Subject | Spanish | Greek |
earth.sc., chem. | aptitud a la adherencia | ικανότητα πρόσφυσης |
earth.sc., chem. | aptitud a la adherencia | ικανότητα προσκόλλησης |
earth.sc., chem. | aptitud a la adhesión | ικανότητα πρόσφυσης |
earth.sc., chem. | aptitud a la adhesión | ικανότητα προσκόλλησης |
met. | aptitud a la conformacion | επιδεκτικότητα διαμόρφωσης |
met. | aptitud a la desintegración | δυνατότητα κατάρρευσης |
chem., mech.eng. | aptitud a la inflamación | ποιότητα ανάφλεξης |
chem. | aptitud a la pulverización | ψεκασιμότητα |
agric. | aptitud a la suspensión | ικανότητα αιωρήματος |
industr., construct. | aptitud al blanqueo | αποδεκτικότητα της ίνας στην λεύκανση |
met. | aptitud al corte y al punzonado | καταλληλότητα για εγχάραξη-κοπή |
met. | aptitud al corte y al punzonado | καταλληλότητα για διάτμηση |
met. | aptitud al desmoronamiento | ικανότητα διάσπασης καλουπιού |
mater.sc., chem. | aptitud al inflamiento | διογκωτική ικανότητα |
tech., mater.sc. | aptitud al mantenimiento | συντηρησιμότητα |
tech., mater.sc. | aptitud al mantenimiento | ευχρηστότητα |
agric. | aptitud carnica | κρεατοπαραγωγική ικανότητα |
pharma., nat.sc., agric. | aptitud combinatoria | συνδυαστική ικανότης |
med. | aptitud combinatoria específica | ειδική συνδυαστική ικανότης |
med. | aptitud combinatoria general | γενική συνδυαστική ικανότης |
law, lab.law. | aptitud comunicativa | ικανότητα ανθρώπινης επαφής |
transp. | aptitud de inscripción en curva | ικανότητα εγγραφής στις καμπύλες |
mater.sc., chem. | aptitud de moldeo | ικανότητα προς διάπλαση,αποσχηματοποιησιμότητα |
chem., mech.eng. | aptitud de un carburante al arranque | σημείο 10 |
health. | aptitud espacial | χωροαναλυτική επιτηδειότητα |
el. | aptitud física | φυσικό ταίριασμα |
health. | aptitud física | όροι υγείας |
law | aptitud física | σωματική ικανότητα |
law, lab.law. | aptitud individual | ατομική ικανότητα |
nat.sc., agric. | aptitud lechera | γαλακτοπαραγωγική ικανότητα |
health. | aptitud matemática | αριθμητική ικανότητα |
mater.sc. | aptitud para almacenamiento | συντηρησιμότητα |
mater.sc. | aptitud para almacenamiento | ικανότητα συντήρησης των προϊόντων |
health. | aptitud para conducir | ικανότητα οδηγήσεως |
transp., nautic. | aptitud para conservar la flotabilidad | βιωσιμότητα |
coal., chem. | aptitud para el cebado | ευαισθησία εναύσματος |
met. | aptitud para el cizallamiento en frio | επιδεκτικότητα ψυχρής διάτμησης |
life.sc., agric. | aptitud para el cultivo | καλλιεργητική τάση |
agric. | aptitud para el cultivo | καλλιεργητική συμπεριφορά |
met. | aptitud para el desmoldeo | αντοχή στο ξεκαλούπιασμα |
nat.sc., agric. | aptitud para el engorde | ικανότητα προς πάχυνση |
industr., construct., met. | aptitud para el estirado | ικανότης ινοποίησης |
nat.sc., agric. | aptitud para el injerto | ικανότητα στον εμβολιασμό |
mater.sc., chem. | aptitud para el moldeo | ευπλαστότητα,επεξεργασιμότητα |
met. | aptitud para el soldeo | καταλληλότητα |
law, lab.law. | aptitud para el trabajo | ικανότητα για εργασία |
law | aptitud para el trabajo manual | ικανότητα για χειρωνακτική εργασία |
met. | aptitud para el trefilado de barras | καταλληλότητα για ολκή ράβδων |
commun., IT | aptitud para el uso | επίδοση λειτουργικότητας υπηρεσίας |
commun., IT | aptitud para el uso | χρηστικότητα |
commun., IT | aptitud para el uso | δυνατότητα χρήσης |
earth.sc., tech. | aptitud para el uso | καταλληλότητα χρήσης |
el. | aptitud para estañosoldar | ικανότητα για ηλεκτροκόλληση |
