Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
German
⇄
Greek
Japanese
Russian
Ukrainian
Terms
for subject
General
containing
Office
|
all forms
|
exact matches only
German
Greek
European Peacebuilding Liaison
Office
Ευρωπαϊκό Γραφείο Σύνδεσμος για την οικοδόμηση της ειρήνης
"Law
Office
" der Republik
Νομική Υπηρεσία της Kυπριακής Δημοκρατίας
Officer
Conducting the Exercise
αξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων
Officer
Scheduling the Exercise
αξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως
Parlamentarischer Staatssekretär,
Office
of Public Service and Science
Büro des Kanzlers des Herzogtums Lancaster
Κοινοβουλευτικός Αναπληρωτής Υπουργός, Υπουργείο Δημόσιων Υπηρεσιών και Επιστημών
Υπουργείο του Καγκελλάριου του Δουκάτου του Λάνκαστερ
Get short URL