Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
French
⇄
Albanian
Amharic
Arabic
Armenian
Assamese
Azerbaijani
Bengali
Bosnian
Bulgarian
Chinese Taiwan
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
Georgian
German
Greek
Gujarati
Hungarian
Icelandic
Igbo
Indonesian
Irish
Italian
Japanese
Kannada
Kazakh
Khmer
Kinyarwanda
Konkani
Korean
Kyrgyz
Latvian
Lithuanian
Luxembourgish
Macedonian
Malayalam
Maltese
Maori
Marathi
Nepali
Norwegian
Norwegian Bokmål
Odia
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Quechuan
Romanian
Russian
Sesotho sa leboa
Sinhala
Slovak
Slovene
Spanish
Swahili
Swedish
Tamil
Tatar
Telugu
Thai
Tswana
Turkish
Turkmen
Ukrainian
Urdu
Uzbek
Vietnamese
Welsh
Wolof
Xhosa
Yoruba
Zulu
Terms
for subject
Transport
containing
Engrenages
|
all forms
|
exact matches only
French
Greek
carter de protection des
engrenages
κιβώτιο των οδοντωτών τροχών
carter de protection des
engrenages
κάρτερ προστασίας των οδοντωτών τροχών
carter des
engrenages
κιβώτιο των οδοντωτών τροχών
carter des
engrenages
κάρτερ προστασίας των οδοντωτών τροχών
carter du mécanisme des
engrenages
réducteurs
κιβώτιο του μειωτήρα στροφών
carter du mécanisme des
engrenages
réducteurs
κάρτερ του μειωτήρα στροφών
engrenage
bilatéral
οδόντωση δίπλευρη
engrenage
bilatéral
δίπλευρος οδοντωτός μηχανισμός μετάδοσης κίνησης
engrenage
compensateur
διαφορικό
engrenage
conique
ζεύγος κωνικών οδοντοτροχών
engrenage
conique
κιβώτιο κωνικών οδοντοτροχών
engrenage
conique
κιβώτιο γωνιακής μετάδοσης κίνησης
engrenage
conique
ζεύγος οδοντοτροχών γωνιακής μετάδοσης ταχύτητας
engrenage
conique à denture hélicoïdale
κωνικός ελικοειδής οδοντοτροχός
engrenage
d'angle
κιβώτιο κωνικών οδοντοτροχών
engrenage
d'angle
κιβώτιο γωνιακής μετάδοσης κίνησης
engrenage
de distribution
οδοντοτροχός διανομής
engrenage
de distribution
γρανάζι-οδηγός
engrenage
de prise directe
πριζ-ντιρέκτ
engrenage
de prise directe
απευθείας μετάδοση κίνησης
engrenage
de renversement de marche
μηχανισμός αναστροφής πορείας
engrenage
de renversement de marche
μηχανισμός αντιστροφής πορείας
engrenage
de réduction
μηχανισμός μείωσης
engrenage
de réduction
μειωτήρας στροφών
engrenage
différentiel
διαφορικό
engrenage
d'inversion de marche
μηχανισμός αντιστροφής πορείας
engrenage
d'inversion de marche
μηχανισμός αναστροφής πορείας
engrenage
démultiplicateur
μειωτήρας στροφών
engrenage
démultiplicateur
μηχανισμός μείωσης
engrenage
d'équerre
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με οδοντωτούς τροχούς τοποθετημένους σε ορθή γωνία
engrenage
multiplicateur
πολλαπλασιαστής στροφών
engrenage
multiplicateur
μηχανισμός που πολλαπλασιάζει τις στροφές
engrenage
réducteur
μειωτήρας στροφών
engrenage
réducteur
μηχανισμός μείωσης
engrenage
réducteur
σύστημα υποπολλαπλασιασμού
engrenage
unilatéral
μονόπλευρη μετάδοση κίνησης με οδοντωτούς τροχούς
engrenage
à biseau
κιβώτιο κωνικών οδοντοτροχών
engrenage
à biseau
κιβώτιο γωνιακής μετάδοσης κίνησης
engrenage
à bride
φλαντζωτό γρανάζι
engrenage
à bride
οδοντοτροχός με περιαυχένιο
engrenage
à chevrons
οδόντωση με σχήμα διπλής έλικας
engrenage
à chevrons
οδόντωση με δόντια σε σχήμα V
engrenage
à double réduction
διπλός υποπολλαπλασιαστής
engrenage
à double réduction
διπλός μειωτήρας στροφών με οδοντωτούς τροχούς
engrenage
à développante
οδόντωση με διατομή κατά εξειλιγμένη καμπύλη
engrenage
à friction
συμπλέκτης
engrenage
à friction
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με τη χρησιμοποίηση της τριβής
engrenage
à plateau
φλαντζωτό γρανάζι
engrenage
à plateau
οδοντοτροχός με περιαυχένιο
engrenage
à roue intermédiaire
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με ενδιάμεσο οδοντωτό τροχό
engrenage
à roues-hélices
κιβώτιο ελικοειδών οδοντοτροχών
engrenage
à simple réduction
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με οδοντωτούς τροχούς απλής ή διπλής μείωσης
engrenage
à simple réduction
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με γρανάζια απλής ή διπλής μείωσης
engrenage
à vis sans fin
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με ατέρμονα κοχλία
engrenage
élastique
ελαστικός μηχανισμός μετάδοσης κίνησης
engrenage
élastique
μηχανισμός μετάδοσης κίνησης με ελαστικούς οδοντωτούς τροχούς
engrenage
élastique
ελαστική οδόντωση
pied d'une dent d'
engrenage
πόδι δοντιού οδοντοτροχού
pied d'une dent d'
engrenage
πους οδόντος οδοντωτού τροχού
pignon principal d'
engrenage
épicycloïdal
πρωτεύων οδοντοτροχός επικυκλοειδούς διάταξης μετάδοσης κίνησης
profil des
engrenages
κατατομή οδοντωτού τροχού
roue d'
engrenage
à denture droite
όρθιος οδοντωτός τροχός
roue d'
engrenage
à denture droite
μεγάλο γρανάζι βιντσιού
réducteur de vitesse à
engrenages
μειωτήρας στροφών με οδοντοτροχούς
réducteur à
engrenages
μειωτήρας στροφών με οδοντωτούς τροχούς
Get short URL