Subject | French | Greek |
fin. | action à bons de souscription d'actions | μετοχή με δελτία προεγγραφής |
fin. | action à bons de souscription d'actions remboursables | μετοχή με εξοφλητέα δελτία προεγγραφής |
fin. | action à bons de souscription d'actions remboursables | μετοχή με εξαγοράσιμα δελτία προεγγραφής |
agric. | alcool bon gout | καθαρό οινόπνευμα |
commun. | arrangement concernant les mandats de poste et les bons postaux de voyage | συμφωνία που αφορά στις ταχυδρομικές επιταγές και ταχυδρομικές ταξιδιωτικές εντολές |
gen. | Arrangement concernant les mandats de poste et les bons postaux de voyage | Ειδική Συμφωνία "περί ταχυδρομικών επιταγών και ταχυδρομικών εντολών" |
law | assurer le bon déroulement de la procédure écrite ou orale | εξασφαλίζω την ομαλή εξέλιξη της έγγραφης ή προφορικής διαδικασίας |
commun. | aux bons soins de | μερίμνη του... |
gen. | aux bons soins de | φροντίδι του |
transp. | billet "bon dimanche" | εισιτήριο Κυριακής |
fin. | billets en bon état | κατάλληλα τραπεζογραμμάτια |
fin. | bon anonyme | ανώνυμο ομόλογο |
industr., construct. | bon bout | τελευταίο τεμάχιο τακουνιού |
med. | "bon cholestérol" | λιποπρωτεΐνη υψηλής πυκνότητας |
agric. | bon d'alimentation | πριμοδότηση με τη μορφή επισιτιστικής βοήθειας |
fin. | bon d'attribution | αναγγελία λήψεως δι'εγγραφήν |
labor.org., account. | bon de caisse | αποδεικτικό καταθέσεως |
fin., invest. | bon de caisse | αποταμιευτικό ομόλογο |
fin. | bon de caisse | ταμιακή απόδειξη |
labor.org., account. | bon de caisse | πιστοποιητικό καταθέσεως |
fin. | bon de caisse | ομόλογα |
fin. | bon de capitalisation | ομόλογο κεφαλαιοποίησης |
fin. | bon de collectivité publique territoriale | γραμμάτιο τοπικών αρχών |
fin. | bon de commande | παραγγελία |
fin. | bon de commande | δελτίο παραγγελίας |
fin. | bon de commande | έντυπο παραγγελίας |
comp., MS | bon de commande de pièces | αίτηση ανταλλακτικών |
forestr. | bon de commende de bois | εντολή αγοράς ξύλου |
law | bon de garantie d'exécution | εγγύηση καλής εκτέλεσης συμβάσεως εργολαβίας |
environ. | bon de livraison | αναγγελία |
environ. | bon de livraison | ειδοποίηση |
environ. | bon de livraison | συμβουλή |
commer., polit., agric. | bon de livraison | δελτίο παράδοσης |
market., fin. | bon de participation au porteur | πιστοποιητικό εκδιδόμενο εις τον κομιστή αντί μετοχών,εμφαίνον την έκτασιν των δικαιωμάτων του κατόχου επί της εταιρικής περιουσίας |
market., fin. | bon de participation nominatif | πιστοποιητικό εκδιδόμενο υπό επιχειρήσεως αντί ονομαστικών μετοχών,εμφαίνον την έκταση των δικαιωμάτων του δικαιούχου επί της εταιρικής περιουσίας |
market., fin. | bon de remboursement | κουπόνι εξαργυρώσεως |
market., transp. | bon de réduction | κουπόνι έκπτωσης |
fin. | bon de sortie | ομόλογο εν χρήσει στις Φιλιππίνες |
market. | bon de sortie de magasin | δελτίο εξόδου από την αποθήκη |
market. | bon de sortie de magasin | απόδειξη παραλαβής υλικού |
market. | bon de sortie de magasin | απόδειξη παράδοσης υλικού |
fin. | bon de souscription | τίτλος προεγγραφής |
busin., labor.org. | bon de souscription | πιστοποιητικό μετοχών |
fin. | bon de souscription d'actions | πιστοποιητικό επιλογής |
fin. | bon de souscription d'actions | πιστοποιητικό δικαιώματος ανάληψης μετοχών |
