DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Law containing jour | all forms | exact matches only
FrenchGreek
congé les jours ouvrablesάδεια μετ'αποδοχών
cours officiel au jour du paiementεπίσημη τιμή συναλλάγματος της ημέρας πληρωμής
discussion préalable à l'ordre du jourσυζήτηση προ ημερήσιας διάταξης
décision sur les jours fériésαπόφαση περί των εορτάσιμων ημερών
délai exprimé en jours,en semaines,en mois ou en annéesπροθεσμία προσδιοριζόμενη σε ημέρες,εβδομάδες,μήνες ή έτη
jour-amendeημέρα πρόστιμο
jour chôméημέρα ανεργίας
jour d'absenceημέρα απουσίας
jour de congéημέρα άδειας
jour de congé-formationημέρα άδειας για την παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης
jour francεικοσιτετράωρα 2. ολόκληρες ημέρες
jour légalάδεια προβλεπόμενη από το νόμο
jour légalεπίσημη αργία
jour légalαργία
jour légalνόμιμη άδεια
jour ouvrable bancaireεργάσιμη ημέρα
jour ouvréημέρα πραγματικής εργασίας
jour ouvréδεδουλευμένη ημέρα
Le présent acte entre en vigueur le ... jour suivant celui de sa publication au Journal officiel de l'Union européenne.Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την (…) ημέρα από τη δημοσίευσή της, την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Le présent acte prend effet le jour de sa notification.H παρούσα ΠΡΑΞΗ παράγει αποτελέσματα από την ημέρα της κοινοποίησής της.
liste des jours fériés légauxκατάλογος των κατά νόμον εορτάσιμων ημερών
mise à jour constante des dossiers des affaires pendantesσυνεχής ενημέρωση των φακέλων των εκκρεμών υποθέσεων
rendement fond et jourσυνολική παραγωγή
tenue à jour du registreενημέρωση του πρωτοκόλλου