DictionaryForumContacts

   German
Terms for subject General containing Dampfer | all forms
GermanGreek
Atemschutzgerät mit A/P2-Filter für organische Dämpfe und schädlichen Staubαναπνευστικό φίλτρο τύπου A/P2 για οργανικούς ατμούς και επιβλαβείς σκόνες
bei Gebrauch Bildung explosiver/leichtentzündlicher Dampf-Luftgemische möglichκατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα
brennbarer Dampfκαύσιμος ατμός
Dampf-Notabblasesystemσύστημα εκτονώσεως ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης
Dampf zur InhalationΕισπνεόμενοι ατμοί
Dämpfe reizenο ατμός αυτής της ουσίας ερεθίζει
Dämpfe ätzen...ο ατμός αυτής της ουσίας είναι διαβρωτικός για...
Erzeugung und Verteilung von Elektrizität,Gas,Dampf und Warmwasserπαραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας,αερίου,ατμού και θερμού νερού
Gas/Rauch/Dampf/Aerosol nicht einatmengeeignete Bezeichnung(en)vom Hersteller anzugebenμην αναπνέετε αέρια/καπνούς/ατμούς/εκνεφώματα ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή
Gas/Rauch/Dampf/Aerosol nicht einatmengeeignete Bezeichnung(en)vom Hersteller anzugebenΣ23
korrosiver Dampfδιαβρωτικός καπνός
Notabblasen von Dampfεκτόνωσις ατμού σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης
organischer Dampfοργανικός ατμός
waesseriger Dampfυδρατμός