fin. | bon de souscription d'obligations | κουπόνι εγγραφής |
fin. | bon de souscription d'obligations | εγγύηση ομολογιών |
fin. | bon de souscription nu | γυμνό warrant |
fin. | bon de souscription nu | naked warrant |
fin. | bon de souscription remboursable | ομόλογο προεγγραφής με δικαίωμα επιστροφής |
fin. | bon de souscription à prix révisable | τίτλος προεγγραφής με δυνατότητα αναθεώρησης τιμής |
transp. | bon de transport | δελτίο μεταφοράς |
market., lab.law. | bon de travail | σημείωμα ωρών απασχόλησης |
market., lab.law. | bon de travail | σημείωμα μισθοδοσίας |
market., lab.law. | bon de travail | εργατική κάρτα |
transp. | bon de vol | πτητικά ικανό |
transp. | bon de vol | πλώιμο |
transp. | bon de voyage | απόδειξη περί καταβολής του αντιτίμου εισιτηρίου |
commun., IT | bon degré de confiance | αξιόπιστη εκτίμηση |
fin. | bon d'enlèvement | δελτίο παραλαβής |
fin. | bon des institutions financières spécialisées | διαπραγματεύσιμα χρεώγραφα δημόσιων οργανισμών |
fin. | bon d'option | πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους |
fin. | bon d'option | warrant |
fin. | bon du Trésor | ομόλογα Δημοσίου |
account. | bon du Trésor | γραμμάτιο Δημοσίου; ομόλογο Δημοσίου |
econ. | bon du Trésor | έντοκο γραμμάτιο του δημοσίου |
fin. | bon du Trésor | γραμμάτια Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor | έντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου |
gen. | bon du trésor | έντοκο γραμμάτιο Δημοσίου' έντοκο γραμμάτιο δημοσίου τομέα |
fin. | bon du trésor en comptes courants | κρατικό ομόλογο σε τρεχούμενους λογαριασμούς |
fin. | bon du trésor en comptes courants | διαπραγματεύσιμο κρατικό ομόλογο |
econ. | bon du Trésor européen | ευρωγραμμάτιο |
fin. | bon du trésor négociable | διαπραγματεύσιμο κρατικό ομόλογο |
fin. | bon du trésor négociable | κρατικό ομόλογο σε τρεχούμενους λογαριασμούς |
fin. | bon du trésor sur formule | κρατικό ομόλογο με ειδικά χαρακτηριστικά |
fin. | bon du Trésor à agio normalisé | κρατικό ομόλογο |
fin. | bon du Trésor à court terme | γραμμάτια Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à court terme | ομόλογα Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à court terme | έντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à moyen terme | μεσοπρόθεσμο ομόλογο Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à moyen terme | μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο Δημοσίου |
fin. | bon du Trésor à moyen terme | έντοκο μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο του Δημοσίου |
fin. | bon du trésor à taux annuel normalisé | κρατικό ομόλογο σταθερής ετήσιας απόδοσης |
fin. | bon du trésor à taux annuel normalisé | κρατικό ομόλογο τυποποιημένης ετήσιας απόδοσης |
fin. | bon du trésor à taux annuel normalisé | κρατικό ομόλογο προκαθορισμένης ετήσιας απόδοσης |
fin. | bon du Trésor à taux fixe | έντοκο γραμμάτιο Δημόσιου σταθερού επιτοκίου |
fin. | bon du Trésor à taux variable | έντοκο γραμμάτιο Δημόσιου με κυμαινόμενο επιτόκιο |
gen. | bon d'échange | βάουτσερ |
fin., invest. | bon d'épargne | αποταμιευτικό ομόλογο |
polit., law | bon déroulement de la procédure | ομαλή διεξαγωγή της δίκης |
law | bon déroulement de la procédure | ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας |
