Subject | French | Greek |
el. | abaissement du niveau de la porteuse au cours de la modulation | μείωση στάθμης φέρουσας κατά τη διαμόρφωση |
fin. | accord à court terme | βραχυπρόθεσμη ρύθμιση |
fin. | achat vente de titres au cours d'une même journée | συναλλαγή ημέρας |
econ., fin. | actif réalisable à court terme | ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
fin., econ. | actifs liquides à court terme | βραχυπρόθεσμα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά διαθέσιμα στοιχεία ενεργητικού; βραχυπρόθεσμα ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
fin. | argent à court terme | βραχυπρόθεσμα χρηματικά ποσά |
gen. | assistance financière à court terme | βραχυπρόθεσμη οικονομική βοήθεια |
insur. | assurance à court terme | βραχυπρόθεσμη ασφάλιση |
gen. | au cours de deux années consécutives | κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών |
law | au cours des débats | κατά τη διάρκεια των συζητήσεων |
fin., econ. | au cours du jour | ισοτιμία της ημέρας |
fish.farm. | au cours d'une activité de pêche | ενόσω αλιεύει κανείς |
fin. | autres capitaux à court terme | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια |
fin. | autres capitaux à court terme:net | λοιπά βραχυπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό |
econ. | autres créances à vue et à court terme | λοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις |
econ. | autres crédits à court terme | λοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια |
fin. | autres secteurs à court terme | λοιποί τομείς |
account. | avantages à court terme | βραχύχρονη παροχή σε εργαζόμενους |
fin. | avoir cours légal | αποτελώ νόμιμο χρήμα |
fin. | avoir cours légal | έχω νόμιμη κυκλοφορία |
bank. | banque de dépôt à court terme | πιστωτικά ιδρύματα |
fin. | bon du Trésor à court terme | γραμμάτια Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à court terme | ομόλογα Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à court terme | έντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου |
fin. | bons du trésor à court terme | έντοκα γραμμάτια δημοσίου τομέα; έντοκα γραμμάτια δημοσίου' βραχυπρόθεσμα γραμμάτια δημοσίου τομέα |
commun., IT | brouillage à court terme | βραχυχρόνια παρεμβολή |
energ.ind. | centrale hydraulique à stockage à court terme | υδροηλεκτρικός σταθμός βραχυπρόθεσμης αποθήκευσης |
insur. | clause de coopération au cours de la liquidation des sinistres | ρήτρα συνεργασίας ασφαλιστή και αντασφαλιστή σε περίπτωση ύπαρξης ζημιάς |
fin. | compartiment à court terme du marché des capitaux | αγορά βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
econ. | consolider la dette à court terme | παγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος' αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος |
earth.sc., el. | contact à court-circuit | κλείσιμο με βραχυκύκλωμα |
agric. | contrat de stockage privé à court terme | συμφωνητικό βραχυπρόθεσμης ιδιωτικής αποθεματοποίησης |
gen. | convertir aux cours au comptant | μετατρέπω ξένο νόμισμα στην τιμή τοις μετρητοίς του οικείου νομίσματος |
mater.sc., el. | coût marginal à court terme | βραχυχρόνιο οριακό κόστος |
mater.sc., el. | coût marginal à court terme | βραχυπρόθεσμο οριακό κόστος |
earth.sc., el. | critères de bruit à court terme | βραχυχρόνια κριτήρια θορύβου |
fin. | créances et dettes résultant du mécanisme de financement à très court terme et du mécanisme de soutien monétaire à court terme | απαιτήσεις και οφειλές που προκύπτουν από τον πολύ βραχυπρόθεσμο χρηματοδοτικό μηχανισμό και το βραχυπρόθεσμο μηχανισμό νομισματικής στήριξης |
econ. | créances à vue et à court terme vis-à-vis du reste du monde | απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής |
econ. | crédit a court terme | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
fin. | crédit bonifié à court terme | βραχυπρόθεσμη επιδοτούμενη πίστωση |
econ. | crédit commercial à court terme | βραχυπρόθεσμη εμπορική πίστωση |
fin. | crédit à court terme | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
econ. | crédit à court terme | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
fin. | crédits bancaires à court terme | τραπεζικές βραχυπρόθεσμες πιστώσεις |
account. | crédits à court terme | βραχυπρόθεσμα δάνεια |
fin. | crédits à court terme des organismes monétaires | τραπεζικές βραχυπρόθεσμες πιστώσεις |
