Subject | French | Greek |
met. | action nocive de certains agents tensioactifs | επιβλαβής επίδραση ορισμένων επιφανειακά ενεργών ουσιών |
chem. | activité impliquant des agents chimiques | δραστηριότητα όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες |
agric. | age en acier coulé | σταβάρι από λιωμένο χάλυβα |
agric. | age en acier coulé | επεξεργασμένο σταβάρι |
agric. | age en col de cygne | σταβάρι τύπου "λαιμός κύκνου" |
agric. | age en col de cygne | σταβάρι με καμπυλωτό τμήμα |
agric., mech.eng. | age en tube rectangulaire | σταβάρι με σωλήνα ορθογώνιας διατομής |
agric. | age forgé | σφυρηλατημένο σταβάρι |
agric., mech.eng. | age principal | κύριο σταβάρι |
agric., mech.eng. | age principal | κύρια δοκός |
agric. | age profilé | σταβάρι σταθερής διατομής |
agric. | age profilé | σταβάρι από καλούπι |
agric., mech.eng. | age secondaire | οπίσθια δοκός |
agric., mech.eng. | age secondaire | δευτερεύον σταβάρι |
agric., mech.eng. | age support du disque | μεταλλικό στήριγμα |
agric., mech.eng. | age support du disque | μεταλλικό υποστήριγμα δίσκου |
agric., mech.eng. | age support du disque | μεταλλικό πλαίσιο |
agric., mech.eng. | age tubulaire | σωληνοειδές σταβάρι |
agric., mech.eng. | age tubulaire | σωληνοειδής ιστοβεύς |
agric., mech.eng. | age tubulaire | σωληνοειδές βαστάρι |
agric., chem. | agent additif | πρόσθετο |
agric., chem. | agent adhésif | προσκολλητική ουσία |
comp., MS | Agent AIT | Παράγοντας ΑΙΤ |
pharma., chem. | agent alcoylant | αλκυλιωτικός παράγων |
pharma., chem. | agent alkylant | αλκυλιωτικός παράγοντας |
pharma., chem. | agent alkylant | αλκυλιωτικός παράγων |
med. | agent allergisant | αλλεργιογόνος παράγων |
chem. | agent améliorant | βελτιωτικό πρόσθετο |
chem. | agent anti-adhérant | αντικολλητική ουσία |
chem. | agent anti-adhérant | antiblocking |
chem., met. | agent antiadhérent | αντιπροσφυτικό |
med. | agent antibactérien | βακτηριοκτόνο |
chem. | agent antibleu | παράγοντας κατά των ευρωτομυκήτων |
chem. | agent anti-blocant | αντικολλητική ουσία |
chem., met. | agent antiblocking | αντιπροσφυτικό |
med. | agent anticancéreux | αντικαρκινογόνος παράγοντας |
med. | agent antidiabétique | αντιδιαβητικός παράγων |
chem. | agent antidéposant | αντικαθιζητικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | agent anti-détonant | αντικροτικό προϊόν |
nat.sc., environ., chem. | agent anti-détonant | προσθετικό για την καταπολέμηση της κρουστικής καύσης |
nat.sc., environ., chem. | agent anti-détonant | αντικροτικό |
gen. | agent anti-détonant | πρόσθετο για την αύξηση του αριθμού οκτανίου |
nat.sc., environ., chem. | agent anti-détonant | αντικρουστικό πρόσθετο |
nat.sc., environ., chem. | agent anti-détonant | αντικροτικό πρόσθετο |
chem. | agent antiflamboyant | αντιφουσκωτικό |
chem. | agent antiflamboyant | αντιξεχειλιστικό |
chem., met. | agent antifriction | ολισθητικός παράγων |
chem. | agent antigrésillement | αντισυσταλτικό |
chem. | agent antigélatinisant | αντιπηκτικό |
food.ind., chem. | agent antimottant | λυτική ουσία |
chem. | agent anti-moussant | αντιαφριστικός παράγοντας |
agric., food.ind., chem. | agent antimousse | αντιαφριστικό |
food.ind., chem. | agent antimousse | αντιαφριστική ουσία |
chem. | agent anti-mousse | αντιαφριστικός παράγοντας |
chem. | agent antimousse | αντιαφριστικός παράγοντας |
food.ind., chem. | agent antimousse | αντιαφριστικό μέσο |
med. | agent antinéoplasique | αντικαρκινογόνος παράγοντας |
mater.sc., chem. | agent anti-oxydant | παρεμποδιστής οξείδωσης |
mater.sc., chem. | agent anti-oxydant | αντιοξειδωτικό |
chem. | agent anti-oxygène | αντιοξειδωτικά |
chem. | agent anti-peau | παράγοντας κατά της δημιουργίας κρούστας |
chem. | agent antipeaux | αντιπετσωτικό πρόσθετο |
gen. | agent antipromoteur | ανταγωνιστικοί παράγοντες |
gen. | agent anti-promoteur | ανταγωνιστικοί παράγοντες |
chem. | agent antiredéposition | παράγοντας αντιεναπόθεσης |
chem. | agent antiride | αντιρυτιδωτικό |
chem., met. | agent anti-rouille | αντισκωριακό πρόσθετο |
gen. | agent antistatique | αντιστατικό μέσο |
gen. | agent anti-ultraviolet | UV σταθεροποιητής |
gen. | agent anti-UV | UV σταθεροποιητής |
chem. | agent antiélectrostatique | αντιηλεκτροστατικός παράγοντας |
chem. | agent antiémeute | παράγοντας ελέγχου ταραχών |
chem., met. | agent anti-épaississant | αντιπαχυντικό |
gen. | agent aqueux | ένυδρο μέσο |
med. | agent aromatisant | αρωματικός παράγοντας |
law | agent assisté d'un conseil ou d'un avocat inscrit à un barreau de l'un des Etats membres | εκπρόσωπος επικουρούμενος από σύμβουλο ή δικηγόρο εγγεγραμμένο σε δικηγορικό σύλλογο ενός των κρατών μελών |
chem. | agent auxiliaire de la combustion | βοηθητικός παράγων καύσεως |
chem. | agent auxiliaire de l'oxygénation | βοηθητικός παράγων οξυγονώσεως |
chem. | agent blanchissant optique | παράγοντας οπτικής λευκάνσεως |
