Subject | French | Greek |
environ. | atmosphere du sol | αέρας εδάφους |
tech. | 1 atmosphère | κανονική ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère artificiellement chargée de poussière et de sable | προσομοιωμένες συνθήκες σκόνης και άμμου |
life.sc. | atmosphère autobarotrope | αυτοβαροτροπική ατμόσφαιρα |
gen. | atmosphère aérodynamique efficace | δραστική αεροδυναμική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère barocline | βαροκλινής ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère barotrope | βαροτροπική ατμόσφαιρα |
agric. | atmosphère confinée | μη ανανεωθείσα ατμόσφαιρα |
met. | atmosphère controlée de brasage | ελεγχόμενη ατμόσφαιρα συγκόλλησης |
met. | atmosphère contrôlée | ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère d'alliage | Ατμόσφαιρα κραματοποίησης |
el. | atmosphère de diffusion | ατμόσφαιρα διάχυσης |
gen. | atmosphère de défiance | κλίμα δυσπιστίας |
mun.plan., earth.sc. | atmosphère de référence | ατμόσφαιρα αναφοράς |
el. | atmosphère de référence exponentielle | εκθετική ατμόσφαιρα αναφοράς |
el. | atmosphère de référence pour la réfraction | βασική ατμόσφαιρα αναφοράς |
el. | atmosphère de référence pour la réfraction | ατμόσφαιρα βασικής αναφοράς |
el. | atmosphère de référence pour la réfraction | ατμόσφαιρα αναφοράς για διάθλαση |
environ. | atmosphère de surpression | ατμόσφαιρα υπερπίεσης |
el. | atmosphère de travail | ατμόσφαιρα εργασίας |
earth.sc. | atmosphère de travail hautement sulfureuse | ατμόσφαιρα εργασίας υψηλού βαθμού ενθείωσης |
life.sc., el. | atmosphère de type exponentiel | εκθετική ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère de type exponentiel | ισόθερμη ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère de type exponentiel | ατμόσφαιρα εκθετικού τύπου |
industr., construct. | atmosphère d'essai | πρότυπες ατμοσφαιρικές συνθήκες ελέγχου |
gen. | atmosphère du laboratoire standard | σταθερή ατμόσφαιρα εργαστηρίου |
life.sc., environ. | atmosphère du sol | ατμόσφαιρα του εδάφους |
met. | atmosphère décarburante | απανθρακωτική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère efficace | ενεργή ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère en hiver | χειμερινή ατμόσφαιρα |
chem. | atmosphère exempte de poussières | ατμόσφαιρα απαλλαγμένη κόνεως |
environ., industr. | atmosphère explosible | εκρηκτική ατμόσφαιρα |
environ., industr. | atmosphère explosible | εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
environ., industr. | atmosphère explosive | εκρηκτική ατμόσφαιρα |
environ., industr. | atmosphère explosive | εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère exponentielle | εκθετική ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère exponentielle | ατμόσφαιρα εκθετικού τύπου |
life.sc., el. | atmosphère exponentielle | ισόθερμη ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère fondamentale de référence | ατμόσφαιρα αναφοράς για διάθλαση |
el. | atmosphère fondamentale de référence | ατμόσφαιρα βασικής αναφοράς |
el. | atmosphère fondamentale de référence | βασική ατμόσφαιρα αναφοράς |
life.sc. | atmosphère hivernale | χειμερινή ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère homogène | ομοιογενής ατμόσφαιρα |
met. | atmosphère industrielle | βιομηχανική ατμόσφαιρα |
met., el. | atmosphère inerte | αδρανής ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère inerte et sèche | ξηρή αδρανής ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère ionisée | ιονισμένη ατμόσφαιρα |
lab.law. | atmosphère irrespirable par défaut d'oxygène | ατμόσφαιρα μη αναπνεύσιμη λόγω έλλειψης οξυγόνου |
life.sc., el. | atmosphère isotherme | ατμόσφαιρα εκθετικού τύπου |
life.sc., el. | atmosphère isotherme | εκθετική ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère isotherme | ισόθερμη ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère libre | ελεύθερη ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | atmosphère linéaire | γραμμική ατμόσφαιρα |
