DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Economy | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agents involved in the economy of a regionοικονομικοί παράγοντες μιας περιφέρειας
CARICOM Single Market and Economyενιαία αγορά και οικονομία της CARICOM
centrally planned economyκεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία; κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία
Conference on the Economy of Eastern EuropeΔιάσκεψη "Η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης"
conversion of the rural economyαναπροσαρμογή της αγροτικής οικονομίας
economy faresναύλοι τουριστικής θέσης
functioning market economyλειτουργούσα οικονομία αγοράς
interdependency between regional economiesαλληλεξάρτηση περιφερειακών οικονομιών
International Institute for World Economy and International RelationsΙνστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων
links between actions for the development of the rural economyσύνδεση μεταξύ των ενεργειών ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας
Memorandum of understanding between the United States Department of Commerce and the Greek Ministry of National Economy concerning technology cooperation with the BalkansΜνημόνιο μεταξύ του Υπουργείου Εμπορίου των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ελληνικού Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την τεχνολογική συνεργασία στα Βαλκάνια
Ministry of National EconomyΥπουργείο Εθνικής Οικονομίας
Ministry of the Economy, Public Works and ReconstructionΥπουργείο Οικονομίας, Δημόσιων Εργων και Ανοικοδομήσεων
planned economyκεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία; κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία
spatial planning for a growing maritime economyχωροταξικός σχεδιασμός για μια αναπτυσσόμενη θαλάσσια οικονομία
those active in the economy of a regionοικονομικοί παράγοντες μιας περιφέρειας
under-developed economyυποανάπτυκτη οικονομία