DictionaryForumContacts

   Serbian Greek
Terms for subject Economy containing радно | all forms | exact matches only
SerbianGreek
законом прописано радно времеνόμιμη διάρκεια της εργασίας
клизно радно времеελαστικό ωράριο
међународно радно правоδιεθνές εργατικό δίκαιο
премештај на друго радно местоεπαγγελματική μετακίνηση
пријава на конкурс за радно местоζήτηση εργασίας
радно активно становништвоοικονομικά ενεργός πληθυσμός
радно активно становништво у пољопривредиενεργός γεωργικός πληθυσμός
радно времеδιάρκεια της εργασίας
радно време продавницаώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων
радно искуствоεπαγγελματική πείρα
радно местоτόπος εργασίας
радно неактивно становништвоοικονομικά μη ενεργός πληθυσμός
радно окружењеεργασιακό περιβάλλον
радно правоεργατικό δίκαιο
радно способно становништвоπληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης
распоређивање на лошије радно местоιεραρχική υποβάθμιση εργαζομένου