chem. | agent blanchissant optique | λευκαντική ουσία |
chem. | agent C | παράγων χημικού πολέμου |
chem. | agent C incapacitant | εξουδετερωτικός παράγοντας χημικού πολέμου |
med. | agent cancérogène | καρκινογόνος ουσία |
health. | agent cancérogène | καρκινογόνα ουσία |
med. | agent cancérogène génotoxique | γενοτοξικό καρκινογόνο |
health. | agent carcinogène | καρκινογόνος ουσία |
health. | agent carcinogène | καρκινογόνα ουσία |
med. | agent causal | αιτιώδης παράγων |
gen. | agent chargé de la remise | παραδίδων υπάλληλος |
gen. | agent chargé de la réadmission | παραλαμβάνων υπάλληλος |
fin. | agent chargé du recouvrement de l'impôt retenu à la source | φορολογικός πράκτορας |
med. | agent chimiothérapeutique | θεραπευτικοί παράγοντες |
chem. | agent chimique | χημικός παράγοντας |
chem. | agent chimique dangereux | επιβλαβής χημικός παράγοντας |
gen. | agent chimique létal | θανατηφόρος χημική ουσία |
agric., food.ind., chem. | agent chélatant | συμπλοκοποιητής; χηλητής; χηλικά σύμπλοκα ή χηλικές ουσίες |
agric., food.ind., chem. | agent chélateur | συμπλοκοποιητής; χηλητής; χηλικά σύμπλοκα ή χηλικές ουσίες |
chem. | agent coagulant | πτητική ουσία |
med. | agent cocancérogène | συνκαρκινογόνο |
med. | agent cocarcinogène | συνκαρκινογόνο |
chem. | agent complexant | συμπλοκοποιητής |
chem. | agent complexant | συμπλεκτικό αντιδραστήριο |
agric., mater.sc. | agent conservant | συντηρητικό μέσο |
gen. | agent constituant l'escorte | συνοδεύων υπάλληλος |
gen. | agent contrôleur | ελεγκτικός υπάλληλος γραµµατείας |
gen. | agent cynéphile de sécurité | συνοδός αστυνομικού σκύλου |
pharma., chem. | agent d'alcoylation | αλκυλιωτικός παράγων |
pharma., chem. | agent d'alcoylation | αλκυλιωτικός παράγοντας |
agric., food.ind., chem. | agent d'aromatisation | γευστική ύλη |
agric., food.ind., chem. | agent d'aromatisation | αρωματική ουσία |
environ., industr., chem. | agent d'augmentation de la résistance à l'humidité | ενισχυτικό αντοχής σε διαβροχή |
chem. | agent de blanchiment optique | λευκαντική ουσία |
patents. | agent de brevet | σύμβουλος σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ; πράκτορας διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας |
tech., chem. | agent de calcination | βοηθητική ύλη για την αποτέφρωση |
agric., food.ind., chem. | agent de charge | διογκωτικό |
agric. | agent de charge | έρμα |
agric., food.ind., chem. | agent de chélation | συμπλοκοποιητής; χηλητής; χηλικά σύμπλοκα ή χηλικές ουσίες |
gen. | agent de congrès | επαγγελματίας οργανωτής συνεδρίων |
environ., food.ind., chem. | agent de conservation | συντηρητική ουσία |
gen. | agent de contact | αστυνομικός σύνδεσμος |
busin., labor.org. | agent de direction | υπάλληλος διεύθυνσης |
busin., labor.org. | agent de direction | στέλεχος επιχείρησης |
gen. | agent de dissuasion | όπλο αποτροπής |
gen. | agent de dissuasion | δύναμη αποτροπής |
tax. | agent de dédouanement | εκτελωνιστής |
gen. | agent de développement local et régional | τοπικός και περιφερειακός αναπτυξιακός φορέας |
agric., food.ind. | agent de glisse | πρόσθετα που διευκολύνουν την κατάποση |
gen. | agent de la Cour des comptes | υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
agric. | agent de lest | έρμα |
gen. | agent de liaison | αξιωματικός-σύνδεσμος |
mater.sc., el. | agent de nucléation | αντιδραστήριο πυρογέννησης |
gen. | agent de police | αστυνομικό όργανο |
gen. | agent de poste frontière | προσωπικό μεθοριακού σταθμού |
tech. | agent de propulsion liquide | υγρό προωθητικό καύσιμο |
tech. | agent de propulsion solide | στερεό προωθητικό καύσιμο/στερεή προωθητική ουσία |
agric. | agent de prévention | πυροφύλαξ |
transp. | agent de quai chargé de l'exploitation des trains | επιβλέπων |
transp. | agent de quai chargé de l'exploitation des trains | ελεγκτής |
el. | agent de quart | μηχανικός χειρισμών |
agric., polit. | agent de remplacement | υπάλληλος που εκτελεί χρέη αντικαταστάτη |
industr., construct. | agent de résistance à l'état humide | βοηθητικό για την αύξηση της αντοχής μετά από διαβροχή |
agric., food.ind., chem. | agent de sapidité | γευστική ύλη |
agric., food.ind., chem. | agent de sapidité | αρωματική ουσία |
law, lab.law. | agent de surveillance | επιστάτης |
transp., avia. | agent de sécurité à bord d'un avion | ιπτάμενο προσωπικό ασφαλείας |
agric., food.ind. | agent de traitement de la farine | μέσο επεξεργασίας αλεύρου ; βελτιωτικό αλεύρου |
transp. | agent de voie | υπάλληλος γραμμής |
hobby, transp. | agent de voyages | γραφείο ταξιδίων |
agric., food.ind. | agent d'enrobage | επικαλυπτικό μέσο ; υλικό επικάλυψης |
gen. | agent d'escorte | συνοδεύων υπάλληλος |
chem. | agent desséchant | αποξηραντικό μέσο |
chem. | agent desséchant | ξηραντική ουσία |
chem. | agent desséchant | αποξηραντική ουσία |
mater.sc. | agent d'extinction | πυροσβεστικό υλικό |