met. | atmosphère marine | θαλάσσια ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | atmosphère modifiée | ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
agric. | atmosphère modifiée | τροποποιημένη ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère naturelle | φυσική ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère neutre | ουδέτερη ατμόσφαιρα |
agric. | atmosphère neutre | αδρανής ατμόσφαιρα |
commun., IT | atmosphère non ionisée | μη ιονισμένη ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère normale | κανονική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère normale | πρότυπη ατμόσφαιρα |
tech. | atmosphère normale | φυσική ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | atmosphère normale de conditionnement et d'essais des textiles | πρότυπη συνθήκη θερμοκρασίας για δοκιμές |
mun.plan., earth.sc. | atmosphère normale de référence | πρότυπη ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | atmosphère normale de référence | πρότυπες ατμοσφαιρικές συνθήκες εργασίας |
gen. | atmosphère OACI | πρότυπη ατμόσφαιρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας |
gen. | atmosphère OACI | πρότυπη ατμόσφαιρα του ΟΑCΙ |
chem., met. | atmosphère oxydante | οξειδωτική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère planétaire | πλανητική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère polaire | πολική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère polytrope | πολυτροπική ατμόσφαιρα |
coal. | atmosphère potentiellement explosive | δυνητικώς εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
industr., construct., chem. | atmosphère pour l'examen | κλιματολογικές συνθήκες εξέτασης |
industr., construct., chem. | atmosphère protectrice | Προστατευτική ατμόσφαιρα μπάνιουFLOAT |
met. | atmosphère protectrice de brasage | προστατευτική ατμόσφαιρα συγκόλλησης |
commun. | atmosphère radioélectrique normale | πρότυπη ραδιο-ατμόσφαιρα |
met. | atmosphère rurale | αγροτική ατμόσφαιρα |
el. | atmosphère spéciale | ειδική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère standard | κανονική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère standard | πρότυπη ατμόσφαιρα |
transp., avia. | atmosphère standard internationale ISA | διεθνής πρότυπη ατμόσφαιρα |
agric. | atmosphère stérile | αποστειρωμένη ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère supérieure | ανώτερη ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | atmosphère tempérée normale | πρότυπες ατμοσφαιρικές συνθήκες εργασίας |
tech., industr., construct. | atmosphère tempérée normale pour les essais | πρότυπη συνθήκη θερμοκρασίας για δοκιμές |
med. | atmosphère toxique | αναθυμιάσεις δηλητηριωδών αερίων |
med. | atmosphère toxique | δηλητηριώδης ατμόσφαιρα |
gen. | atmosphère toxique | τοξική ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | atmosphère tropicale normale pour les essais | πρότυπες συνθήκες δοκιμών |
life.sc. | atmosphère type | κανονική ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère type | πρότυπη ατμόσφαιρα |
earth.sc., phys.sc., transp. | atmosphère type de l'OACI | πρότυπη ατμόσφαιρα του ΟΑCΙ |
gen. | atmosphère type de l'OACI | πρότυπη ατμόσφαιρα του Παγκόσμιου Οργανισμού Διεθνούς Πολιτικής Αεροπορίας |
transp., avia. | atmosphère type internationale | διεθνής πρότυπη ατμόσφαιρα |
life.sc. | atmosphère urbaine | αστική ατμόσφαιρα |
earth.sc., tech. | atmosphère étalon internationale | πρότυπη διεθνής ατμόσφαιρα |
environ. | capacité d'auto-épuration de l'atmosphère | ικανότητα αυτοκαθαρισμού της ατμόσφαιρας |
life.sc. | centre d'action de l'atmosphère | κέντρο ατμοσφαιρικής δραστηριότητας |
life.sc. | centres d'action de l'atmosphère | κέντρα ενέργειας της ατμόσφαιρας |
chem. | chambre en atmosphère humide | θάλαμος υγρής ατμόσφαιρας |
mater.sc., mech.eng. | chambre à atmosphère artificielle | θάλαμος τεχνητής ατμόσφαιρας |