coal., chem. | aptitud para inflamarse | δυνατότητα ανάφλεξης |
mater.sc., chem. | aptitud para la absorcion | προσροφητικότητα,υδροαπορροφητικότητα |
coal., chem. | aptitud para la aglomeración | δυνατότητα συσσωμάτωσης |
met. | aptitud para la aplicacion de recubrimiento superficial | καταλληλότητα για επικάλυψη |
met. | aptitud para la aplicacion de revestimiento superficial | καταλληλότητα επιφάνειας για επικάλυψη |
coal., chem. | aptitud para la combustión | ευλεκτικότητα |
met. | aptitud para la conformacion por rodillos | καταλληλότητα για ψυχρή διαμόρφωση σε έλαστρα |
coal., chem. | aptitud para la deflagración | τάση προς κατάκαυση |
met. | aptitud para la deformacion por recalcado | συνθλιψιμότητα |
met. | aptitud para la deformacion por recalcado | καταλληλότητα για παραμόρφωση με ανατροπή |
lab.law. | aptitud para la descontaminación | δυνατότητα απολύμανσης |
met. | aptitud para la extrusion en frio | καταλληλότητα για διέλαση για ψυχρή διέλαση |
met. | aptitud para la fabricacion de tubos soldados | καταλληλότητα για την παραγωγή ραφής σωλήνων |
met. | aptitud para la forja en caliente | καταλληλότητα για θερμοσφυρηλάτηση |
mater.sc., chem. | aptitud para la grésificacion | υαλοποιητικότητα |
med. | aptitud para la homogeneización | δυνατότητα λήψης ομογενών μιγμάτων |
coal., chem. | aptitud para la inflamación | ευαισθησία σε πυροδότηση |
el. | aptitud para la lectura | ικανότητα παρακολούθησης |
el. | aptitud para la lectura | ικανότητα ανάγνωσης |
law, lab.law. | aptitud para la organización | οργανωτική ικανότητα |
law, fish.farm. | aptitud para la pesca | επιλεξιμότητα για την αλιεία |
met. | aptitud para mojar del decapante | διαβροχή συλλιπάσματος |
met. | aptitud para moldeo | σωστό καλούπιασμα |
IT, transp., tech. | aptitud para montar guardia | ικανότητα προς εκτέλεση καθηκόντων |
met. | aptitud para plegar en prensa mecanica sin que se produzcan grietas | καταλληλότητα πελμάτωσης χωρίς ρωγμάτωση σε μηχανική πρέσσα |
mater.sc., chem. | aptitud para recibir el mortero | ικανότητα προσλήψεως κονιάματος,επιχριστική ικανότητα |
mater.sc. | aptitud para ser almacenado | συντηρησιμότητα |
mater.sc. | aptitud para ser almacenado | ικανότητα συντήρησης των προϊόντων |
coal., chem. | aptitud para transmisión de la detonación | δυνατότητα μετάδοσης έκρηξης |
law, ed. | aptitud pedagógica | παιδαγωγική ικανότητα |
law, lab.law. | aptitud personal | ατομική ικανότητα |
econ., nat.sc., agric. | aptitud productora | παραγωγική ικανότητα |
lab.law. | aptitud profesional | επαγγελματική επιτηδειότητα |
nat.sc., agric. | aptitud reproductora | αναπαραγωγική ικανότητα |
health. | aptitud verbal | επιτηδειότητα προφορικού λόγου |
social.sc. | aptitudes cívicas | ικανότητες σχετιζόμενες με την ιδιότητα του πολίτη |
law | aptitudes físicas | σωματική ικανότητα |
social.sc., ed. | aptitudes para el empleo | ικανότητες προς εργασία |
law, lab.law. | aptitudes para el trabajo | ικανότητα για εργασία |
social.sc., ed., empl. | aptitudes profesionales | επαγγελματικές δεξιότητες |
gen. | aptitudes y conocimientos requeridos | απαιτούμενα προσόντα και γνώσεις |
gen. | aptitudes y destrezas | τεχνογνωσία |
agric. | bovino de aptitud mixta | βοοειδές συνδυασμένων αποδόσεων |
agric. | bovino de aptitud mixta | αγελάδα μικτής κατεύθυνσης |
med. | certificación de aptitud | πιστοποιητικό ικανότητας |
transp. | certificado de aptitud | πιστοποιητικό ειδικότητας |