mater.sc. | agent d'extinction | μέσον κατάσβεσης |
mater.sc. | agent d'extinction aolide | στερεό κατασβεστικό υλικό |
mater.sc. | agent d'extinction aolide | ξηρή σκόνη |
gen. | agent d'extinction d'incendie | μέσο πυρόσβεσης |
mater.sc. | agent d'extinction gazeux | αέριο κατασβεστικό υλικό |
mater.sc. | agent d'extinction liquide | υγρό κατασβεστικό υλικό |
mater.sc. | agent d'extinction sec | στερεό κατασβεστικό υλικό |
mater.sc. | agent d'extinction sec | ξηρή σκόνη |
gen. | agent d'exécution | εκτελεστικός υπάλληλος |
med., chem. | agent d'irritation de la peau | Eρεθιστικά δέρματος |
lab.law. | agent du cadre permanent | μόνιμο στέλεχος |
med. | agent du coryza du chimpanzé | Συγκυτιακός αναπνευστικός ιός |
patents. | agent du titulaire de la marque | ειδικός πληρεξούσιος του νόμιμου δικαιούχου του σήματος |
patents. | agent du titulaire légitime de la marque | ειδικός πληρεξούσιος του νόμιμου δικαιούχου του σήματος |
chem., met. | agent durcissant | σκληρυντής |
IT | agent d'usager du système de messagerie de personne à personne | πράκτορας χρήστη συστήματος διαπροσωπικής ανταλλαγής μηνυμάτων |
IT | agent d'usager du système de messagerie de personne à personne | πράκτορας χρήστη IPMS |
gen. | agent délégué | εξουσιοδοτημένος υπάλληλος |
chem. | agent déshydratant | αποξηραντική ουσία |
chem. | agent déshydratant | ξηραντική ουσία |
chem. | agent déshydratant | αποξηραντικό μέσο |
gen. | agent d'établissement du Centre commun de recherches nucléaires CCRN | μέλος του προσωπικού εγκατάστασης του Κοινού Κέντρου Πυρηνικών Ερευνών |
med. | agent d'étalonnage | μέσο βαθμονόμησης |
industr., construct. | agent empêchant le démaillage | παράγοντας που αποτρέπει την καταστροφή της ύφανσης |
forestr. | agent en bois | αντιπρόσωπος ξυλείας |
gen. | agent extincteur | μέσο πυρόσβεσης |
chem. | agent filmogène | φιλμογενής παράγοντας |
chem. | agent filmogène | μεμβρανογενής παράγοντας |
chem. | agent filmogène | υμενογόνος παράγοντας |
forestr. | agent forestier | δασολόγος στη δημόσια δασική υπηρεσία |
chem. | agent frigorigène | ψυκτικό ρευστό |
chem. | agent frigorigène | ψυκτικό μέσο |
chem., mech.eng. | agent frigorigène chlorofluorocarboné | ψυκτικός χλωροφθοράνθρακας |
chem., mech.eng. | agent frigorigène chlorofluorocarboné | χλωροφθορανθρακικό ψυκτικό υγρό |
chem., mech.eng. | agent frigorigène chlorofluorocarboné | χλωροφθορανθρακικό ψυκτικό |
chem., met. | agent glissant | ολισθητικός παράγων |
chem. | agent gélifiant | ζελατινοποιητικός παράγοντας |
gen. | agent gélifiant | πηκτικό ; πηκτωματοποιητής |
med. | agent infectieux | λοιμογόνος παράγοντας |
chem. | agent insecticide | εντομοκτόνο πρόσθετο |
med. | agent leucémogène | λευχαιμογόνος παράγων |
med. | agent leucémogène | λευχαιμογόνος ουσία |
chem. | agent liant | συνδετική ουσία |
med. | agent lipotrope | λιποτροπικός παράγοντας |
agric., chem. | agent liquide pour ensilage | προσθετικό υγρό ενσίρωσης |
gen. | agent lié | συνδεδεμένος αντιπρόσωπος |
gen. | Agent Local d'Assistance Technique | Τοπικός Υπάλληλος Τεχνικής Βοηθείας |
chem. | agent matant | ματαριστικό |
chem. | agent mouillant | ουσία μουλιάσματος |
chem. | agent mouillant | διαβρέκτης |
chem. | agent mouillant | ουσία ύγρανσης |
chem. | agent mouillant | διαβρεκτικό προϊόν |
chem. | agent mouillant | αντιδραστήριο διαβροχής |
health., nat.sc. | agent mutagène | μεταλλαξιογόνος |
gen. | agent méthémoglobinisant | παράγοντας σχηματισμού μεθαιμοσφαιρίνης |
chem. | agent neurotoxique | αέριο που προκαλεί παράλυση του νευρικού συστήματος |
med., pharma. | agent neurotoxique | νευροτοξική ουσία |
chem. | agent nonionactif | μη ιονενεργό μέσο |
med. | agent oncogène | ογκογεννητικός παράγων |
chem. | agent oxydant | οξειδωτικό αντιδραστήριο |
chem. | agent oxydant | οξειδωτικό |
med. | agent pathogène | παθογόνος μικροοοργανισμός |
med. | agent pathogène | παθογόνος παράγοντας |
med. | agent pathogène | παθογόνος οργανισμός |
gen. | agent pathogène | παθογόνος παράγοντας' παθογόνος οργανισμός |
chem., met. | agent patine | πατίνα |
chem. | agent peptisant | παράγων διασποράς |
lab.law. | agent permanent | μόνιμο στέλεχος |
agric., chem. | agent pour ensilage | προσθετικά ενσίρωσης |
agric., chem. | agent protecteur | φυτοαντίδοτo |
gen. | agent public | δημόσιος λειτουργός |
gen. | agent public nommé | διορισμένος αξιωματούχος |
chem. | agent refroidissant | ψυκτικό μέσο |
immigr. | agent responsable du traitement d’une demande de protection internationale | Υπεύθυνος αξιωματικός της διεθνούς αίτησης |
med. | agent retard | παράγων βραδείας αποδέσμευσης |
med. | agent retard | παράγων βραδείας έκλυσης |
chem., met. | agent réactif | σκληρυντής |
chem. | agent réducteur | αναγωγικό μέσο |
chem. | agent réducteur fort | ισχυρό αναγωγικό μέσο |
chem. | agent réfrigérant | ψυκτικό ρευστό |
chem. | agent réfrigérant | ψυκτικό μέσο |
agric. | agent réfrigérant | ψυκτικόκν. |