mater.sc., mech.eng. | chambre à atmosphère artificielle | θάλαμος ελεγχόμενης ατμόσφαιρας |
agric., mater.sc. | chambre à atmosphère controlée | θάλαμος ελεγχόμενης ατμόσφαιρας |
mater.sc., mech.eng. | chambre à atmosphère controlée | θάλαμος τεχνητής ατμόσφαιρας |
chem. | chauffage par atmosphère inerte pressurisée | θέρμανση σε ατμόσφαιρα πεπιεσμένου αδρανούς αερίου |
life.sc. | chercheur spécialiste de l'atmosphère | ερευνητής ατμοσφαιρικών επιστημών |
life.sc. | chercheur spécialiste de l'atmosphère | ερευνητής ειδικός στην ατμόσφαιρα |
environ. | chimie de l'atmosphère | ατμοσφαιρική χημεία/χημεία της ατμόσφαιρας |
environ. | chimie de l'atmosphère | χημεία της ατμόσφαιρας |
environ. | chimie de l'atmosphère | ατμοσφαιρική χημεία |
environ. | chimie et composition de l'atmosphère | ατμοσφαιρική χημεία/χημεία της ατμόσφαιρας |
life.sc. | circulation de l'atmosphère | ατμοσφαιρική κυκλοφορία |
life.sc. | circulation de l'atmosphère | κυκλοφορία ατμόσφαιρας |
mech.eng. | clapet de drainage dans l'atmosphère | βαλβίδα εκτονώσεως στην ατμόσφαιρα |
mech.eng. | clapet pour l'évacuation de la vapeur dans l'atmosphère | βαλβίδα εκτονώσεως ατμού στην ατμόσφαιρα |
earth.sc. | colonne verticale de l'atmosphère | ατμοσφαιρική στήλη |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des Etats membres relatives aux appareils et aux systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphère explosible | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες ΑΤΕΧ |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des Etats membres relatives aux appareils et aux systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphère explosible | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des États membres pour les appareils et les systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphères explosibles ATEX | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες ΑΤΕΧ |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des États membres pour les appareils et les systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphères explosibles ATEX | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des États membres relatives aux appareils et aux systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphères explosibles ATEX | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες ΑΤΕΧ |
polit., industr. | Comité permanent pour le rapprochement des législations des États membres relatives aux appareils et aux systèmes de protection destinés à être utilisés en atmosphères explosibles ATEX | Μόνιμη επιτροπή για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τις συσκευές και τα συστήματα προστασίας που προορίζονται για χρήση σε εκρήξιμες ατμόσφαιρες |
polit., environ. | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique de la directive concernant une valeur limite pour le plomb contenu dans l'atmosphère | Επιτροπή Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Οριακή Τιμή του Μολύβδου που περιέχεται στην ατμόσφαιρα |
polit. | Comité pour l'adaptation au progrès technique de la législation visant à l'élimination des entraves techniques aux échanges dans le secteur du matériel électrique utilisé en atmosphère explosible | Επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της νομοθεσίας με στόχο την εξάλειψη των τεχνικών εμποδίων στις συναλλαγές στον τομέα του ηλεκτρολογικού υλικού που χρησιμοποιείται σε εκρηκτικό περιβάλλον CAPT/ATEX |
law, tech. | Comité pour l'adaptation au progrès scientifique et technique des directives visant le matériel électrique utilisable en atmosphère explosible | Επιτροπές Προσαρμογής των Οδηγιών στην Επιστημονική και Τεχνική Πρόοδο - Ηλεκτρολογικό Υλικό που Χρησιμοποιείται σε Εκρήξιμη Ατμόσφαιρα |
energ.ind. | Comité pour l'adaptation au progrès technique - matériel électrique utilisable en atmosphère explosible | επιτροπή για την προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο - σχετικά με το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιείται σε εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
