DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing Early | all forms | exact matches only
EnglishGreek
Airborne Early Warning and Controlαεροκίνητος σταθμός ελέγχου και έγκαιρης προειδοποίησης
Airborne Early Warning and Controlσύστημα αερομεταφερόμενης έγκαιρης προειδοποίησης
Airborne Early Warning and Controlαερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου
Ballistic Missile Early Warning Systemσύστημα έγκαιρης προειδοποίησης κατά βαλλιστικών πυραύλων
Ballistic Missile Early Warning Systemσύστημα έγκαιρης προειδοποίησης κατά βαλλιστικών βλημάτων
distinction from earlier case lawαλλαγή της νομολογίας
early actionέγκαιρη αντίδραση
early electionsπρόωρες εκλογές
early operational dataπρώτα επιχειρησιακά δεδομένα
early responseέγκαιρη αντίδραση
early second reading agreementσυμφωνία σε πρώιμη δεύτερη ανάγνωση
early warningέγκαιρη προειδοποίηση
Early Warning and Assessment/Intelligence Syndicateτμήμα Έγκαιρης Προειδοποίησης και Αξιολόγησης/Πληροφοριών
early-warning satelliteδορυφόρος έγκαιρης προειδοποίησης
early-warning systemσύστημα έγκαιρης προειδοποίησης
Humanitarian Early Warning ServiceΑνθρωπιστικό Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης
information and early warning system on food and agricultureσύστημα συναγερμού και άμεσης ενημέρωσης σχετικά με τη γεωργία και τη σίτιση
NATO Airborne Early Warningαερομεταφερόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ
NATO Airborne Early Warningαεραγόμενο σύστημα έγκαιρης προειδοποιήσεως του ΝΑΤΟ
Policy Planning and Early Warning Unitμονάδα πολιτικής και έγκαιρης προειδοποίησης; μονάδα πολιτικής
resolution following on early voteψήφισμα στα πλαίσια της διαδικασίας σύντομης προθεσμίας ψήφισης