agric., mech.eng. | agent réfrigérant gazeux | ψυκτικό αέριο |
agric., mech.eng. | agent réfrigérant liquide | ψυκτικό υγρό |
transp. | agent s'estimant lésé | πράκτορας ο οποίος θεωρεί ότι θίγεται |
chem. | agent siccatif | ξηραντικό αντιδραστήριο |
environ., food.ind., chem. | agent solidifiant | πηκτωματογονος παράγοντας |
environ., food.ind., chem. | agent solidifiant | ουσία πηκτωμάτωσης |
chem. | agent solvant associé | συνδιαλύτης |
chem. | agent stabilisant | στερεοποιητής |
chem. | agent stabilisant | σταθεροποιητική ουσία |
chem. | agent stabilisant | σταθεροποιητής |
chem. | agent stabilisant | σταθεροποιητές |
chem. | agent stabilisant de viscosité | σταθεροποιητής του ιξώδους |
chem., met. | agent stabilisateur | σταθεροποιητικό |
chem. | agent stabilisateur | στερεοποιητής |
chem. | agent stabilisateur | σταθεροποιητική ουσία |
chem. | agent stabilisateur | σταθεροποιητής |
health. | agent stressant | παράγοντας άγχους |
chem. | agent stérilisateur | αποστειρωτικό μέσο |
chem. | agent stérilisateur | αποστειρωτική ουσία |
industr., chem. | agent surfactant | επιφανειοδραστική ουσία |
industr., chem. | agent surfactant | επιφανειακά ενεργό αντιδραστήριο |
med. | agent symbiotique | συμβιωτικός παράγων |
chem. | agent séquestrant | συμπλεκτικό αντιδραστήριο |
gen. | Agent technique chef de travaux | Tεχνικός υπάλληλος επικεφαλής εργαστηρίου |
industr., chem. | agent tensio-actif | επιφανειακά ενεργό αντιδραστήριο |
chem. | agent tensioactif | διαβρέκτης |
chem. | agent tensioactif | επιφανειοδραστική ουσία |
chem. | agent tensio-actif | επιφανειοδραστική ουσία |
gen. | agent thermique | Θερμικός παράγοντας |
chem. | agent thixotropique | θιξοτροπικός παράγοντας |
med. | agent transmissible non conventionnel | μη συμβατικός μεταδοτικός παράγοντας |
med. | agent utilisé en vue de diagnostiquer l'état d'immunité | παράγων που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση του βαθμού ανοσοποιήσεως |
med. | agent utilisé en vue de provoquer une immunité active | παράγων που χρησιμοποιείται για την πρόκληση ενεργητικής ανοσοποιήσεως |
med. | agent utilisé en vue de provoquer une immunité passive | παράγων που χρησιμοποιείται για την πρόκληση παθητικής ανοσοποιήσεως |
chem. | agent viscosant | παχυντικό |
chem. | agent viscosant | ιξωδοαυξητικό |
chem. | agent vulcanisant | παράγοντας βουλκανισμού |
med., chem. | agent vésicant | Eρεθιστικά δέρματος |
gen. | agent vésicant | φλυκταινογόνος ουσία |
econ., commer. | agent économique | οικονομικοί φορείς |
econ., commer. | agent économique | οικονομικοί παράγοντες |
chem. | agent émulsif | γαλακτοματοποιητής |
chem. | agent émulsifiant | γαλακτοματοποιητής |
agric., food.ind., chem. | agent émulsifiant | γαλακτωματοποιητής |
chem. | agent émulsionnant | γαλακτοματοποιητής |
agric., food.ind., chem. | agent épaississant | πυκνωτικό |
chem. | agent épaississant | παχυντικό |
chem. | agent épaississant | ιξωδοαυξητικό |
pharma. | agents anti-infectieux | φάρμακα κατά των λοιμώξεων |
chem. | agents antimousses | αντιαφριστικό μέσο |
pharma. | agents antiparasitaires | φάρμακα δρώντα κατά των παρασίτων |
pharma. | agents antiparasitaires | αντιπαρασιτικό |
life.sc. | agents atmosphériques | ατμοσφαιρικοί παράγοντες |
ed. | agents ayant un effet multiplicateur | παράγοντες των οποίων ο ρόλος έχει πολλαπλασιαστικό χαρακτήρα |
industr., construct., chem. | agents aéroportés | Aερομεταφερόμεναι ύλαι |
pharma. | agents chimiothérapiques | χημειοθεραπευτικά |
pharma. | agents chimiotérapiques | xημειοθεραπευτικά |
med. | agents chélateurs | χηλικές ενώσεις |
law | agents,conseils et avocats comparaissant devant la Cour | εκπρόσωποι, σύμβουλοι και δικηγόροι παριστάμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου |
chem. | agents d'addition dispersants | μέσο διασποράς |
gen. | agents d'animation économique | στελέχη για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας |
market. | agents de change | χρηματομεσίτες |
food.ind. | agents de charge | διογκωτικοί παράγοντες |
health. | agents de charge | δύσπεπτες ουσίες |
immigr., tech. | agents de collage et charges | κόλλες και βαρυντικές ουσίες |
agric. | agents de crédit | φορείς έγκρισης πιστώσεων |
chem., el. | agents de gonflement de la corde | διογκωτικά καννάβου |
gov., fin., econ. | agents de haute qualification scientifique ou technique | προσωπικό με υψηλά επιστημονικά και τεχνικά προσόντα |
gen. | agents de la Cour de comptes | υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
health. | agents de lest | δύσπεπτες ουσίες |
immigr. | Agents de liaison chargés de l'immigration | αξιωματικός σύνδεσμος για τη μετανάστευση |
immigr. | Agents de soutien au renseignement de Frontex | Αξιωματικοί Στήριξης Πληροφοριών Ασφαλείας του Frontex |
chem. | agents de surface anioniques | ανιονικός τασιενεργός παράγων |
unions. | Agents de sécurité | Αξιωματικoί Ασφαλείας |