life.sc. | composant de l'atmosphère | ατμοσφαιρικό συστατικό |
life.sc. | composant de l'atmosphère | συστατικό της ατμόσφαιρας |
environ. | composition de l'atmosphère | σύσταση της ατμόσφαιρας |
industr. | conditionné en atmosphère contrôlée | συσκευασμένος υπό ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
food.ind. | conditionné sous atmosphère modifiée | συσκευασμένο υπό τροποποιημένη ατμόσφαιρα |
med. | conservé dans une atmosphère de gaz inerte | διατήρηση σε ατμόσφαιρα αδρανούς αερίου |
life.sc. | constituant de l'atmosphère | ατμοσφαιρικό συστατικό |
life.sc. | constituant de l'atmosphère | συστατικό της ατμόσφαιρας |
environ. | constituants-traces de l'atmosphère | ατμοσφαιρικά ιχνοστατικά |
el. | contact en atmosphère inerte | επαφή εντός αδρανούς αερίου |
gen. | contrôle permanent du taux de la radioactivité de l'atmosphère des eaux et du sol | διαρκής έλεγχος της περιεκτικότητος σε ραδιενέργεια της ατμοσφαίρας,των υδάτων και του εδάφους |
chem., el. | contrôleur d'atmosphère | ρυθμιστής ατμόσφαιρας |
life.sc. | couches supérieures de l'atmosphère | ανώτερη ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | coïndice de réfraction de la basse atmosphère | διαθλαστικότητα της κατώτερης ατμόσφαιρας |
mech.eng. | cuve d'évacuation dans l'atmosphère | δοχείο εκτονώσεως στην ατμόσφαιρα |
chem., el. | dispositif de contrôle d'atmosphère | ρυθμιστής ατμόσφαιρας |
environ. | dynamique de l'atmosphère | δυναμική της ατμόσφαιρας |
earth.sc., life.sc. | dynamique de l'atmosphère | μηχανική της ατμόσφαιρας |
earth.sc., mech.eng. | débit à l'atmosphère | ελεύθερη εκροή |
life.sc., environ. | efficacité oxydative de l'atmosphère | οξειδωτική αποτελεσματικότητα της ατμόσφαιρας |
tech. | enceinte à atmosphère saline | θάλαμος με νέφος άλμης |
nat.sc., agric. | entreposage des bananes en atmosphère contrôlée | αποθήκευση μπανάνας σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | entreposage en atmosphère contrôlée | αποθήκευση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | entreposage en atmosphère contrôlée | απόθεση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
tech. | essai en atmosphère saline | δοκιμή σε νέφος άλμης |
tech. | essai fait en atmosphère sèche et calme | δοκιμή εκτελούμενη σε ξηρές και ήρεμες ατμοσφαιρικές συνθήκες |
tech. | essais dans l'atmosphère des armes nucléaires | δοκιμή πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα |
mater.sc. | extinction par jet en brouillard sous pression normale procédé dans lequel l'agent d'extinction est projeté sous pression normale à l'aide d'une pression de pompe normale allant de 5 β 1 degrés atmosphères | κατάσβεση με βολή ομίχλης κανονικής πίεσης |
industr., construct., chem. | extracteur d'atmosphère | Eξαερισμός |
met. | fluage en atmosphères complexes contrôlées | ερπυσμός σε ελεγχόμενο σύνθετο περιβάλλον |
met. | four à atmosphère controlée | κλίβανος με ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
met. | four à atmosphère protectrice | κλίβανος με προστατευτική ατμόσφαιρα |
met. | fusion en atmosphère contrôlée | τήξη μέσα σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
el. | gradient dans l'atmosphère | ατμοσφαιρική βαθμίδα |
agric., mater.sc. | générateur d'atmosphère | γεννήτρια τεχνητής ατμόσφαιρας |
chem., el. | générateur d'atmosphère contrôlée | γεννήτρια ελεγχόμενης ατμόσφαιρας |
life.sc. | haute atmosphère | ανώτερη ατμόσφαιρα |
life.sc., el. | hétérogénéité de l'atmosphère | ατμοσφαιρική ανομοιογένεια |
life.sc., el. | indice de réfraction de l'atmosphère | δείκτης διάθλασης της ατμόσφαιρας |
el. | indice de réfraction radioélectrique de l'atmosphère | ατμοσφαιρικός δείκτης ραδιοδιάθλασης |
environ. | interaction atmosphère-océans-cryosphère | αλληλεπίδραση ατμόσφαιρας-ωκεανών-κρυόσφαιρας |
