Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latin
Latvian
Lithuanian
Norwegian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Terms
for subject
Metallurgy
containing
fil
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
angle des guide-
fils
γωνία μεταξύ των οδηγών σύρματος
barre à
fil
ράβδος για σύρμα
buse à
fil
οδηγός σύρματος
buse à
fil
ακροφύσιο σύρματος
calibre de
fil
διάμετρος του σύρματος ψεκασμού
courbure du
fil
dressé
καμπύλη ενισχυμένου σύρματος
couronne de
fil
d'apport
σύρμα σε κουλούρα
couronne de
fil
machine
σπείρα χονδροσύρματος
diamètre de
fil
διάμετρος του σύρματος ψεκασμού
décapage à la grenaille de
fil
coupé
βολή χαλύβδινων σφαιριδίων
décapage à la grenaille de
fil
coupé
ατσαλοβολή
fer à souder avec amenée de
fil
d'apport incorporée
κολλητήρι με μηχανική προσαρμογή του σύρματος συγκόλλησης
fil
composite
σύνθετο σύρμα ψεκασμού
fil
coupé
υλικό αμμοβολής από μικρά κομμάτια σύρματος
fil
d apport a noyau
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα συλλιπάσματος
fil
d apport fourre
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα συλλιπάσματος
fil
d'apport
σύρμα συγκόλλησης
fil
d'apport
σύρμα συγκολλήσεως
fil
d'apport fourré
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα
fil
d'apport fourré pour brasage tendre
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα για μαλακή συγκόλληση
fil
d'apport à ame décapante
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα
fil
d'apport à noyau
σύρμα συγκόλλησης με πυρήνα
fil
d'armatures pour pneumatiques
σύρμα θωράκισης ελαστικών
fil
de bougie
κερί τρύπας αερισμού
fil
de caret
κλώσμα
fil
de caret
φιλάτσο
fil
de caret
άθροισμα νημάτων
fil
de cuivre
χάλκινο σύρμα
fil
de câble
συρματόσχοινο
fil
de fer
σιδερένιο σύρμα
fil
de fer barbelé
αγκαθωτό σύρμα
fil
de ligature
σύρμα σύνδεσης
fil
de ligature
σύρμα για συνδέσεις
fil
de métal spiralé
μεταλλικό σπειροειδές σύρμα
fil
de retour
σύρμα επιστροφής
fil
dressé
ενισχυμένο σύρμα
fil
-electrode dont l enrobage comporte un reseau de fil nu conducteur
ηλεκτρόδιο με δικτυωτό περίβλημα
fil
-electrode dont le revetement remplit des entailles constituant une moucheture sur la surface metallique du fil
ηλεκτρόδιο συγκόλλησης με συλλίπασμα σε εγκοπές
fil
enrobe
επενδυμένο σύρμα
fil
indenté
οδοντωτό σύρμα με εντομές
fil
isolé
μονωμένο σύρμα
fil
isolé à la soie
σύρμα με μόνωση από μετάξι
fil
lisse
λείο σύρμα
fil
-machine carré
ράβδος όλκησης τετραγωνικής διατομής
fil
machine Copperweld
χονδρόσυρμα Copperweld
fil
-machine destiné au tréfilage ou à l'étirage
ράβδος όλκησης για συρματοποίηση
fil
machine en couronne
χονδρόσυρμα σε σπείρες
fil
machine laminé à chaud
χονδρόσυρμα θερμής έλασης
fil
-machine plat
επίπεδη ράβδος όλκησης
fil
-machine rond
ράβδος όλκησης κυκλικής διατομής
fil
-machine rond en acier pour articles de boulonnerie formés à froid
χαλύβδινο σύρμα κυκλικής διατομής για εν ψυχρώ παραγωγή κοχλιών και περικοχλιών
fil
machine spécial
ειδικό χοντρόσυρμα
fil
machine,y compris fil crénelé
χονδρόσυρμα,συμπεριλαμβάνεται και το οδοντωτό σύρμα
fil
modiste
σύρμα για την κατασκευή σκελετών καπέλων
fil
nervuré
σύρμα με νευρώσεις
fil
non enrobe
γυμνό σύρμα
fil
nu
γυμνό σύρμα
fil
plat
πλατυσμένο σύρμα
fil
pour armatures de pneumatiques
σύρμα θωράκισης ελαστικών
fil
torsadé
στριμμένο σύρμα ψεκασμού
fil
torsadé
πτυχωμένο σύρμα
fil
trempé et revenu
σύρμα μετά βαφή και επαναφορά
fil
trempé et revenu rond nervuré
συρμάτινος δακτύλιος μετά βαφή και επαναφορά
fil
tréfilé
σύρμα που κατασκευάζεται με συρματωτήρα
fil
tréfilé
χαλύβδινο σύρμα ψυχρής εξελάσεως
fil
tréfilé
σύρμα κατασκευαζόμενο με εφελκυσμό
fil
tréfilé à froid
σύρμα συρματοποιημένο εν ψυχρώ
fil
tréfilé à froid en couronne
σύρμα συρματοποιημένο εν ψυχρώ σε μορφή σπείρας
fil
tréfilé à froid précontraint
προσκληρημένο σύρμα,συρματοποιημένο εν ψυχρώ
fil
à empreinte
οδοντωτό σύρμα με εντομές
fil
étiré
σύρμα κατασκευαζόμενο με εφελκυσμό
fil
étiré
σύρμα που κατασκευάζεται με συρματωτήρα
fils
d'acier non allié
σύρμα από μη κραματοποιημένο χάλυβα
formation de
fils
νημάτωση
four continu à
fil
κάμινος συνεχούς ανόπτησης συρμάτων
grenaillage au
fil
coupé
ατσαλοβολή
grenaillage au
fil
coupé
βολή χαλύβδινων σφαιριδίων
grillage en
fil
de fer ou d'acier
πλέγμα από σύρμα σιδήρου ή χάλυβα
guide-
fil
avant
ακροφύσιο σύρματος
guide-
fil
avant
οδηγός σύρματος
lance à tube bourré de
fil
de fer
φλογοβόλος αυλός με πυρήνα
machine a souder les
fils
en croix
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης σταυρωτού σύρματος
mécanisme d'entrainement du
fil
μηχανισμός πρόωσης του σύρματος
métal d'apport en
fil
σύρμα συγκόλλησης
métallisation au
fil
επιμετάλλωση με σύρμα
pistolet à
fil
πιστόλι ψεκασμού με σύρμα
poids de
fil
projeté
βάρος του σύρματος που ψεκάζεται στη μονάδα του χρόνου
projection au
fil
ψεκασμός με σύρμα
rupture de
fil
θραύση σύρματος
soudage avec dispositif de reglage de la vitesse de deroulement du
fil
-electrode par asservissement a la tension de l arc
ελεγχομένη συγκόλληση με τόξο
soudage de
fils
en croix
συγκόλληση με σταυρωτά σύρματα
soudage à l'arc avec
fil
nu
συγκόλληση τόξου με γυμνό σύρμα
toile en
fil
métallique
ύφασμα από μεταλλικό νήμα
toile métallique en
fil
de fer ou fil d'acier
μεταλλικό ύφασμα από σύρμα σιδήρου ή χάλυβα
treillis en
fil
de fer ou d'acier
δικτυωτό από σύρμα σιδήρου ή χάλυβα
vitesse d'avancement du
fil
ταχύτητα προώθησης του σύρματος
émail pour
fil
métallique
σμάλτο καλωδίων
Get short URL