food.ind. | agents de traitement de la farine | βελτιωτικά αλεύρων |
food.ind. | agents d'enrobage | υλικά για γλασάρισμα |
gen. | agents des administrations fiscales | υπάλληλοι των δημοσιονομικών υπηρεσιών |
gen. | agents des bureaux de vote | μέλος εφορευτικής επιτροπής |
gen. | agents d'exploitation | προσωπικό λειτουργίας |
environ. | agents directeurs | Αρμόδιοι για τη χάραξη πολιτικής |
agric. | agents du feu | παράγοντες πυρκαγιάς |
industr., construct., chem. | agents entraînés par l'air | Aερομεταφερόμεναι ύλαι |
gen. | agents et commissionnaires en douane | εκτελωνιστές |
transp., avia. | agents extincteurs | παράγων σβέσης |
fin. | agents fiscaux | δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι |
earth.sc., mech.eng. | agents frigorigènes | ψυκτικές ουσίες |
earth.sc., mech.eng. | agents frigorigènes | ψυκτικά |
health., pharma. | agents infectieux | μολυσματικοί παράγοντες |
IT | agents locaux | τοπικοί υπάλληλοι |
unions. | agents locaux | τoπικοί υπαλλήλοι |
econ. | agents locaux des administrations publiques nationales opérant en dehors du pays | τοπικοί υπάλληλοι γενικών κυβερνητικών υπηρεσιών που βρίσκονται έξω από τη χώρα |
food.ind. | agents moussants | αφριστικοί παράγοντες |
life.sc. | agents naturels | φυσικοί παράγοντες |
gen. | agents NBC | πυρηνικά, βακτηριολογικά και χημικά μέσα |
gen. | agents NBC | ατομικά, βιολογικά και χημικά μέσα |
gen. | agents nucléaires, bactériologiques et chimiques | ατομικά, βιολογικά και χημικά μέσα |
gen. | agents nucléaires, bactériologiques et chimiques | πυρηνικά, βακτηριολογικά και χημικά μέσα |
unions. | Agents qualifiés | Ειδικευμέvoι Εργάτες |
law | agents représentant un Etat | εκπρόσωποι κράτους |
fin. | agents soumis aux vérifications de la Cour des comptes | υπάλληλοι υποκείμενοι στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
gen. | agents spécifiques | ειδικοί παράγοντες |
nat.sc. | agents stimulants | διεγερτικοί παράγοντες |
gen. | agents temporaires | έκτακτοι υπάλληλοι |
account. | agents économiques | οικονομικοί παράγοντες |
econ., industr. | agents économiques | οικονομικοί φορείς |
polit., loc.name., fin. | agents économiques régionaux et locaux | περιφερειακοί και τοπικοί οικονομικοί παράγοντες |
patents. | agents éminemment qualifiés | υπάλληλοι εξόχως ειδικευμένοι |
agric., food.ind. | aliment de deuxième âge | τροφές δεύτερης ηλικίας |
econ. | anticipations des agents economiques | προβλέψεις των οικονομικών παραγόντων |
industr. | Association néerlandaise des agents immobiliers | Ολλανδική ΄Ενωση Κτηματομεσιτών |
industr., construct., met. | attaque par les agents atmosphériques | ιριδισμός επιφάνειας από πολύχρονη αποθήκευση |
transp. | autorisation générale permettant de nommer tous les agents | γενική συμφωνία για το διορισμό όλων των πρακτόρων |
agric., food.ind. | beurre d'âge | βούτυρο ηλικίας |
tech., industr., construct. | blanchiment par agents fluorescents | λεύκανση με φθορίζουσες ουσίες |
agric. | cadre,2)agent d'application,3)agent d'exécution | υπάλληλος εφαρμογής |
agric. | cadre,2)agent d'application,3)agent d'exécution | εκτελεστικός υπάλληλος |
agric. | cadre,2)agent d'application,3)agent d'exécution | στέλεχος, |
med. | changement d'agent pathogène | αλλαγή παθογόνου παράγοντα |
agric. | charrue tourne-sous-age | περιστρεφόμενο άροτρο |
gen. | citoyen en âge de vote | πολίτης που έχει ηλικία ψήφου |
agric. | classe d'âge | κατηγορία βάσει ηλικίας |
industr., construct. | colle à agent moussant | αφρώδης κόλλα |
industr., construct. | colle à agent moussant | αφρόκολλα |
patents. | Comité des instituts nationaux d'agents de brevets | Επιτροπή Εθνικών Ινστιτούτων Πρακτόρων Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας |
gov. | comité paritaire pour les actions sociales en faveur des fonctionnaires et agents en service à ... | Επιτροπή Ισης Εκπροσώπησης για τις Κοινωνικές Δράσεις υπέρ των Υπαλλήλων που υπηρετούν σε... |
health., lab.law. | Comité pour l'adaptation au progrès technique - Protection des travailleurs contre les risques liés à une exposition à des agents chimiques, physiques et biologiques pendant le travail | επιτροπή για την προσαρμογή των οδηγιών στην τεχνική πρόοδο σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που παρουσιάζονται σαν συνέπεια της έκθεσής τους κατά τη διάρκεια της εργασίας σε χημικά, φυσικά και βιολογικά μέσα |
health. | Comité scientifique en matière de limites d'exposition professionnelle à des agents chimiques | επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης κατά τη διάρκεια της εργασίας |
health., lab.law. | Comité scientifique en matière de limites d'exposition professionnelle à des agents chimiques | Επιστημονική επιτροπή για τα όρια έκθεσης κατά τη διάρκεια της εργασίας, σε χημικές ουσίες |
gen. | commis d'agent de change | αντικρυστής |
