DictionaryForumContacts

   Spanish
Terms for subject General containing efecto | all forms | exact matches only
SpanishGreek
accidente grave de efecto limitado AGELμείζον διαχειρίσιμο ατύχημα,μείζον ατύχημα με περιορισμένες επιπτώσεις
Acuerdo relativo a efectos a cobrarΕιδική Συμφωνία για τις αξίες προς είσπραξη
distancia eliminatoria a efectos de selecciónαπόσταση πέραν της οποίας αγνοείται η επίδραση του γεγονότος
efecto acumulativoσωρευτικό αποτέλεσμα
efecto admisible para su financiación en el banco centralαξιόγραφο που γίνεται δεκτό από την κεντρική τράπεζα για επαναχρηματοδότηση
efecto crónicoχρόνια επίπτωση
efecto de bloqueoφραγμός
efecto de dominóαλυσωτή επίδραση,επίδραση ντόμινο
efecto de fugaφαινόμενο διαφυγής
efecto de la onda expansivaαποτέλεσμα εκρηκτικού κύματος πιέσεως
efecto de mechaφαινόμενο θρυαλλίδας
efecto de sustituciónαποτέλεσμα της υποκατάστασης
efecto directoάμεση εφαρμογή
efecto Dopplerφαινόμενο Ντόπλερ
efecto Dopplerφαινόμενο Doppler
efecto Dopplerεπίδραση Ντόπλερ
efecto fratricidaφαινόμενο "αδελφοκτονία"
efecto hereditario debido a la irradiaciónκληρονομικές επιπτώσεις λόγω έκθεσης σε ακτινοβολίες
efecto higrotérmicoυγροθερμικό φαινόμενο
efecto impulsor de los recursos presupuestarios empleadosπολλαπλασιαστικά αποτελέσματα των χρησιμοποιούμενων πόρων του προϋπολογισμού
efecto inmediatoοξεία επίπτωση
efecto jurídico automáticoαυτόματη νομική συνέπεια
efecto latenteλανθάνουσα επίπτωση
efecto públicoκρατικό αξιόγραφο
efecto restrictivo de un medida estatalπεριοριστικό αποτέλεσμα ενός κρατικού μέτρου
efecto sobre el desarrollo perinatalεπιπτώσεις στην περιγεννητική ανάπτυξη
efecto teratógenoτερατογόνος δράση
efectos aceptados que no sean aceptaciones propiasτίτλοι αποδοχής, εκτός από τους τίτλους ιδίας αποδοχής
efectos de superposiciónφαινόμενα ανασυζεύξεως
efectos macroeconómicosμακροοικονομικό αποτέλεσμα
efectos macroeconómicosμακροοικονομική επίδραση
exacción de efecto equivalenteδασμός ισοδυνάμου αποτελέσματος' φορολογικό μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος
indicadores de efectos socioeconómicosδείκτες κοινωνικοοικονομικών επιπτώσεων
las decisiones surtirán efecto a partir de tal notificaciónοι αποφάσεις αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους
los recursos interpuestos ante el Tribunal de Justicia no tendrán efecto suspensivoοι προσφυγές στο Δικαστήριο δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα
peligro de efectos acumulativosκίνδυνος αθροιστικών επιδράσεων
plan nacional de asignación de derechos de emisión de gases de efecto invernaderoεθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου
plan nacional de asignación de derechos de emisión de gases de efecto invernaderoεθνικό σχέδιο κατανομής
probabilidad eliminatoria a efectos de selecciónτιμή πιθανότητας κάτω της οποίας αγνοείται το σχετικό γεγονός
síntoma de efecto retardadoσύμπτωμα καθυστερημένων επιδράσεων