Subject | French | Greek |
fin. | action privilégiée ne participant pas aux bénéfices | προνομιούχες μετοχές μη δικαιούμενες πρόσθετου μερίσματος |
fin. | action privilégiée participant aux bénéfices | προνομιούχες μετοχές που μετέχουν και σε τυχόν πρόσθετο μέρισμα |
law | droit contractuel à participer au contrôle | συμβατικό δικαίωμα συμμετοχής στον έλεγχο |
law | droit de développer librement sa personnalité et de participer à la vie sociale, économique et politique du pays | δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας |
law | Etat ayant participé à la négociation | διαπραγματευόμενο κράτος |
fin. | Etat membre admis à participer à l'Union | κράτος μέλος που συμμετέχει στην Ένωση |
law | juges appelés à participer au jugement de l'affaire | δικαστές που θα μετάσχουν στην εκδίκαση της υποθέσεως |
law | Le présent acte constitue un développement des dispositions de l'acquis de Schengen auxquelles l'Irlande ne participe pas, conformément à la décision 2002/192/CE du Conseil du 28 février 2002 relative à la demande de l'Irlande de participer à certaines dispositions de l'acquis de Schengen* | Η παρούσα πράξη συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία, σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν *. Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας πράξης και δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της. |
fin. | obligation participant aux bénéfices | ομολογία μετέχουσα στα κέρδη |
market. | participant ayant l'intention de s'aligner | συμμετέχων που προτίθεται να παράσχει ίδιους όρους |
law | participer au commerce juridique | τελώ νομική πράξη |
gen. | participer aux charges de la réadaptation | μετέχει στα βάρη της αναπροσαρμογής |
polit. | participer aux travaux avec voix consultative | συμμετοχή στις εργασίες με συμβουλευτική ψήφο |
law, patents. | participer à ... | συμμετέχω |
fin. | participer à la zone "euro" | συμμετέχω στη ζώνη Εύρω |
comp., MS | Participer à une conférence existante... | Συμμετοχή σε υπάρχουσα διάσκεψη… |
econ., fin. | pays participant au programme | χώρα του προγράμματος |
gen. | Protocole additionnel à la Charte européenne de l'autonomie locale sur le droit de participer aux affaires des collectivités locales | Πρόσθετο πρωτόκολλο στον ευρωπαϊκό χάρτη τοπικής αυτονομίας σχετικά με το δικαίωμα συμμετοχής στις υποθέσεις των τοπικών συνεταιρισμών |
gen. | Veuillez transmettre au service des conférences, aussi rapidement que possible, une liste des délégués qui participeront à cette réunion. Adresse électronique: | Παρακαλείσθε να γνωστοποιήσετε το ταχύτερο στην Υπηρεσία Διασκέψεων τον κατάλογο των μελών της αντιπροσωπίας σας που θα συμμετάσχουν στη σύνοδο αυτή: ηλεκτρονική διεύθυνση: ... |