transp. | conduite à un seul agent | οδήγηση μηχανών έλξης με ένα μόνο μηχανοδηγό |
med. | Conférence interdisciplinaire sur les agents antimictobiens et la chimiothérapie | διεπιστημονικό συνέδριο για τους αντιμικροβιακούς παράγοντες και τη χημειοθεραπεία |
gen. | congé supplémentaire pour l'âge | πρόσθετη άδεια ανάλογα με την ηλικία |
mater.sc. | conteneur d'agent extincteur | δοχείο πυροσβεστικής ουσίας |
agric. | Convention concernant l'âge d'admission des enfants au travail dans l'agriculture | Σύμβαση περί του κατωτάτου ορίου ηλικίας εισόδου εις την απασχόλησιν |
gen. | Convention concernant l'âge d'admission des enfants aux travaux non industriels | Σύμβαση για το κατώτατο όριο ηλικίας των ανηλίκων στις μη βιομηχανικές εργασίες |
gen. | Convention européenne relative à la suppression de la légalisation des actes établis par les agents diplomatiques ou consulaires | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων των συνταχθέντων υπό διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων" |
gen. | Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants au travail maritime révisée en 1936 | Σύμβαση "περί ελαχίστου ορίου ηλικίας παραδοχής παίδων εν τη ναυτική υπηρεσία" αναθεωρημένη |
gen. | Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants au travail maritime | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εν τη ναυτική εργασία" |
gen. | Convention fixant l'âge minimum d'admission des enfants aux travaux industriels | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας των ανηλίκων εις τας βιομηχανικάς εργασίας" |
gen. | Convention fixant l'âge minimum d'admission des jeunes gens au travail en qualité de soutiers ou chauffeurs | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" |
crim.law. | Convention sur la lutte contre la corruption d'agents publics étrangers dans les transactions commerciales internationales | Σύμβαση για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημόσιων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές |
gen. | Convention sur la prévention et la répression des infractions contre les personnes jouissant d'une protection internationale, y compris les agents diplomatiques | Σύμβαση για την πρόληψη και την τιμωρία εγκλημάτων που στρέφονται κατά των διεθνώς προστατευομένων προσώπων συμπεριλαμβανομένων και των διπλωματικών αντιπροσώπων |
gen. | Convention sur le consentement au mariage, l'âge minimum du mariage et l'enregistrement des mariages | Σύμβαση για τη συναίνεση σε γάμο, το ελάχιστο όριο ηλικίας σύναψης γάμου και την επίσημη καταχώρηση των γάμων |
law | convoquer les agents des parties ou les parties en personne | κλήση των εκπροσώπων των διαδίκων ή των ιδίων των διαδίκων |
gen. | corruption d'agents publics étrangers | δωροδοκία αλλοδαπών |
agric. | de tous âges | κηπευτόν δάσος |
gen. | différence d'âge | διαφορά ηλικίας |
agric., mech.eng. | dispositif de déplacement de l'age | διάταξη πλάγιας μετατόπισης της δοκού |
agric., mech.eng. | dispositif de déplacement de l'age | διάταξη μετατοπίσεως του σταβαρίου |
law | dommage causé par ses agents dans l'exercice de leurs fonctions | ζημίες που προξενούν οι υπάλληλοι του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους |
transp. | dortoir des agents de train | κοιτώνας σιδηροδρομικών υπαλλήλων |
mater.sc. | débit d'agent d'extinction | παροχή κατασβεστικού υλικού |
environ. | déchets d'agents de conservation | Απόβλητα από υλικά συντήρησης |
interntl.trade. | Décision sur les textes se rapportant aux valeurs minimales et aux importations effectuées par des agents, distributeurs et concessionnaires exclusifs | Απόφαση για τα κείμενα σχετικά με τις ελάχιστες αξίες και τις εισαγωγές από αποκλειστικούς πράκτορες, αποκλειστικούς διανομείς και αποκλειστικούς αντιπροσώπους |
agric. | dégagement sous age | διάκενο κάτω από τον άξονα |
agric. | dégagement sous age | διάκενο κάτω από τη δοκό |
life.sc., agric. | effet des agents atmosphériques | ατμοσφαιρική αλλοίωσις |
life.sc., agric. | effet des agents atmosphériques | αποσάθρωση |
gen. | en cas de parité de voix pour l'élection des vice-présidents, le candidat est proclamé élu au bénéfice de l'âge | κατά την εκλογή αντιπροέδρου, σε περίπτωση ισοψηφίας,αντιπρόεδρος εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος |
gen. | en cas d'incendie à proximité:tous agents d'extinction autorisés | σε περίπτωση πυρκαγιάς στο άμεσο περιβάλλον:επιτρέπονται όλα τα μέσα κατάσβεσης |
med. | enfant en bas âge | νήπιο |
med. | enfant en bas âge | παιδί μικρής ηλικίας |
patents. | enregistrer une marque communautaire au nom d'un agent ou d'un représentant | καταχωρώ κοινοτικό σήμα επ'ονόματι πράκτορα ή αντιπροσώπου |
transp., tech., law | essai de résistance aux agents chimiques | δοκιμή αντοχής σε χημικές ουσίες |
med., health., anim.husb. | exempt d'agents pathogènes spécifiques | ελεύθερο ειδικών παθογόνων |
