Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Arabic
English
Finnish
French
German
Greek
Italian
Japanese
Polish
Portuguese
Russian
Swedish
Terms
for subject
Transport
containing
central
|
all forms
|
exact matches only
Spanish
Greek
agencia
central
γραφείο εμπορευμάτων
agencia
central
γραφείο εμπορευμάτων στην πόλη
agencia
central
αποθήκη εμπορευμάτων έξω από το σταθμό
agotamiento por pozos filtrantes con instalación
central
άντληση μέσω συστήματος διηθητικών φρεάτων
ala
central
κεντρικό τμήμα πτέρυγας
amarre
central
κεντρική πρόσδεση
andén
central
μεσαίο απόβαθρο
aparato de batería
central
σταθμός με κεντρικό συσσωρευτή
aparato de choque
central
κεντρική πρόσκρουση
barca
central
μεσαία φορτηγίδα
berma
central
μεσαία διαχωριστική ζώνη
berma
central
κεντρική διαχωριστική νησίδα
caballete
central
κεντρικό πόδι
cable
central
κεντρικό σύρμα έλξης αερόστατου
cajón
central
κεντρική κυτιοειδής δομή
cajón
central
κυτιοειδής δομή πτέρυγας
cantero
central
divisorio
κεντρική διαχωριστική νησίδα
cantero
central
divisorio
μεσαία διαχωριστική ζώνη
central
aerodinámica
σύστημα στοιχείων αέρος πτήσης
central
aerodinámica
συσκευή επεξεργασίας στοιχείων αέρος πτήσης
central
de control de tráfico
κέντρον χειρισμών
central
de ventilación
εγκατάσταση εξαερισμού
central
generatriz
κύριος σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας
central
generatriz principal
κύριος σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
central
inercial
αδρανειακή μονάδα
centro de la parte
central
del mando de dirección
κέντρο της πλήμνης του οργάνου χειρισμού διευθύνσεως
cerradura
central
κεντρική σύμπλεξη
coche con acceso
central
όχημα με κεντρική είσοδο
coche con acceso
central
άμαξα με κεντρική είσοδο
coche con pasillo
central
όχημα με κεντρικό διάδρομο
coche con pasillo
central
άμαξα με κεντρικό διάδρομο
Comisión
Central
para la Navegación del Rin
Κεντρική Επιτροπή για τη Ναυσιπλοϊα στο Ρήνο
Comisión
central
para la navegación del Rin
Κεντρική Επιτροπή για τη Ναυσιπλοΐα στο Ρήνο
Comité
Central
de Armadores Franceses
Κεντρική Επιτροπή των Εφοπλιστών της Γαλλίας
Conferencia ministerial de los Estados del África occidental y
central
para el transporte marítimo
υπουργική διάσκεψη των κρατών της Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής για τις θαλάσσιες μεταφορές
Conferencia Ministerial de los Estados del África Occidental y
Central
sobre Transporte Marítimo
Υπουργική Διάσκεψη των Κρατών Δυτικής και Κεντρικής Αφρικής για τις Θαλάσσιες Μεταφορές
conmutador de enclavamiento
central
γενικός διακόπτης μανδάλωσης
consola
central
de mando
κεντρική κονσόλα χειρισμών
cordajes
centrales
εξαρτισμός κεντρικής πρόσδεσης αερόστατου
corredor
central
κεντρικός διάδρομος
despacho
central
γραφείο εμπορευμάτων
despacho
central
αποθήκη εμπορευμάτων έξω από το σταθμό
despacho
central
κεντρικά γραφεία
despacho
central
γραφείο εμπορευμάτων στην πόλη
despacho
central
γραφείο εξυπηρέτησης πελατών
eje
central
κεντρική γραμμή
enganche
central
de choque y tracción
σύνδεση με κρουστική-αποκρουστική διαρρύθμιση
enrejado
central
κεντρική εσχάρα
estación
central
κύριος σταθμός
estación
central
κεντρικός σταθμός
estación
central
επικεφαλής σταθμός
estación
central
contable
σταθμός κεντρικού λογιστηρίου
estación
central
contable
κεντρικό λιγιστήριο-σταθμός
estación con andén
central
στάση με ενδιάμεσο ανάβαθρο
estación dependiente de una estación
central
contable
σταθμός εξαρτημένος
faja divisoria
central
κεντρική διαχωριστική νησίδα
faja divisoria
central
μεσαία διαχωριστική ζώνη
faja separadora
