DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject General containing BON | all forms | exact matches only
FrenchGreek
Arrangement concernant les mandats de poste et les bons postaux de voyageΕιδική Συμφωνία "περί ταχυδρομικών επιταγών και ταχυδρομικών εντολών"
aux bons soins deφροντίδι του
bon du trésorέντοκο γραμμάτιο Δημοσίου' έντοκο γραμμάτιο δημοσίου τομέα
bon d'échangeβάουτσερ
bon fonctionnementλειτουργική ετοιμότητα
bon à tirerτυπωθείτω
bon à tirerπρος εκτύπωση
bon à usages multiplesκουπόνι πολλαπλών χρήσεων
bon étatπληρότητα
bon étatκαλή κατάσταση
compatible avec les exigences du bon fonctionnement des servicesσυμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών
en bon étatσε καλή κατάσταση
en bon état et conditionnementσε καλή κατάσταση
garantie de bon finεγγύηση για την προσήκουσα εκτέλεση των συμβάσεων
obligations à bons de souscription d'actionsομολογίες μετατρέψιμες σε μετοχές
processus de stabilité et de bon voisinageΔιαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont
Processus de stabilité et de bon voisinage dans l'Europe du sud-estΔιαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont
relations de bon voisinageσχέσεις καλής γειτονίας
état de bon fonctionnementκατάσταση λειτουργικής ετοιμότητας