DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject General containing Office | all forms | exact matches only
GermanGreek
European Peacebuilding Liaison OfficeΕυρωπαϊκό Γραφείο Σύνδεσμος για την οικοδόμηση της ειρήνης
"Law Office" der RepublikΝομική Υπηρεσία της Kυπριακής Δημοκρατίας
Officer Conducting the Exerciseαξιωματικός διεξαγωγής ασκήσεων' αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διεξαγωγή ασκήσεων
Officer Scheduling the Exerciseαξιωματικός σχεδιασμού ασκήσεως' αξιωματούχος υπεύθυνος για το σχεδιασμό ασκήσεως
Parlamentarischer Staatssekretär, Office of Public Service and Science Büro des Kanzlers des Herzogtums LancasterΚοινοβουλευτικός Αναπληρωτής Υπουργός, Υπουργείο Δημόσιων Υπηρεσιών και Επιστημών Υπουργείο του Καγκελλάριου του Δουκάτου του Λάνκαστερ