DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Government, administration and public services containing à | all forms | exact matches only
FrenchGreek
accident survenu dans l'exercice ou à l'occasion de l'exercice des fonctionsατύχημα που έχει επέλθει κατά την άσκηση ή επ' ευκαιρία της ασκήσεως των καθηκόντων του υπαλλήλου
activité à mi-tempsημιαπασχόληση
aides à caractère socialενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος
assistant de soutien à la directionβοηθός στήριξης διευθύνσεως
astreinte sur le lieu de travail ou à domicileυπηρεσία ετοιμότητας στον τόπο εργασίας ή κατ' οίκον
Autorité habilitée à conclure les contrats d'engagementΑρχή Αρμόδια για τη Σύναψη Συμβάσεων πρόσληψης
concours interne à l'institutionεσωτερικός διαγωνισμός
conserver les droits à l'avancementδιατηρώ το δικαίωμα μισθολογικής προαγωγής
Convention relative à la lutte contre la corruption impliquant des fonctionnaires des Communautés européennes ou des Etats membres de l'Union européenneΣύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης
droits à pensionδικαίωμα σύνταξης; συνταξιοδοτικό δικαίωμα
droits à pension susceptibles de réversionμεταβιβάσιμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα
déchéance du droit à pensionέκπτωση από το δικαίωμα σύνταξης
faire droit à une demandeκάνω δεκτή αίτηση
l'impôt est perçu par voie de retenue à la sourceο φόρος εισπράττεται με παρακράτηση στην πηγή
logement de fonction à charge de l'institutionυπηρεσιακή κατοικία, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το όργανο
logement de fonction à charge de l'institutionυπηρεσιακή κατοικία τα έξοδα της οποίας βαρύνουν το θεσμικό όργανο
manquement à ses obligations professionnellesπαράλειψη εκπλήρωσης υπηρεσιακού καθήκοντος
manquement à ses obligations professionnellesπαράλειψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων
organisme à vocation communautaireοργανισμός κοινοτικού χαρακτήρα
passage à un autre cadreμετάταξη
pension de personne à chargeσύνταξη συντηρούμενου προσώπου
personne assimilée à un enfant à chargeεξομοίωση ενός προσώπου προς συντηρούμενο τέκνο
personne à prévenir en cas d'accidentπρόσωπο που πρέπει να ειδοποιηθεί σε περίπτωση ατυχήματος
rapport sur les aptitudes à s'acquitter des attributions que comportent les fonctionsέκθεση για την ικανότητα του ενδιαφερόμενου να εκπληρώνει τα καθήκοντα που ανάγονται στη θέση του
rente à terme échuάμεση πρόσοδος
règlement à l'amiableφιλικός διακανονισμός
réduction ou suppression du droit à pension d'anciennetéπεριορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος σύνταξης λόγω συμπλήρωσης του συντάξιμου χρόνου
réglementation relative à la couverture des risques de maladie des fonctionnaires des Communautés européennesκανόνες σχετικοί με την υγειονομική ασφάλιση των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
secours à caractère socialενισχύσεις κοινωνικού χαρακτήρος
titulaire d'un droit à pensionδικαιούχος συντάξεως
transfert de droits à pensionμεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
vocation à la promotionδικαίωμα βαθμολογικής προαγωγής
à terme échuδεδουλευμένως
à titre exceptionnelσε εξαιρετικές περιπτώσεις ; κατ'εξαίρεση
être appelé à occuper un emploi par intérimκαλούμαι προσωρινά να ασκήσω καθήκοντα
être candidat à des fonctions publiques électivesείμαι υποψήφιος για αιρετά δημόσια λειτουργήματα
être rémunéré à la journée ou au moisαμείβομαι με την ημέρα ή το μήνα εργασίας