Subject | French | Greek |
mech.eng., construct. | ascenseur à deux cabines | ανελκυστήρας με διώροφο θαλαμίσκο |
mech.eng. | ascenseur à deux cabines | διπλός ανελκυστήρας |
mech.eng., construct. | ascenseur à deux cabines | ανελκυστήρας δύο επιπέδων |
mech.eng., construct. | ascenseur à deux cabines équilibrées | ανελκυστήρας δύο θαλαμίσκων αμοιβαίας εξισορροπήσεως |
transp. | cabine à air conditionné | κλιματιζόμενη καμπίνα ελκυστήρα |
met. | cabine à manches | ερμάριο αμμοβολής |
transp. | cabine à une couchette | μονόκλινη καμπίνα |
transp. | camion à cabine avancée | φορτηγό αυτοκίνητο με πολύ μακρύ αμάξωμα |
mech.eng., construct. | indicateur de cabine à l'étage | σήμα παρουσίας θαλαμίσκου |
transp. | Prescriptions uniformes relatives à l'homologation des véhicules utilitaires en ce qui concerne leurs saillies extérieures à l'avant de la cloison postérieure de la cabine | ομοιόμορφες διατάξεις για την έγκριση εμπορικών οχημάτων όσον αφορά τις εξωτερικές προεξοχές τους προσθίως του οπίσθιου φατνώματος του θαλάμου οδήγησης |
transp., el. | remorque à cabine | ελκόμενο όχημα με θάλαμο οδήγησης |
transp., el. | remorque à cabine de conduite | ελκόμενο όχημα με θάλαμο οδήγησης |
commun. | répartition de radio-interphone à cabine | κιβώτιο συνδέσεων ενδοεπικοινωνίας |
commun., transp. | signal commandé à partir de la cabine de signalisation | σηματοδότης κυβερνείου σιδηροδρομικών γραμμών |
transp. | système d'exploitation par cabines à grande capacité | σύστημα αμαξοστοιχίας μεγάλων βαγονίων |
transp. | système à cabine sur rail | σιδηροδρομικό σύστημα τύπου "καμπίνας" |
nat.sc., agric. | tracteur à cabine fixe | ελκυστήρας με μόνιμη καμπίνα |
nat.sc., agric. | tracteur à cabine intégrée | ελκυστήρας με μόνιμη καμπίνα |
transp. | transport à gros débit par petites cabines | τελεφερίκ-σιδηρόδρομος με συχνή επακολουθία βαγονιών |
law, transp. | trappe d' accès à la cabine | θυρίδα πρόσβασης στο θάλαμο οδήγησης |
mech.eng. | trappe d'accès à la cabine | θυρίδα πρόσβασης στο θάλαμο οδήγησης |
transp. | trottoir roulant à cabines | κυλιόμενος θάλαμος |
gen. | véhicule à cabine avancée | όχημα με τον κινητήρα κάτω από τον θάλαμο οδήγησης |
mech.eng., construct. | à blocage avec envois cabine | διακυβέρνηση με αποστολή θαλαμίσκου |
cultur. | à cabine | μόνιμη μηχανή λήψης φωτογραφιών με αυτόματη εμφάνιση και εκτύπωση με θάλαμο |