econ. | crédits à court terme entre résidents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων |
econ. | crédits à court terme entre résidents et non-résidents | βραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων |
transp. | debout au courant | ευθεία στο ρεύμα |
coal., chem. | detonateur a court retard | ηλεκτρικό καψύλλιο χρόνου ms ή μικροχρόνου |
stat., fin. | dette publique intérieure à court terme | βραχυπρόθεσμο εσωτερικό δημόσιο χρέος |
market. | dette à court terme | βραχυπρόθεσμη οφειλή |
fin. | dette à court terme | τρέχον παθητικό |
econ., market. | dettes à court terme | βραχυπρόθεσμα χρέη |
account. | dettes à court terme | βραχυπρόθεσμο παθητικό |
fin., account. | dettes à court terme | λογιστικές χρεώσεις |
fin., account. | dettes à court terme | λογιστικές υποχρεώσεις |
el. | diode à court temps de récupération | δίοδος με σύντομο χρόνο αποκατάστασης |
el. | diode à court temps de récupération | δίοδος με βραχύ χρόνο επαναφοράς |
industr., construct. | distribution au courant d'air | διανομή με ρεύμα αέρος |
ed. | droit d'inscription aux cours | δίδακτρα |
fin. | droits constatés au cours de l'exercice | δικαιώματα που έχουν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
law | durée du mandat restant à courir | υπόλοιπο διάστημα της θητείας |
fin., econ. | dépenses effectives réalisées au cours d'un exercice | πραγματικές δαπάνες κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους |
fin. | déplacement de fonds à court terme | μετατόπιση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
econ. | désinvestissement global du pays au cours de la période considérée | καθαρή αποεπένδυση της χώρας κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου |
fin., econ. | effet à court terme | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
econ. | emploi moyen au cours de l'année | μέσος απασχολούμενος πληθυσμός κατά τη διάρκεια του έτους |
fin. | engagements contractés au cours de l'exercice | αναλήψεις υποχρεώσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
econ. | engagements à vue et à court terme,en devises et en monnaie nationale | υποχρεώσεις όψης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ξένο συνάλλαγμα και σε εθνικό νόμισμα |
econ. | financement à court terme | βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση |
stat. | fluctuation à court terme | διακύμανση βραχείας διάρκειας |
math. | fluctuation à court terme terme terme | βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις |
transp., el. | frein à court-circuit | πέδη με βραχυκύκλωση |
transp., el. | frein à court-circuit | πέδη βραχυκυκλώματος |
health. | hopital à court temps | νοσοκομείο βραχυχρόνιας νοσηλείας |
med. | hémorragie au cours de l'accouchement | αιμορραγία κατά τον τοκετό |
econ. | indicateur à court terme | βραχυπρόθεσμος δείκτης |
commun., IT | instabilité à court terme | βραχυχρόνια αστάθεια |
el. | instabilité à court terme | βραχυπρόθεσμη αστάθεια |
fin. | instrument de dette à court terme | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
fin. | instrument à court terme | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin., insur. | investissement à court terme | βραχυπρόθεσμη επένδυση |
gen. | la durée du mandat restant à courir | ο υπόλοιπος χρόνος της θητείας |
transp., tech. | la fermeture s'enclenche au cours de l'essai | μανδάλωση κατά τη διάρκεια της δοκιμής |
industr., construct. | laine à court brin | μαλλί κοντής ίνας |
industr., construct. | laine à court brin | βραχύινο μαλλί |
law, busin., labor.org. | le délai de deux ans commence à courir à la date à laquelle la décision prise en dernière instance est devenue définitive | η διετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας |
met. | les dilatations aux cours du revenu d'aciers trempes | μεταβολή του μήκους κατά την διάρκεια επαναφοράς των χαλύβων που έχουν σκληρυνθεί |
health., unions. | limite d'exposition professionnelle à court terme | όριο βραχυπρόθεσμης επαγγελματικής έκθεσης |
health., environ. | limite d'exposition à court terme | οριακή τιμή εκπομπής |
gen. | limite d'exposition à court terme | τιμή STEL |
gen. | limite d'exposition à court terme | όριο βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
gen. | limite d'exposition à court terme | οριακή τιμή βραχυπρόθεσμης έκθεσης |
industr., construct., chem. | limites à court terme | `Oριο βραχείας διαδρομής |
