DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject Energy industry containing red | all forms | exact matches only
SpanishGreek
acuerdo sobre la red de electricidad británicaΣυμφωνία British Grid System
alimentación por la red de energía eléctricaτροφοδοσία από το κύριο δίκτυο
central conectada a la redηλεκτροπαραγωγός σταθμός διασυνδεδεμένος με το δίκτυο
Comité de aplicación del reglamento relativo a las condiciones de acceso a la red para el comercio transfronterizo de electricidadΕπιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας
código de redκώδικας του δικτύου
electricidad sin conexión a la redηλεκτρική ενέργεια εκτός δικτύου
elemento crítico de la redκρίσιμο στοιχείο δικτύου
energía de redενέργεια μέσω δικτύου
energía de redδικτυακή ενέργεια
energía fuera de la redενέργεια εκτός δικτύου
energía independiente de la redενέργεια εκτός δικτύου
energía no conectada a la redενέργεια εκτός δικτύου
energía sin conexión a redενέργεια εκτός δικτύου
gestor de red de transporteφορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς
gestor de red de transporteδιαχειριστής δικτύου μεταφοράς
gestor de red de transporte de electricidadδιαχειριστής δικτύου μεταφοράς
gestor de red de transporte de gasδιαχειριστής δικτύου μεταφοράς
gran red de transporte del gas natural a alta presiónμεγάλο δίκτυο μεταφοράς φυσικού αερίου,υψηλής πίεσης
integridad de la redακεραιότητα συστήματος
operador de red de transmisiónφορέας εκμετάλλευσης των συστημάτων μεταφοράς; διαχειριστής συστήματος μεταφοράς' διαχειριστής δικτύου μεταφοράς
pequeña red aisladaμικρό απομονωμένο δίκτυο
plan decenal de desarrollo de la redδεκαετές πρόγραμμα ανάπτυξης δικτύων
potencia y energia demandada sobre la redισχύς και ενέργεια παρεχόμενη στο δίκτυο
propietario de red de transporteιδιοκτήτης συστήματος μεταφοράς
red de alimentación eléctricaδίκτυο παροχής
red de calefacción a distanciaδίκτυο αστικής θέρμανσης
red de calefacción urbanaδίκτυο τηλεθέρμανσης
red de calefacción urbanaαστικό δίκτυο θέρμανσης
red de destino finalδίκτυο τελικού προορισμού
red de diodosδιάταξη διόδου
red de distribución de calor-electricidadδίκτυο διανομής θερμότητας και ηλεκτρικής ενέργειας
red de electricidadδίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας
red de electricidad de alta tensiónδίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας
red de interconexiónδιασυνδεδεμένο σύστημα
red de interconexiónδίκτυο διασύνδεσης
red de interconexiónδίκτυο διασυνδεδεμένο
red de la UE de corresponsales de seguridad en materia de energíaΔίκτυο ανταποκριτών ασφαλείας της ΕΕ σε θέματα ενέργειας
red de origenδίκτυο καταγωγής
red de resistenciaδίκτυο αντίστασης
red de transmisiónδίκτυο μεταφοράς
red de transmisión de energíaδίκτυο μεταφοράς ενέργειας
red de transporte de gas natural a alta presiónδίκτυο αεριαγωγών υψηλής πίεσης
red energéticaεvεργειακό δίκτυo
Red Europea de Gestores de Redes de TransporteΕυρωπαϊκό δίκτυο διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς
red interconectadaδιασυνδεδεμένο σύστημα
red interconectadaδίκτυο διασυνδεδεμένο
red interconectadaδίκτυο διασύνδεσης
red marítimaυπεράκτιο δίκτυο
red transeuropea de energíaΔιευρωπαϊκό δίκτυο στον τομέα της ενέργειας
remuneración del suministro a la redκαταβολή πληρωμής για την τροφοδότηση ηλεκτρικού ρεύματος
sistema de protección para red eléctricaσύστημα προστασίας ηλεκτρικού δικτύου
tensión nominal de una redονομαστική τάση