chem., met. | intervalle de temperature d'utilisation du flux ou de l'atmosphère protectrice | θερμοκρασιακή περιοχή χρήσης του συλλιπάσματος ή της προστατευτικής ατμόσφαιρας |
cultur. | lampe à atmosphère d'oxygène | λαμπτήρας ατμόσφαιρας οξυγόνου |
el. | lampe à atmosphère gazeuse | λαμπτήρας αερίου |
environ. | le sol et l'atmosphère | ομοσπονδιακή υπηρεσία υγείας ύδατος-εδάφους-αέρος |
nat.sc. | ligne de gradient maximal de l'atmosphère terrestre | γραμμή μέγιστης ατμοσφαιρικής βαθμίδας |
industr. | matériel électrique utilisable en atmosphère explosible | ηλεκτρολογικό υλικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί σε εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
industr. | Matériel électrique utilisable en atmosphère explosive | ηλεκτρολογικό υλικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί σε εκρήξιμη ατμόσφαιρα |
life.sc., transp. | micro-atmosphère | μικροατμόσφαιρα |
life.sc. | modèle d'atmosphère | ατμοσφαιρικό μοντέλο |
life.sc. | modèle d'atmosphère | μοντέλο ατμόσφαιρας |
life.sc. | modèle de l'atmosphère | ατμοσφαιρικό μοντέλο |
life.sc. | modèle de l'atmosphère | μοντέλο ατμόσφαιρας |
life.sc., el. | modèle exponentiel moyen d'atmosphère | μέσο εκθετικό μοντέλο ατμόσφαιρας |
life.sc. | modèle relatif à l'atmosphère | μοντέλο ατμόσφαιρας |
life.sc. | modèle relatif à l'atmosphère | ατμοσφαιρικό μοντέλο |
nat.sc. | modélisateur spécialiste de l'atmosphère | δημιουργός ατμοσφαιρικών μοντέλων |
earth.sc., life.sc. | mécanique de l'atmosphère | δυναμική της ατμόσφαιρας |
earth.sc., life.sc. | mécanique de l'atmosphère | μηχανική της ατμόσφαιρας |
environ. | ozone de l'atmosphère | όζον της ατμόσφαιρας |
life.sc., environ. | ozone de l'atmosphère | ατμοσφαιρικό όζον |
environ. | ozone de l'atmosphère inférieure | τροποσφαιρικό όζον |
environ. | ozone de la basse atmosphère | τροποσφαιρικό όζον |
environ. | particules de l'atmosphère | σωματίδιο τηςστην ατμόσφαιρας |
environ. | perturbation de l'atmosphère | ατμοσφαιρική διαταραχή |
environ. | perturbation de l'atmosphère | διαταραχή της ατμόσφαιρας |
life.sc. | physicien spécialiste de l'atmosphère | φυσικός της ατμόσφαιρας |
life.sc. | physique de l'atmosphère | ατμοσφαιρική φυσική |
life.sc. | physique de l'atmosphère | φυσική της ατμόσφαιρας |
gen. | pression de 1 atmosphère | πίεση μίας ατμόσφαιρας |
environ., R&D. | Programme mondial de recherches sur l'atmosphère | Παγκόσμιο Πρόγραμμα Ατμοσφαιρικής Ερευνας |
el. | propagation dans l'atmosphère | ατμοσφαιρική διάδοση |
med. | radiation diffuse émanée par l'atmosphère | διάχυτη ακτινοβολία |
med. | radiation diffuse émanée par l'atmosphère | ακτινοβολία του ουρανού |
nat.sc. | rayonnement solaire hors atmosphère | μηδενική οπτική μάζα |
nat.sc. | rayonnement solaire hors atmosphère | εξωατμοσφαιρική οπτική μάζα ή πάχος |
oil | rejet dans l'atmosphère | εξαέρωση |
environ. | réchauffement de l'atmosphère | Υπερθέρμανση του πλανήτη |
gen. | réchauffement de l'atmosphère | υπερθέρμανση του πλανήτη |
life.sc., el. | régions ionisées de l'atmosphère | ιονισμένες περιοχές της ατμόσφαιρας |
industr., construct., chem. | répartition d'atmosphère | Διανομή αερίου |
environ. | science de l'atmosphère | επιστήμες της ατμόσφαιρας |
life.sc. | sciences de l'atmosphère | επιστήμες της ατμόσφαιρας |
agric., mech.eng. | silos pour le stockage dit en atmosphère confiée | σιρός για αποθήκευση σε ατμόσφαιρα προστασίας |
met. | situation d'atmosphère agressive | διαβρωτικό περιβάλλον |
met. | soudage a l arc en atmosphere inerte | συγκόλληση τόξου σε αδρανή ατμόσφαιρα |
met. | soudage a l arc en atmosphere inerte avec electrode non fusible | συγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο και μη αναλώμενο ηλεκτρόδιο |
met., el. | soudage manuel à l'arc en atmosphère inerte avec électrode fusible | χειροκίνητη ηλεκτροσυγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο |
el. | soudage à l'arc en atmosphère active | συγκόλληση με τόξο σε ενεργή ατμόσφαιρα |
el. | soudage à l'arc en atmosphère active | συγκόλληση ΜΕΑ |