fin. | liquidités à court terme | βραχυπρόθεσμα χρηματικά ποσά |
law | loi relative aux cours de danses de société | νόμος της Βιέννης περί σχολών χορού |
fin. | marché des capitaux à court terme | αγορά βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
health. | mesure à court terme | μετρήσεις βραχείας διάρκειας |
fin. | monnaie ayant cours légal | νόμιμο χρήμα |
fin. | montants perçus au cours de l'exercice | ποσά που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
fin. | montants perçus au cours de l'exercice | έσοδα που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
fin., econ. | mouvements de capitaux à court terme | κινήσεις κεφαλαίων βραχυπρόθεσμα |
fin. | mouvements de capitaux à court terme | κινήσεις κεφαλαίων,βραχυπρόθεσμα |
fin. | moyen de paiement ayant cours légal | νόμισμα νόμιμης κυκλοφορίας |
fin. | mécanisme de couverture des taux d'intérêt à court terme | συμφωνία επιτοκίου προθεσμίας |
health. | mémoire à court terme | βραχυπρόθεσμη μνήμη |
fin. | obligation à court terme | βραχυπρόθεσμη ομολογία |
h.rghts.act. | observateur à court terme | Παρατηρητής Βραχείας Παραμονής |
fin. | option au cours | οψιόν στην τιμή |
fin. | ordre au cours limité | περιορισμένη εντολή |
polit., agric. | paiements au cours de la période de référence | ενισχύσεις που χορηγούνται για την περίοδο αναφοράς |
polit., agric. | paiements au cours de la période de référence | ενισχύσεις που χορηγούνται για ένα συγκεκριμένο ημερολογιακό έτος |
fin. | paiements effectués au cours de l'exercice | πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους |
fin. | panachage à court terme | βραχυπρόθεσμο πανασάζ |
fin., econ. | papier à court terme | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
immigr. | passeport valable à court terme | διαβατήριο βραχυπρόθεσμης ισχύος' διαβατήριο βραχυπρόθεσμης διάρκειας |
account. | passif à court terme | βραχυπρόθεσμο παθητικό |
agric. | perte au cours du transport | απώλειες κατά τη μεταφορά |
met. | perte de fer au cours du décapage | απώλεια σιδήρου κατά την αποσκωρίωση |
econ. | pertes accumulées au cours de plusieurs exercices | ζημίες που έχουν σωρευθεί επί σειρά ετών |
law | pièce déposée par les parties au cours de l'audience | έγγραφο που κατατέθηκε από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως |
fin. | plus-value de capitaux à court terme | υπεραξία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
econ. | population totale moyenne au cours de l'année | συνολικός πληθυσμός κατά τη διάρκεια ενός έτους |
law | pouvoirs normalement reconnus aux cours et tribunaux | εξουσίες που αναγνωρίζονται συνήθως στα δικαστήρια |
transp., mil., grnd.forc. | processus régulier ou à court terme | κανονικές διαδικασίες έναντι βραχυπρόθεσμων διαδικασιών |
transp., mil., grnd.forc. | processus à court terme | βραχυπρόθεσμες διαδικασίες |
fin. | profiter à court terme des écarts | επωφελούμαι βραχυπρόθεσμα από διαφορές |
el. | précision à court terme | βραχυχρόνια ορθότητα |
social.sc. | prévalence au cours de la dernière année | Επικράτηση τηε χρήσης τον τελευταίο χρόνο |
social.sc. | prévalence au cours de la vie | επικράτηση της χρήσης σε όλη τη ζωή |
social.sc. | prévalence au cours de l'année écoulée | Επικράτηση τηε χρήσης τον τελευταίο χρόνο |
social.sc. | prévalence au cours des trente derniers jours | Επικράτηση της χρήσης τον τελευταίο μήνα |
social.sc. | prévalence au cours du dernier mois | Επικράτηση της χρήσης τον τελευταίο μήνα |
econ. | prévision à court terme | βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη |
social.sc. | prévision à court terme | βραχυχρόνια πρόβλεψη |
fin. | prêt à court terme | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
fin. | prêt à court terme | βραχυπρόθεσμη πίστωση |
el. | puissance maximale admissible de bruit à court terme | βραχυχρόνια μέγιστη επιτρεπτή ισχύος θορύβου |
health., nat.sc. | rapport toxicité alimentaire à court terme/exposition | λόγος βραχυπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης |
fin., bank. | ratio de liquidité à court terme | αναλογία κάλυψης ρευστότητας LCR |
econ., fin. | renversement des flux de capitaux à court terme | αναστροφή των βραχυπρόθεσμων κεφαλαιακών ροών |
IT | répétabilité à court terme | βραχυπρόθεσμη επαναληψιμότητα |
IT | rétrodemande réseau au cours d'une communication locale | αίτηση αυτόματης επανάκλησης |