law, ed. | certificado de aptitud | αποδεικτικό μαθητείας |
ed. | certificado de aptitud | δίπλωμα επάρκειας |
law, ed. | certificado de aptitud | πτυχίο επαγγελματικής εκπαίδευσης |
med. | certificado de aptitud | πιστοποιητικό ικανότητας |
transp., avia. | certificado de aptitud autorizado | πιστοποιητικό εγκεκριμένης διάθεσης |
transp., avia. | certificado de aptitud para el servicio | πιστοποιητικό διάθεσης σε χρήση |
transp., avia. | certificado de aptitud para el servicio | πιστοποιητικό διάθεσης σε υπηρεσία |
transp., nautic., environ. | certificado de aptitud para el transporte de gases licuados a granel | Διεθνές Πιστοποιητικό Καταλληλότητας για τη Χύδην Μεταφορά Υγροποιημένων Αερίων |
transp. | certificado de aptitud para el transporte de gases licuados a granel | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων εις χύμα |
transp., nautic., environ. | certificado de aptitud para el transporte de productos químicos peligrosos a granel | διεθνές πιστοποιητικό συμμορφώσεως για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην |
transp., polit. | certificado de aptitud para el transporte de productos químicos peligrosos a granel | πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα |
ed., school.sl. | Certificado de aptitud profesional | πτυχίο επαγγελματικής επάρκειας |
transp. | certificado de aptitud profesional | πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότητας |
ed., school.sl. | Certificado de aptitud profesional | Ενδεικτικό Επαγγελματικής Επάρκειας |
ed., school.sl. | Certificado de aptitud técnica y profesional | πιστοποιητικό τεχνικών και επαγγελματικών προσόντων |
transp., nautic., environ. | certificado internacional de aptitud para el transporte de gases licuados a granel | Διεθνές Πιστοποιητικό Καταλληλότητας για τη Χύδην Μεταφορά Υγροποιημένων Αερίων |
transp. | Certificado internacional de aptitud para el transporte de gases licuados a granel | Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά υγροποιημένων αερίων χύδην |
transp., polit. | certificado internacional de aptitud para el transporte de productos químicos peligrosos a granel | διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικινδύνων ουσιών εις χύμα |
transp., nautic., environ. | certificado internacional de aptitud para el transporte de productos químicos peligrosos a granel | διεθνές πιστοποιητικό συμμορφώσεως για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών ουσιών χύδην |
transp. | Certificado internacional de aptitud para el transporte de productos químicos peligrosos a granel | Διεθνές πιστοποιητικό καταλληλότητας για τη μεταφορά επικίνδυνων χημικών προϊόντων χύδην |
agric., tech. | clasificación del terreno por aptitud agrícola | κλάσεις ικανότητος χρήσεως γαιών |
anim.husb. | comprobacion de aptitudes | ατομικός έλεγχος |
anim.husb. | comprobacion de aptitudes | δοκιμή επιδόσεων |
anim.husb. | comprobacion de aptitudes | αναγνώριση |
anim.husb. | comprobacion de aptitudes | έλεγχος ικανοτήτων |
social.sc. | Convenio relativo al examen médico de aptitud de los menores para el empleo en trabajos subterráneos en las minas | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως της ικανότητος των νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις υπογείους εργασίας εις τα ορυχεία" |
social.sc. | Convenio relativo al examen médico de aptitud para el empleo de los menores en trabajos no industriales | Σύμβαση "περί της ιατρικής εξετάσεως ικανότητος των παιδιών και νεαρών προσώπων δι'απασχόλησιν εις τας μη βιομηχανικάς εργασίας" |
