles set out in Article RF EEC Treaty 87, lη εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο...
help outεξυπηρετώ
in carrying out the tasks entrusted to it, the Commission shall be guided by...για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται,η Eπιτροπή καθοδηγείται από...
keep locked up and out of reach of childrenφυλάξτε το κλειδωμένο και μακρυά από παιδιά
keep locked up and out of reach of childrenΣ1/2
keep out of reach of childrenμακρυά από παιδιά
keep out of reach of childrenΣ2
lay something out or downαπλώνω
liability arising out of the endorsement of rediscounted bills of exchangeυποχρέωση από οπισθογράφηση αναπροεξοφλημένων αξιογράφων
to make out in duplicateσυντάσσω εις διπλούν
to mark out the boundaries of a mining leaseοριοθέτηση
nucleate boiling lock-outδιακοπή του βρασμού στον πυρήνα
out of office hoursεκτός ωρών εργασίας γραφείου
Out of rangeΕκτός περιοχής
out-of-country votingάσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε χώρα του εξωτερικού
out-of-pile fatigue rigικρίωμα κόπωσης εκτός της πυρηνικής στήλης
out-of-pocket expensesέξοδα
prescription and estimate made out by the attending practitionerσυνταγή και εκτίμηση των εξόδων από τον θεράποντα ιατρό
programme set out to familiarize officials with government departmentsπρόγραμμα εξοικείωσης με τις εθνικές διοικήσεις
put outσβήνω
radioactive fall outραδιενεργός επίπτωση
rain-outκατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
raking out the slagκαθαρισμός της λάσπης
raking out the slagκαθαρισμός της σκωρίας
rooming outμητροβρεφικός χωρισμός
run outτελειώνω
share-outκατανομή
to stake outοριοθέτηση
the carrying out of these agreements or contractsη εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών
the Community shall carry out its task with a limited measure of interventionη Kοινότης εκπληρώνει την αποστολή της με περιορισμένες παρεμβάσεις
the special arrangements for association set out in Part Four of this Treatyτο ιδιαίτερο καθεστώς συνδέσεως που ορίζεται στο τέταρτο μέρος της συνθήκης
the tasks entrusted to the Community shall be carried out by...η πραγματοποίηση του έργου που έχει ανατεθεί στην Kοινότητα εξαφαλίζεται από...
thermal cut-outΘερμικός διακόπτης
trip-outκράτηση
walk-in/out musicσυνοδευτική μουσική
walk-in/out musicμουσική υπόκρουση
wash-outΚατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής
"wash-out" type of inventory takingεξαντλητική απογραφή
wear outεξαντλώ
wet-out rateρυθμός διαβροχής
where a contract has not been carried outσε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβάσεως
to wipe out short-term liabilitiesεξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις
within the framework of the provisions set out belowστο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων