Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
English
French
German
Greek
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
General
containing
Off
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
break-
off
phenomenon
αίσθηση απομόνωσης
call
off
ματαιώνω
canal for driving
off
the gases
αγωγός απαέρωσης
check-
off
system
κρατήσεις από τις αποδοχές εργαζομένου για συνδρομές κλπ. προς το σωματείο
compensatory time
off
άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα
Contact pick-
off
Συλλογέας επαφών
cooling
off
period
φάση αποκατάστασης της ηρεμίας
cut-
off
clause
ρήτρα λαιμητόμου
cut-
off
date
προθεσμία διάθεσης δωματίων
cut-
off
date
ημερομηνία παράδοσης δωματίων
die-
off
αφανισμός
draw-
off
tap
κρουνός
draw-
off
valve
κρουνός
drive
off
διώχνω
European Union military operation to contribute to the deterrence, prevention and repression of acts of piracy and armed robbery
off
the Somali coast
Στρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας
first
off
καταρχήν
machine for cutting
off
the ends of green beans
μηχανή για το κόψιμο των άκρων των νωπών φασολιών
off
-balance-sheet instruments
πράξεις εκτός ισολογισμού
off
-chip interconnect
αλληλοσύνδεση μικροκυκλωμάτων
off
-gas flow
όγκος καυσαερίων
off
-label prescribing
συνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off
-label prescribing
εκτός ενδείξεων συνταγογράφηση
off
-label treatment
συνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off
-label use
συνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off
-line test
δοκιμή "εκτός κυκλώματος"
to
off
load
ρευστοποιώ
off
-load fuelling
αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου
off
-season
χαμηλή εποχή
off
-shore register
νηολόγιο στο εξωτερικό
off
-shore supply
παροχή προμηθευτικών υπηρεσιών στην ανοικτή θάλασσα; εφοδιασμός εγκαταστάσεων off-shore
off
-site event
εκδήλωση εκτός χώρου συνεδριάσεων
one hour
off
μια ώρα ελεύθερου χρόνου
Pressure pick
off
Μετατροπέας πίεσης
to
put light
off
σβήνω το φώς
round
off
an amount, to
στρογγυλοποιώ ένα ποσό
run-
off
years of account
μεταβατικές εταιρικές χρήσεις
"run-off years of account"
setting
off
charges and income against each other
συμψηφισμοί μεταξύ των εξόδων και των εσόδων
shut
off
διακοπή παροχής
to
slag
off
καθαρισμός της λάσπης
to
slag
off
καθαρισμός της σκωρίας
to
slag
off
καθαρισμός των υπολειμμάτων λάσπης
stand-
off
firing
βολή από απόσταση
to
switch
off
σβήνω το φώς
take
off
immediately all contaminated clothing
αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
take
off
immediately all contaminated clothing
Σ27
tee
off
substation
υποσταθμός απλής παροχής
time
off
ελεύθερος χρόνος
twist-
off
θραύση από στρέψη
to
twist
off
στρέψη
ward
off
απωθώ
weaned
off
calf
απογαλακτισμένο μοσχάρι
with rounding
off
to the first decimal place
στρογγυλεύω
στρογγυλεύοντας
στην πρώτη δεκαδική μονάδα
writing-
off
of balances on commitments
εκκαθάριση του υπόλοιπου των αναλήψεων
written-
off
loan
απαιτήσεις που έχουν αποσβεσθεί
Get short URL