commun., transp. | révolution au cours de laquelle un satellite a été interrogé | τροχιά εξόδου δεδομένων |
stat., fin. | secteur officiel à court terme | δημόσιος τομέας |
el. | sensibilité au courant de commande | ευαισθησία ρεύματος ελέγχου |
met. | service au courant maximum nominal | εργασία με μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα |
met. | service au courant maximum nominal | επιτρεπομένη διάρκεια συγκόλλησης με μέγιστο ρεύμα |
gen. | service d'enrichissement à court et moyen terme | βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες υπηρεσίες εμπλουτισμού |
energ.ind. | service à court terme | βραχυπρόθεσμες υπηρεσίες |
econ. | solution à court terme | προφανής λύση |
econ. | solution à court terme | μαγική λύση |
law, fin. | soutien monétaire à court terme | βραχυπρόθεσμη νομισματική στήριξη |
fin., econ. | soutien monétaire à court terme | βραχυπρόθεσμη νομισματική υποστήριξη |
law | soutien monétaire à court terme | βραχυπρόθεσμος μηχανισμός νομισματικής στήριξης |
el. | stabilité de fréquence à court terme | βραχυχρόνια σταθερότητα συχνότητας |
commun., IT, transp. | stabilité à court terme | βραχυχρόνια σταθερότητα |
mater.sc. | stockage à court terme | αποθήκευση για μικρό χρονικό διάστημα |
econ., fin. | système de soutien monétaire à court terme | σύστημα βραχυπρόθεσμης νομισματικής υποστήριξης |
fin. | taux de la facilité à court terme | επιτόκιο βραχυπρόθεσμης διευκόλυνσης |
fin. | taux de marché à court terme | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της αγοράς |
fin. | taux d'intérêt nominal à court terme | ονομαστικό βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | taux d'intérêt à court terme | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο |
fin. | taux d'intérêt à court terme | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
insur. | taux à court terme | βραχυπρόθεσμο ασφάλιστρο |
fin. | taux à court terme | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
el. | tension de court-circuit à courant assigné | τάση βραχυκύκλωσης ονομαστικού ρεύματος |
med. | test à court terme | βραχυπρόθεσμη δοκιμή |
fin. | titre de créance à court terme | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
fin. | titre d'emprunt à court terme | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
fin. | titre à court terme | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
fin. | titre à court terme | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
econ. | titre à court terme | τίτλος χρηματαγοράς |
fin. | titres de créance à court terme | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
account. | titres à court terme | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
econ. | titres à court terme | γραμμάτια και βραχυπρόθεσμες ομολογίες |
account. | titres à court terme autres qu'actions et produits financiers dérivés | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα εκτός από μετοχές, εξαιρουμένων των χρηματοπιστωτικών παραγώγων |
econ. | titres à court terme qui ne sont pas négociables | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι καταθέσεων που δεν είναι διαπραγματεύσιμοι |
health., food.ind. | toxicité alimentaire à court terme | βραχυπρόθεσμη τοξικότητα |
health., R&D. | toxicité par doses répétées à court terme | βραχυπρόθεσμη τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης |
industr., construct. | triage au courant d'air | διαλογή με ρεύμα αέρα |
industr., construct. | triage au courant d'air | ταξινόμηση με ρεύμα αέρος |
econ. | valeur des travaux effectués au cours de la période considérée | αξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου |
transp. | à court d'équipage | με μειωμένη σύνθεση πληρώματος |
comp., MS | à court grain | μικρού κόκκου |
econ., fin. | élément d'actif réalisable à court terme | ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
econ., fin. | épargne à court terme | βραχυπρόθεσμες αποταμιεύσεις,ρευστές αποταμιεύσεις |
gen. | éponger des dettes à court terme | εξαλείφω τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις |
transp. | étaler au courant | πλέω αντίθετα με το ρεύμα |
el. | évanouissement à court terme de type Raleigh | βραχυχρόνια διάλειψη τύπου Raleigh |
chem. | Éviter tout contact avec la substance au cours de la grossesse/pendant l'allaitement. | Aποφεύγετε την επαφή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης/ γαλουχίας. |