gen. | Convenio sobre el certificado de aptitud de los cocineros de buque, 1946 | Σύμβαση "περί πτυχίων μαγείρων των πλοίων" |
gen. | Convenio sobre el certificado de aptitud de los cocineros de buque | Σύμβαση "περί πτυχίων μαγείρων των πλοίων" |
nat.sc. | criterio de aptitud científica | κριτήριο επιστημονικής υπεροχής |
social.sc. | Código europeo de aptitud sanitaria | ευρωπαϊκός κώδικας υγειονομικής καταλληλότητας |
gen. | Diploma de aptitud para ejercer funciones de animador | δίπλωμα ικανότητας άσκησης καθηκόντων υπευθύνου ψυχαγωγίας |
med. | disminución pronunciada de la aptitud de marcha | έντονη μείωση της ικανότητας βαδίσματος |
tech., mater.sc. | ensayo de aptitud de un laboratorio | έλεγχος ικανότητας εργαστηρίου |
met. | ensayo de aptitud para el corte | έλεγχος καταλληλότητας για κοπή |
ed., unions. | Espacio Europeo de las Aptitudes y Cualificaciones | Ευρωπαϊκός χώρος των δεξιοτήτων και των προσόντων |
lab.law. | examen de aptitud | επαγγελματική εξέταση |
lab.law. | examen de aptitud | εξέταση επαγγελματικής επάρκειας |
law, lab.law. | examen de aptitud | δοκιμασία ικανοτήτων |
busin., labor.org., account. | examen de aptitud profesional | εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας |
med. | examen médico de aptitud | ιατρική εξέταση ικανότητας για εργασία |
law, lab.law. | ficha de aptitud | σημείωμα ικανότητας |
law, lab.law. | ficha de aptitud | κάρτα ικανότητας |
IT, earth.sc. | generación de la aptitud de direcciones | δημιουργία των διευθύνσεων |
gen. | lista de aptitud | εγγραφή στον πίνακα επιτυχόντων |
IT | objetivos de diseño de aptitud para el uso | στόχοι σχεδιασμού χρηστικότητας |
IT | objetivos de diseño de aptitud para el uso | στόχοι σχεδιασμού δυνατότητας χρήσης |
R&D. | prueba de aptitud | δοκιμή ικανότητας |
ed. | prueba de aptitud | δοκιμασία επάρκειας |
ed., transp., avia. | prueba de aptitud | δοκιμασία επάρκειας' δοκιμασία επαγγελματικής ικανότητας |
law, lab.law. | prueba de aptitud | δοκιμασία ικανοτήτων |
ed. | prueba de aptitud de acceso a la universidad | εισαγωγικές εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο |
earth.sc. | prueba de aptitud del color | δοκιμασία χρωματικής δεκτικότητας |
transp., avia. | prueba de aptitud en vuelo | εξέταση ικανοτήτων σε πτήση |
el. | prueba de aptitud para el vuelo | δοκιμή καταλληλότητας πτήσης |
transp., avia. | prueba de aptitud para la calificación de tipo o clase | εξέταση τεστ επιδεξιότητας σε ικανότητα τύπου ή κατηγορίας |
lab.law. | prueba de aptitud profesional | τεστ επαγγελματικών κλίσεων |
lab.law. | prueba de aptitud profesional | δοκιμές επαγγελματικών ροπών |
agric. | raza de aptitud mixta | φυλή συνδυασμένων αποδόσεων |
agric. | raza de doble aptitud | φυλή για δυο αποδόσεις |
agric. | razas de dos aptitudes | φυλή για δυο αποδόσεις |
lab.law. | recobrar la aptitud para el trabajo | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |
lab.law. | recuperar la aptitud para el trabajo | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |
agric. | registro de aptitudes | μητρώο απόδοσης |
IT | requisitos de aptitud para el uso | απαιτήσεις χρηστικότητας |
IT | requisitos de aptitud para el uso | απαιτήσεις δυνατότητας χρήσης |
gen. | reunir las condiciones de aptitud física requeridas para el ejercicio de sus funciones | έχω την απαιτούμενη σωματική ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων μου |
med. | test de aptitudes | δοκιμασία ικανοτήτων |