Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Czech
Danish
Dutch
English
Finnish
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Latin
Lithuanian
Portuguese
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Law
containing
jour
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
congé les
jours
ouvrables
άδεια μετ'αποδοχών
cours officiel au
jour
du paiement
επίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής
discussion préalable à l'ordre du
jour
συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης
décision sur les
jours
fériés
απόφαση περί των εορτάσιμων ημερών
délai exprimé en
jours
,en semaines,en mois ou en années
προθεσμία προσδιοριζόμενη σε ημέρες,εβδομάδες,μήνες ή έτη
jour
-amende
ημέρα πρόστιμο
jour
chômé
ημέρα ανεργίας
jour
d'absence
ημέρα απουσίας
jour
de congé
ημέρα άδειας
jour
de congé-formation
ημέρα άδειας για την παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης
jour
franc
εικοσιτετράωρα 2. ολόκληρες ημέρες
jour
légal
άδεια προβλεπόμενη από το νόμο
jour
légal
επίσημη αργία
jour
légal
αργία
jour
légal
νόμιμη άδεια
jour
ouvrable bancaire
εργάσιμη ημέρα
jour
ouvré
ημέρα πραγματικής εργασίας
jour
ouvré
δεδουλευμένη ημέρα
Le présent
acte
entre en vigueur le
...
jour
suivant celui de sa publication au Journal officiel de l'Union européenne.
Η παρούσα πράξη
αρχίζει να ισχύει
την (…) ημέρα από τη δημοσίευσή της, την επομένη της δημοσίευσής της
στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Le présent
acte
prend effet le
jour
de sa notification.
H παρούσα
ΠΡΑΞΗ
παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της κοινοποίησής της.
liste des
jours
fériés légaux
κατάλογος των κατά νόμον εορτάσιμων ημερών
mise à
jour
constante des dossiers des affaires pendantes
συνεχής ενημέρωση των φακέλων των εκκρεμών υποθέσεων
rendement fond et
jour
συνολική παραγωγή
tenue à
jour
du registre
ενημέρωση του πρωτοκόλλου
Get short URL