DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Law containing but | all forms | exact matches only
FrenchGreek
association sans but lucratifοργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
association sans but lucratifόμιλος μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα
association sans but lucratifεπιχείρηση κοινής ωφελείας
association sans but lucratifμη κερδοσκοπικός σύλλογος
association sans but lucratifμη κερδοσκοπική ένωση
association à but non lucratifμη κερδοσκοπικός σύλλογος
but lucratifκερδοσκοπικός χαρακτήρας' σκοπός πλουτισμού
concession de boisεκχώρησις ξυλείας
délit de droit commun commis dans le but de fraude fiscaleαδίκημα του κοινού δικαίου το οποίο διαπράττεται με σκοπό τη φοροαπάτη
infraction commise dans un but de lucreέγκλημα κατά της ιδιοκτησίας
institution sans but lucratif prestataire de servicesμη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργανισμός παροχής υπηρεσιών
les recommandations comportent obligation dans les buts qu'elles assignentοι συστάσεις συνεπάγονται υποχρέωση ως προς τους σκοπούς τους οποίους τάσσουν
les sociétés qui ne poursuivent pas de but lucratifοι εταιρίες που δεν επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό
liberté de définition du but de l'unionελευθερία επιλογής σκοπού ενώσεως
mettre en péril la réalisation des buts du traitéθέτω σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της Συνθήκης ΕΚ
objet et butαντικείμενο και σκοπός
objet et but du contrôleαντικείμενο και σκοπός του ελέγχου
organisation privée sans but lucratifμη κερδοσκοπικοί ιδιωτικοί οργανισμοί
organisation privée sans but lucratifμη κερδοσκοπικός ιδιωτικός οργανισμός
organisation à but non lucratifμη κερδοσκοπικός ιδιωτικός οργανισμός
organisation à but non lucratifμη κερδοσκοπικοί ιδιωτικοί οργανισμοί
organisme décentralisé à buts spéciauxειδικός αυτοδιοικούμενος οργανισμός
organismes privés sans but lucratifμη κερδοσκοπικός ιδιωτικός οργανισμός
organismes privés sans but lucratifμη κερδοσκοπικοί ιδιωτικοί οργανισμοί
sans poursuivre de but lucratifχωρίς να επιδιώκεται κέρδος