central
κεντρική διαχωριστική νησίδα
faja separadora
central
μεσαία διαχωριστική ζώνη
fuselaje
central
κεντρικό τμήμα ατράκτου
fuselaje
central
κεντρική άτρακτος
gánguil de compuertas con pozos
centrales
φορτηγίδα με άνοιγμα στον πυθμένα
gánguil de compuertas con pozos
centrales
μπάρτζα με κλαπέ
línea
central
de la puerta
άξονας συμμετρίας της πόρτας
línea
central
de la puerta
άξονας συμμετρίας της θύρας
línea media
central
διαχωριστική γραμμή
nodo
central
κόμβος διακίνησης εμπορευμάτων
Oficina
Central
de Compensación
κεντρικό γραφείο συμψηφισμού λογαριασμών
Oficina
central
de coordinación para gestionar el transporte de contenedores por el Rin
Κεντρικό Γραφείο Συντονισμού για τη Διαχείριση της Μεταφοράς Εμπορευματοκιβωτίων επί του Ρήνου
oficina
central
de distribución de vagones
Κεντρική Διεύθυνση κίνησης των φορτηγών
Oficina
Central
de Distribución de Vagones
κεντρικό γραφείο κατανομής των φορτηγών βαγονιών
Oficina
Central
de Distribución de Vagones
κεντρικό γραφείο διανομής των φορτηγών βαγονιών
Oficina
Central
de Transportes Internacionales por Ferrocarril
Κεντρικό Γραφείο Διεθνών Σιδηροδρομικών Μεταφορών
Oficina
Central
de Transportes Internacionales por Ferrocarril
Κεντρική Υπηρεσία Διεθνών Σιδηροδρομικών Μεταφορών
panel
central
μεσαίος πίνακας οργάνων
parte
central
πλήμνη
pasillo
central
κεντρικός διάδρομος
patín
central
κεντρικό πόδι
pila
central
de la cámara de amortiguamiento
μεσόβαθρο της λεκάνης ηρεμίας
plano
central
del ocupante
κεντρικό επίπεδο επιβάτη
plano
central
del ocupante
επίπεδο συμμετρίας του επιβάτη
plano
central
del ocupante
επίπεδο συμμετρίας επιβαίνοντα
plano
central
vertical
κεντρικό κατακόρυφο επίπεδο
puesto
central
σταθμαρχείο ελέγχου κατευθύνσεως συγκοινωνίας
puesto
central
de mando
κεντρικός θάλαμος χειρισμού αλλαγών σταθμού
puesto
central
de mando
κεντρικό χειριστήριο αλλαγών σταθμού
puesto de batería
central
σταθμός με κεντρικό συσσωρευτή
puesto de comando
central
σταθμαρχείο ελέγχου κατευθύνσεως συγκοινωνίας
puesto de control
central
κεντρικός σταθμός ελέγχου
rama frigorífica de instalación
central
αμαξοστοιχία-ψυγείο κεντρικής εγκατάστασης
reciclado en
central
ανακύκλωση στην κεντρική μονάδα
reciclado en
central
ανακύκλωση στη μονάδα κατεργασίας
regulación
central
κεντρική ρύθμιση
remolque de ejes
centrales
κεντροαξονικό ρυμουλκούμενο
resalto
central
de guía
ελαστικό με μονή διαγράμμιση
sección
central
κεντρικό τμήμα πτέρυγας
sección
central
del fuselaje
κεντρική άτρακτος
sección
central
del fuselaje
κεντρικό τμήμα ατράκτου
sobrequilla
central
σωτρόπι ξύλινου πλοίου
tablero de a bordo
central
κεντρικός πίνακας οργάνων
tope
central
κεντρικός προσκρουτήρας
tope
central
κεντρικό ταμπόνι
transbordo por andén
central
αλλαγή αμαξοστοιχίας στο ίδιο σιδηροδρομικό ανάβαθρο
traviesa
central
κεντρικός ζυγός
traviesa
central
κεντρική τραβέρσα
traviesa
central
fija
διαδοκίδα στήριξης
unidad
central
de gestión de afluencia
κεντρική μονάδα διευθέτησης ροής
Unidad
central
de gestión del tráfico
κεντρική μονάδα ρύθμισης της κυκλοφορίας
viga
central
κεντρικό επίμηκες έδρανο
viga
central
del fuselaje
κύρια δοκός ατράκτου
viga
central
del fuselaje
δοκός τρόπιδας ατράκτου
válvula
central
de salida
ποδοβαλβίδα
válvula
central
de salida
βαλβίδα φρένου
válvula
central
de salida
βαλβίδα συστήματος πέδησης
vía
central
κεντρική τροχιά
zona
central
de tráfico
κεντρική περιοχή συγκοινωνίας
órgano
central
de gestión del tráfico de mercancías
κεντρικό όργανο διαχείρισης της εμπορευματικής κίνησης
órganos de choque
central
κεντρική πρόσκρουση
Get short URL