DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Law containing temps | all forms | exact matches only
FrenchGreek
accord-cadre sur le travail à temps partielσυμφωνία πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης
accords sur le temps de travailσυμφωνίες για το ωράριο εργασίας
activité rémunérée au tempsαπασχόληση με μηνιαία αντιμισθία
agent d'étude du tempsυπάλληλος μελέτης του χρόνου
agent d'études du tempsυπάλληλος μελέτης του χρόνου
avoir un effet rétroactif sans limite dans le tempsέχω απεριόριστη αναδρομική ισχύ
bien à temps partagéχρονομεριστική μίσθωση
chronométrage des tempsχρονομέτρηση
contrat portant sur l'utilisation d'objets immobiliers en régime de jouissance à temps partagéσύμβαση χρονομεριστικής χρήσεως
contrat portant sur l'utilisation d'objets immobiliers en régime de jouissance à temps partagéσύμβαση χρήσης ακινήτου υπό το καθεστώς της χρονομεριστικής ιδιοκτησίας
contrat à temps partielσύμβαση μερικής απασχόλησης
droit d'utilisation à temps partiel de biens immobiliersδικαίωμα χρήσης ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής μίσθωσης
effets dans le temps de l'arrêtδιαχρονικά αποτελέσματα της αποφάσεως
emploi à mi-tempsημιαπασχόληση
emploi à mi-tempsαπασχόληση τη μισή ημέρα
emploi à plein tempsπλήρης απασχόληση
emploi à temps completπλήρης απασχόληση
faire valoir ses droits en temps utileδιεκδικώ τα δικαιώματά μου σε εύθετο χρόνο
fonctionnaire à tempsέκτακτος υπάλληλος του Δημοσίου
garantir une exclusivité limitée dans le tempsεξασφαλίζω αποκλειστικότητα σε περιορισμένο χρόνο
la Commission est informée en temps utile pour présenter ses observationsη Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της
limitation de l'effet dans le tempsπεριορισμός του διαχρονικού αποτελέσματος
législation relative au temps de conduite et de reposδιατάξεις περί οδηγήσεως και αναπαύσεως
ouvrier au tempsεργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
ouvrier au tempsχρονικά αμοιβόμενος εργάτης
ouvrier au tempsεργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
ouvrier payé au tempsεργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
ouvrier payé au tempsχρονικά αμοιβόμενος εργάτης
ouvrier payé au tempsεργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
ouvrier rémunéré au tempsεργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
ouvrier rémunéré au tempsχρονικά αμοιβόμενος εργάτης
ouvrier rémunéré au tempsεργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
poste de travail à plein tempsθέση εργασίας πλήρους απασχόλησης
poste à mi-tempsημιαπασχόληση
poste à mi-tempsεργασία με μειωμένο κατά το ήμισυ ωράριο
poste à temps partielμερική απασχόληση
réduction du temps de travailμείωση της διάρκειας εργασίας
réglementation du travail à temps partielρύθμιση της εργασίας μερικής απασχόλησης
rétroagir sans limite dans le tempsέχω απεριόριστη αναδρομική ισχύ
surveillance en temps réel et à temps pleinπαρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο και καθ'όλο το εικοσιτετράωρο
temps allouéχρόνος αναφοράς
temps allouéπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
temps auxiliaireεπιπρόσθετος εργασιακός χρόνος
temps creuxνεκρή περίοδος
temps d'apprentissageδιάρκεια μαθητείας
temps d'apprentissageπερίοδος μαθήτευσης
temps d'apprentissageδιάρκεια μαθήτευσης
temps de conduiteχρονικό διάστημα οδήγησης
temps de disponibilitéχρόνος ετοιμότητας προς εργασία 2. χρόνος διαθεσιμότητας
temps de démontageχρόνος αποσυναρμολόγησης
temps de détachement rémunéréπερίοδος αμειβόμενης απόσπασης
temps de présence effectifχρόνος πραγματικής παρουσίας
temps de présence effectifκαταμετρηθείς χρόνος
temps de récupération minimumελάχιστη περίοδος απόσβεσης επένδυσης
temps de référenceχρόνος αναφοράς
temps de référenceπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
temps du cycle de travailκύκλος εργασίας
temps humainχρόνος χειρωνακτικής εργασίας
temps humainχρόνος ανθρώπινης εργασίας
temps machineχρόνος υπολογιστή
temps machineχρόνος αυτόνομης λειτουργίας μηχανής
temps-mainχρόνος χειρωνακτικής εργασίας
temps manuelχρόνος χειρωνακτικής εργασίας
temps normalχρόνος αναφοράς
temps normalπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
temps normaliséχρόνος αναφοράς
temps normaliséπροκαθορισμένος εργασιακός χρόνος
temps relevéχρόνος πραγματικής παρουσίας
temps relevéκαταμετρηθείς χρόνος
temps retenuαντιπροσωπευτικός χρόνος
temps technologiqueτεχνολογικός χρόνος
temps technologique auxiliaireεπιπρόσθετος χρόνος λειτουργίας μίας μηχανής
temps théoriqueθεωρητικός χρόνος
temps unitaireαπαιτούμενος χρόνος εργασίας για την παραγωγή της μονάδας προϊόντος
temps à dispositionχρόνος ετοιμότητας προς εργασία 2. χρόνος διαθεσιμότητας
temps élémentaireστοιχειώδης χρόνος
travail au tempsχρονικά αμοιβόμενη εργασία
travail au tempsεργασία αμοιβόμενη με το χρόνο
travail en temps choisiεργασία μερικής απασχόλησης
travail payé au tempsεργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια
travail payé au tempsεργασία αμειβόμενη με την ώρα
travail volontaire à temps partielεθελούσια μερική απασχόληση
travailleur payé au tempsεργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
travailleur payé au tempsχρονικά αμοιβόμενος εργάτης
travailleur payé au tempsεργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
travailleur rémunéré au tempsεργάτης αμοιβόμενος με το χρόνο απασχόλησης
travailleur rémunéré au tempsχρονικά αμοιβόμενος εργάτης
travailleur rémunéré au tempsεργάτης αμοιβόμενος με την ώρα
utilisation d'objets immobiliers en régime de jouissance à temps partagéχρήση ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής ιδιοκτησίας
vol de temps machineκλοπή χρόνου μηχανής