DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Off | all forms | exact matches only
EnglishGreek
break-off phenomenonαίσθηση απομόνωσης
call offματαιώνω
canal for driving off the gasesαγωγός απαέρωσης
check-off systemκρατήσεις από τις αποδοχές εργαζομένου για συνδρομές κλπ. προς το σωματείο
compensatory time offάδεια αντισταθμιστικού χαρακτήρα
Contact pick-offΣυλλογέας επαφών
cooling off periodφάση αποκατάστασης της ηρεμίας
cut-off clauseρήτρα λαιμητόμου
cut-off dateπροθεσμία διάθεσης δωματίων
cut-off dateημερομηνία παράδοσης δωματίων
die-offαφανισμός
draw-off tapκρουνός
draw-off valveκρουνός
drive offδιώχνω
European Union military operation to contribute to the deterrence, prevention and repression of acts of piracy and armed robbery off the Somali coastΣτρατιωτική επιχείρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην αποτροπή, στην πρόληψη και στην καταστολή των πειρατικών επιθέσεων και των ένοπλων ληστειών στα ανοικτά των ακτών της Σομαλίας
first offκαταρχήν
machine for cutting off the ends of green beansμηχανή για το κόψιμο των άκρων των νωπών φασολιών
off-balance-sheet instrumentsπράξεις εκτός ισολογισμού
off-chip interconnectαλληλοσύνδεση μικροκυκλωμάτων
off-gas flowόγκος καυσαερίων
off-label prescribingσυνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off-label prescribingεκτός ενδείξεων συνταγογράφηση
off-label treatmentσυνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off-label useσυνταγογράφηση εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων
off-line testδοκιμή "εκτός κυκλώματος"
to off loadρευστοποιώ
off-load fuellingαντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου
off-seasonχαμηλή εποχή
off-shore registerνηολόγιο στο εξωτερικό
off-shore supplyπαροχή προμηθευτικών υπηρεσιών στην ανοικτή θάλασσα; εφοδιασμός εγκαταστάσεων off-shore
off-site eventεκδήλωση εκτός χώρου συνεδριάσεων
one hour offμια ώρα ελεύθερου χρόνου
Pressure pick offΜετατροπέας πίεσης
to put light offσβήνω το φώς
round off an amount, toστρογγυλοποιώ ένα ποσό
run-off years of accountμεταβατικές εταιρικές χρήσεις "run-off years of account"
setting off charges and income against each otherσυμψηφισμοί μεταξύ των εξόδων και των εσόδων
shut offδιακοπή παροχής
to slag offκαθαρισμός της λάσπης
to slag offκαθαρισμός της σκωρίας
to slag offκαθαρισμός των υπολειμμάτων λάσπης
stand-off firingβολή από απόσταση
to switch offσβήνω το φώς
take off immediately all contaminated clothingαφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
take off immediately all contaminated clothingΣ27
tee off substationυποσταθμός απλής παροχής
time offελεύθερος χρόνος
twist-offθραύση από στρέψη
to twist offστρέψη
ward offαπωθώ
weaned off calfαπογαλακτισμένο μοσχάρι
with rounding off to the first decimal placeστρογγυλεύω στρογγυλεύοντας στην πρώτη δεκαδική μονάδα
writing-off of balances on commitmentsεκκαθάριση του υπόλοιπου των αναλήψεων
written-off loanαπαιτήσεις που έχουν αποσβεσθεί