Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Breton
Bulgarian
Chinese
Czech
English
Esperanto
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
General
containing
Early
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
Airborne
Early
Warning and Control
αεροκίνητος σταθμός ελέγχου και έγκαιρης προειδοποίησης
Airborne
Early
Warning and Control
σύστημα αερομεταφερόμενης έγκαιρης προειδοποίησης
Airborne
Early
Warning and Control
αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου
Ballistic Missile
Early
Warning System
σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης κατά βαλλιστικών πυραύλων
Ballistic Missile
Early
Warning System
σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης κατά βαλλιστικών βλημάτων
distinction from
earlier
case law
αλλαγή της νομολογίας
early
action
έγκαιρη αντίδραση
early
elections
πρόωρες εκλογές
early
operational data
πρώτα επιχειρησιακά δεδομένα
early
response
έγκαιρη αντίδραση
early
second reading agreement
συμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση
early
warning
έγκαιρη προειδοποίηση
Early
Warning and Assessment/Intelligence Syndicate
τμήμα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Αξιολόγησης/Πληροφοριών
early
-warning satellite
δορυφόρος έγκαιρης προειδοποίησης
early
-warning system
σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης
Humanitarian
Early
Warning Service
Ανθρωπιστικό Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης
information and
early
warning system on food and agriculture
σύστημα συναγερμού και άμεσης ενημέρωσης σχετικά με τη γεωργία και τη σίτιση
NATO Airborne
Early
Warning
αερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ
NATO Airborne
Early
Warning
αεραγόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ
Policy Planning and
Early
Warning Unit
μονάδα πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης; μονάδα πολιτικής
resolution following on
early
vote
ψήφισμα στα πλαίσια της διαδικασίας σύντομης προθεσμίας ψήφισης
Get short URL