lab.law., transp. | exploitation à un agent | ένας χειριστής οχήματος |
gen. | exposition aux agents biologiques pendant le travail | έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας |
health. | exposition à des agents chimiques,physiques et biologiques pendant le travail | έκθεση σε χημικούς, φυσικούς και βιολογικούς παράγοντες, κατά την εργασία |
med. | exposition à l'agent de la maladie | έκθεση στο νοσογόνο παράγοντα |
med. | exposition à l'agent pathogène | έκθεση στο νοσογόνο παράγοντα |
chem. | expositions à agents chimiques | έκθεση σε χημικά μέσα 2) έκθεση σε χημικούς παράγοντες |
mater.sc. | extinction par agent gazeux | κατάσβεση με χρήση αερίου |
mater.sc. | extinction par jet en brouillard sous pression normale procédé dans lequel l'agent d'extinction est projeté sous pression normale à l'aide d'une pression de pompe normale allant de 5 β 1 degrés atmosphères | κατάσβεση με βολή ομίχλης κανονικής πίεσης |
gen. | femmes en âge d'enfanter | γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία |
gen. | fonctionnaire ou agent d'Etat | μόνιμος ή μη μόνιμος δημόσιος υπάλληλος |
gen. | fonctionnaire ou agent en activité | εν ενεργεία υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού |
polit., gov., law | fonctionnaires et autres agents de la Cour | μόνιμοι και λοιποί υπάλληλοι του Δικαστηρίου |
gen. | fourchettes d'âge | ψαλίδα ηλικίας |
gen. | Guide sur les obligations des fonctionnaires et agents du Parlement européen | Οδηγός σχετικά με τις υποχρεώσεις των μονίμων και λοιπών υπαλλήλων, Κώδικας συμπεριφοράς |
med. | hémopoièse en fonction de l'âge fétal | η αιμοποίηση συναρτήσει της εμβρυακής ηλικίας |
health. | intoxication par plusieurs agents | δηλητηρίαση από πολλαπλούς παράγοντες |
gen. | la responsabilité personnelle des agents envers la Communauté | η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Kοινότητος |
gen. | l'Assemblée est présidée par le doyen d'âge | στη Συνέλευση προεδρεύει το πρεσβύτερο μέλος της |
fin. | l'IME est autorisé à détenir et à gérer des réserves en devises en tant qu'agent et à la demande des banques centrales nationales | το ΕΝΙ δικαιούται να κατέχει και να διαχειρίζεται συναλλαγματικά αποθέματα αιτήσει των εθνικών κεντρικών τραπεζών,ως αντιπρόσωπός τους |
gen. | limite d'âge | όριο ηλικίας |
gen. | liste des agents électeurs | κατάλογος των εκλογέων |
law | litige entre les Communautés et leurs agents | διαφορά μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους |
med. | maladie induite par des agents externes | νόσος προκαλούμενη από εξωτερικούς παράγοντες |
patents. | marque enregistrée au nom d'un agent | σήμα που έχει καταχωρηθεί επ'ονόματι πράκτορα |
gen. | marqueur de genre et d'âge | δείκτης φύλου-ηλικίας |
comp., MS | Mise à jour de l'Agent DPS | ενημέρωση παράγοντα |
med. | mutation génique induite par des agents chimiques | μετάλλαξη γονιδίων που προκαλείται με χημικά μέσα |
med. | par âge | κατά ηλικία |
med. | par âge | ανά ηλικία |
environ. | pesticides inorganiques, biocides et agents de protection du bois | Ανόργανα εντομοκτόνα, βιοκτόνα και συντηρητικά υλικά ξύλου |
agric. | peuplement d'âge homogène | πληθυσμός όμοιας ηλικίας |
earth.sc., mech.eng. | pompe à agent réfrigérant | αντλία ψυκτικού υγρού |
law | privilège et facilité des agents,conseils et avocats | προνόμια και διευκολύνσεις των εκπροσώπων,συμβούλων και δικηγόρων |
gen. | programme de développement et d'amélioration de l'équipement de lutte contre les agents biologiques | πρόγραμμα βελτίωσης και ενίσχυσης του βιολογικού εξοπλισμού |
crim.law. | Protocole modifiant la Convention portant création d'un Office européen de police Convention Europol et le Protocole sur les privilèges et immunités d'Europol, des membres de ses organes, de ses directeurs adjoints et de ses agents | Πρωτόκολλο που τροποποιεί τη Σύμβαση για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας Σύμβαση Ευρωπόλ και το Πρωτόκολλο σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπόλ, των μελών των οργάνων της, των αναπληρωτών διευθυντών και των υπαλλήλων της |
agric. | préretraite des agriculteurs agés | προσυνταξιοδότηση των ηλικιωμένων γεωργών |
gen. | pyramide d'âge | πυραμίδα ηλικιών |
med. | pyramide d'âge par sexe | πυραμίδα κατά ηλικία και φύλο |
med. | pyramide par âge et sexe | πυραμίδα κατά ηλικία και φύλο |
law | qualité des agents,conseils,avocats | ιδιότητα εκπροσώπου,συμβούλου και δικηγόρου |
gen. | radiation,au terme du scrutin,des agents | διαγραφή,μετά την ψηφοφορία,των υπαλλήλων |
agric. | rapport âge-longueur | σχέση ηλικίας/ και μήκους |
gen. | reclassement des agents locaux | ανακατάταξη των τοπικών υπαλλήλων |
law | recours des agents des institutions | προσφυγές του προσωπικού των οργάνων |
law | recours formé par des agents des institutions | προσφυγή που ασκείται από υπαλλήλους των οργάνων των Κοινοτήτων |
gen. | report de la limite d'âge | παράταση του ορίου ηλικίας |
