DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject General containing 1 | all forms
EnglishGreek
anti-A1 antiserumαντιορός αντι-Α1
D1 Directorate for the UN & International Organisations and ConferencesΔ1 Δ/νση ΟΗΕ & Διεθνών Ειδικευμένων Οργανισμών & Διασκέψεων
1 μm feature size circuitμικροκύκλωμα με μέγεθος χαρακτηριστικών 1 μικρομέτρου
network termination type 1 unitαπόληξη δικτύου 1
network terminator 1απόληξη δικτύου 1
not to belong to a political group Rules of procedure of the European Parliament, OJEC L 49, art.30, 1δεν ανήκω σε πολιτική ομάδα
notwithstanding paragraph 1κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1
NT1απόληξη δικτύου 1
Objective 1 regionπεριφέρεια του στόχου 1
P1 filter respirator for inert particlesαναπνευστικό φίλτρο τύπου P1 για αδρανή σωματίδια
Policy Departement A1: Economic and Monetary PolicyΘεματικό Τμήμα Α1: Οικονομική και νομισματική πολιτική
pressure of 1 atmosphereπίεση μίας ατμόσφαιρας
propane-1, 2-diolπροπανοδιόλη-1,2 ; Ε 490
Protocol 1 on the establishment of a coal and steel contact groupΠρωτόκολλο 1 σχετικά με τη σύσταση ομάδας επαφών για τον άνθρακα και χάλυβα
Protocol 1 on the functions and powers of the EFTA Surveillance Authority which, through the application of Protocol 1 tot the EEA Agreement, follow from the Acts referred to in the Annexes to that AgreementΠρωτόκολλο 1 σχετικά με τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ που απορρέουν, κατεφαρμογή του πρωτοκόλλου 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στα Παραρτήματα της εν λόγω Συμφωνίας.
R1εκρηκτικό σε ξηρή κατάσταση
R1Ρ1
S1/2Σ1/2
S1/2φυλάξτε το κλειδωμένο και μακρυά από παιδιά
S1φυλάσσεται κλειδωμένο
S1Σ1