DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Enhanced | all forms | exact matches only
EnglishGreek
an enhanced status for Kosovoενισχυμένο καθεστώς για το Κοσσυφοπέδιο
arrangements for enhanced cooperation between the European Union and the Western European UnionΡυθμίσεις για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει του Πρωτοκόλλου σχετικά με το άρθρο 17 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση
enhanced agreementβελτιωμένη συμφωνία
enhanced conditions credit lineπιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους
enhanced conditions credit line offering partial risk protectionπιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο
enhanced conditions credit line with sovereign partial risk protectionπιστωτικό όριο με ενισχυμένους όρους, με μερική συμμετοχή στον κίνδυνο
enhanced design methodologiesμεθοδολογίες σχεδιασμού με βελτιώσεις
Enhanced EU-US Dialogue on Transport and Border Securityενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας
enhanced pre-accession strategyενισχυμένη προενταξιακή στρατηγική
enhanced radiation weaponόπλο ισχυρής ακτινοβολίας
Enhanced Security Dialogueενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας
European Enhanced Vehicle-safety CommitteeΕυρωπαϊκή Επιτροπή για τη βελτιωμένη ασφάλεια των οχημάτων
EU-US Enhanced Security Dialogueενισχυμένος διάλογος στον τομέα της ασφάλειας
not combustible but enhances combustion of other substancesουσία μη καύσιμη,αλλά εντείνει την καύση άλλων ουσιών