med. | représentation graphique des taux par âge pour les cohortes de naissance | τάσεις χαρακτηριστικών μιας ομάδας πληθυσμού |
med. | représentation graphique des taux par âge pour les cohortes de naissance | τάσεις χαρακτηριστικών μιας κοόρτης |
law, patents. | responsabilité personnelle des agents | προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων |
gen. | réagit violemment avec les agents d'extinction tels que... | αντιδρά βίαια με μέσα πυρόσβεσης,όπως... |
lab.law. | régime applicable aux autres agents | καθεστώς που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους |
gov. | régime applicable aux autres agents de l'Union européenne | Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; καθεστώς λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων |
unions. | régime applicable aux autres agents des CommunautésRAAA | καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων |
gov. | régime applicable aux autres agents des Communautés européennes | Καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων; καθεστώς λοιπού προσωπικού των Κοινοτήτων |
gen. | réglementation fixant les conditions d'emploi des agents locaux | κανόνες για τον καθορισμό των όρων εργασίας των τοπικών υπαλλήλων |
patents. | rémunération d'un agent, conseil ou avocat | αμοιβή ενός αντιπροσώπου, συμβούλου ή δικηγόρου |
med. | résistance aux agents antimicrobiens | μικροβιακή αντοχή |
med. | résistance aux agents antimicrobiens | αντοχή στα αντιμικροβιακά |
met. | résistance aux agents atmosphériques | αντοχή σε καιρικές συνθήκες |
met. | résistance aux agents atmosphériques | αντοχή στους ατμοσφαιρικούς παράγοντες |
chem. | résistance aux agents atmosphériques | αντοχή σε ατμοσφαιρικούς παράγοντες |
tech., law | résistance aux agents chimiques | χημική αντίσταση |
el. | résistance aux agents extérieurs | αντοχή σε εξωτερικούς παράγοντες |
mater.sc. | résistant aux agents extérieurs | ανθεκτικό σε καιρικές μεταβολές |
econ. | services fournis par des agents et correspondants commerciaux et par des courtiers | υπηρεσίες που παρέχονται από εμπορικούς αντιπροσώπους,ανταποκριτές και μεσίτες |
econ. | services produits par les notaires,par les agents immobiliers et autres intermédiaires | υπηρεσίες που παρέχονται από δικηγόρους,μεσίτες και άλλους μεσάζοντες |
fin. | signature conjointe de deux agents dûment habilités | υπογραφή από δύο δεόντως εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους |
law | s'opposer à l'utilisation de la marque par son agent ou représentant | αντιτάσσομαι στη χρήση του σήματος από τον ειδικό πληρεξούσιο ή τον αντιπρόσωπο του δικαιούχου |
gov. | statut des fonctionnaires de l'Union européenne et régime applicable aux autres agents de l'Union | κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών |
gov. | statut des fonctionnaires des Communautés européennes et régime applicable aux autres agents de ces Communautés | κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών |
industr. | système d'extinction par agents d'extinction gazeux | σύστημα αερίου κατασβεστικού μέσου |
health., anim.husb. | teneur en agents | περιεκτικότητα σε παράγοντες |
med. | thérapie de trois agents | θεραπευτική αγωγή τριών μέσων |
stat. | unité élémentaire d'agent | στατιστική ενότητα |
earth.sc. | utilisation d'agents chimiques liquides portés par un large volume d'air | χρήση υγρών χημικών παραγόντων μεταφερομένων από μεγάλο όγκο αέρα |
health., pharma. | utilisation prudente des agents antimicrobiens | συνετή χρήση των αντιμικροβιακών ουσιών |
agric., health., anim.husb. | virus et agents pathogènes apparentés | ιοί και ιοειδή παθογόνα |
med. | âge anatomique | οστική ηλικία |
agric. | âge au premier veau | ηλικία πρώτου τοκετού αγελάδας |
agric. | âge au premier vêlage | ηλικία πρώτου τοκετού αγελάδας |
chem. | âge chimique | χημικά προσδιοριζόμενη ηλικία |
med. | âge correspondant au poids | αντιστοιχία ηλικίας-βάρους |
med. | âge d'après l'état dentaire | οδοντική ηλικία |
tech. | âge de Fermi | ηλικία Fermi |
med. | âge de la fixation du regard | ηλικία αναγνώρισης |
agric. | âge de rotation | ηλικία υλοτόμησης |
agric. | âge des ceps | ηλικία των πρέμνων |
agric. | âge des plants | ηλικία σποροφύτων |
agric. | âge d'exploitabilité | ώριμος ηλικία υλοτομίας |
agric. | âge d'exploitabilité technique | ώριμος ηλικία τεχνικής υλοτομίας |
med. | âge du sevrage | ηλικία απογαλακτισμού |
med. | âge gestationnel | ηλικία κυήσεως |
gen. | âge glaciaire | εποχή παγετώνων |
med. | âge limite de traitement | κατάλληλη ηλικία γιά ιατρική θεραπεία |
agric. | âge moyen d'exploitation | μέση ηλικία εκμεταλλεύσεως |
med. | âge optimal de traitement | κατάλληλη ηλικία γιά ιατρική θεραπεία |
med. | âge osseux | οστική ηλικία |
gen. | âge électoral | πολιτική ενηλικότητα |
agric. | étendue d'une classe d'âges | έκταση,φάσμα μιας κατηγορίας ηλικιών |