el. | soudage à l'arc en atmosphère inerte | συγκόλληση με τόξο σε αδρανή ατμόσφαιρα |
el. | soudage à l'arc en atmosphère inerte | συγκόληση ΜΑΑ |
el. | soudage à l'arc en atmosphère inerte avec électrode de tungstène | συγκόλληση με τόξο σε αδρανή ατμόσφαιρα με ηλεκτρόδιο από βολφράμιο |
el. | soudage à l'arc en atmosphère inerte avec électrode de tungstène | συγκόλληση ΒΑΑ |
met. | soudage à l'arc en atmosphère inerte avec électrode réfractaire | συγκόλληση τόξου με αδρανές αέριο και μη αναλώμενο ηλεκτρόδιο |
industr., construct. | souillure par atmosphère | αιθαλορρύπανση |
gen. | soupape de décharge de vapeur à l'atmosphère | βαλβίδα εκτονώσεως του ατμού στην ατμόσφαιρα |
industr., construct., chem. | station de préparation d'atmosphère | Aναμικτήρ αερίων |
mater.sc. | stockage en atmosphère confinée | αποθήκευση σε μη ανανεώσιμη ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | stockage en atmosphère contrôlée | απόθεση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
agric., food.ind. | stockage en atmosphère contrôlée | αποθήκευση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
mater.sc. | stockage en atmosphère inerte | αποθήκευση σε αδρανή ατμόσφαιρα |
earth.sc., phys.sc. | structure de l'indice de réfraction de l'atmosphère | δομή δείκτη διάθλασης της ατμόσφαιρας |
environ. | structure thermique de l'atmosphère | θερμοκρασιακή δομή της ατμόσφαιρας |
environ. | surveillance de l'atmosphère | παρακολούθηση της ατμόσφαιρας |
transp. | système de transport en atmosphère raréfiée | σύστημα ατμοσφαιρικής εκκένωσης |
transp. | système à atmosphère raréfiée | σύστημα ατμοσφαιρικής εκκένωσης |
agric. | séchage en atmosphère contrôlée | ξήρανση σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
tech., industr., construct. | taux de reprise d'humidité en atmosphère normale | ανάκτηση υγρασίας σε τυπική ατμόσφαιρα |
industr., construct. | taux d'équilibre par rapport à l'atmosphère | ισορροπία υγρασιακού περιεχομένου |
industr., construct. | taux d'équilibre par rapport à l'atmosphère | αντισταθμιστική υγρασία |
life.sc. | teneur en eau à quinze atmosphères | περιεκτικότης εις ύδωρ εις 15 ατμοσφαίρας |
environ. | teneur en ozone d'une colonne de l'atmosphère | περιεκτικότητα κατακόρυφης ατμοσφαιρικής στήλης σε όζον |
el. | Traité interdisant les essais d'armes nucléaires dans l'atmosphère, dans l'espace extra-atmospherique et sous l'eau | Συνθήκη περί μερικής απαγόρευσης των πυρηνικών δοκιμών |
el. | Traité interdisant les essais d'armes nucléaires dans l'atmosphère, dans l'espace extra-atmospherique et sous l'eau | Συμφωνία που απαγορεύει τις πυρηνικές δοκιμές στην ατμόσφαιρα, το απώτερο διάστημα και τον υποβρύχιο χώρο |
nucl.phys. | Traité interdisant les essais d'armes nucléaires dans l'atmosphère, dans l'espace extra-atmosphérique et sous l'eau | Συνθήκη "περί απαγορεύσεως των δοκιμών πυρηνικών όπλων εις την ατμόσφαιραν, το εκτός της ατμοσφαίρας διάστημα και υπό το ύδωρ" |
life.sc. | travail en atmosphère pressurisée | εργασία υπό αυξημένη ατμοσφαιρική πίεση |
med. | travail en atmosphère surchauffée | εργασία υπό υψηλή θερμοκρασία |
lab.law. | utilisation dans des atmosphères explosibles | χρήση σε περιβάλλον επικίνδυνο για έκρηξη |
transp., mech.eng. | valve de mise à l'atmosphère de conduite générale | βαλβίδα πέδησης κινδύνου |
transp., mech.eng. | valve de mise à l'atmosphère de conduite générale | βαλβίδα πέδησης έκτακτης ανάγκης |
nat.sc., agric. | viande conditionnée sous atmosphère controlée | κρέας που έχει συσκευασθεί σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα |
commun., astronaut., transp. | vitesse de rentrée dans l'atmosphère terrestre | ταχύτητα επανεισόδου |
environ. | zone de forte pollution de l'atmosphère urbaine | περιοχή υψηλής αστικής ατμοσφαιρικής ρύπανσης |
environ. | échantillon d'atmosphère urbaine | αστικό δείγμα |
earth.sc., life.sc. | électricité de l'atmosphère | ατμοσφαιρικός ηλεκτρισμός |