polit. | bon déroulement des travaux | καλή διεξαγωγή των εργασιών |
fin. | bon emploi des fonds publics | χρηστή χρησιμοποίηση των δημοσίων κεφαλαίων |
agric. | bon filet | φιλέτο |
fin. | bon fiscal | εγγύηση καταβολής φόρου |
gen. | bon fonctionnement | λειτουργική ετοιμότητα |
fin. | bon fonctionnement des marchés | ομαλές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς |
econ., fin. | bon fonctionnement des systèmes de paiement | ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών |
econ. | bon fonctionnement du marché intérieur | ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς |
econ. | bon fonctionnement du marché intérieur | καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς |
agric. | bon grain | καλός κόκκος |
agric. | bon grain | καλός σπόρος |
agric. | bon grain | καθαρός σπόρος |
transp. | bon mouillage | καλό αγκυροβόλιο |
transp. | bon mouillage | αγκυροβόλιο με σταθερό πυθμένα |
fin. | bon non négociable | μη διαπραγματεύσιμο γραμμάτιο |
commun. | bon postal de voyage | ταχυδρομική ταξιδιωτική εντολή |
environ. | bon potentiel écologique | καλό οικολογικό δυναμικό |
transp. | "bon rouleur" | φορτηγό βαγόνι με μικρή αντίσταση στην κύλιση |
forestr. | Bon sens | κοινή λογική |
forestr. | Bon sens | κοινός νους |
anim.husb. | bon transformateur | καλός μεταβολιστής |
agric. | bon transformateur | καλής θρεπτικής μετατρεψιμότητας |
anim.husb. | bon valorisateur | καλός μεταβολιστής |
fin. | bon à coupon hollandais | Ολλανδική ομολογία |
fin. | bon à intérêt variable | αξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο |
transp. | bon à lots-kilomètres | δελτίο εμπορευμάτων μερίδων/χιλιομέτρων |
fin. | bon à moyen terme négociable | μεσοπρόθεσμο ομόλογο |
fin. | bon à taux flottant | αξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο |
fin. | bon à taux flottant | ομολογίες μεταβλητού επιτοκίου |
fin. | bon à taux flottant à coupon indexé | γραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου με μεταβλητή τιμή τοκομεριδίου |
fin. | bon à taux révisable | αξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο |
IT, dat.proc. | bon à tirer | έτοιμο για εκτύπωση |
gen. | bon à tirer | τυπωθείτω |
gen. | bon à tirer | προς εκτύπωση |
gen. | bon à usages multiples | κουπόνι πολλαπλών χρήσεων |
gen. | bon état | πληρότητα |
gen. | bon état | καλή κατάσταση |
transp., mech.eng. | enbon état de navigabilité | πλόιμος |
insur. | bon état de navigabilité | παραδοχή αξιοπλοϊας |
environ. | bon état des eaux | καλή κατάσταση των υδάτων |
med. | bon état physique | καλή φυσική κατάσταση |
environ. | bon état écologique | καλή περιβαλλοντική κατάσταση |
account. | bons de souscription | ενεχυρόγραφα |
fin. | bons du trésor | κρατικά χρεόγραφα |
econ. | bons du Trésor acquis par des non-résidents | έντοκα γραμμάτια του δημοσίου που κατέχουν μη μόνιμοι κάτοικοι |
econ. | bons du Trésor des Etats-Unis à échéance de cinq ans | έντοκα γραμμάτια του δημοσίου των ΗΠΑ,προθεσμίας 5 ετών |
econ. | bons du Trésor libellés en monnaie nationale | έντοκα γραμμάτια του δημοσίου σε εθνικό νόμισμα |
stat., fin. | bons du trésor non productifs d'intérêts | άτοκα γραμμάτια δημοσίου |
fin. | bons du trésor à court terme | έντοκα γραμμάτια δημοσίου τομέα; έντοκα γραμμάτια δημοσίου' βραχυπρόθεσμα γραμμάτια δημοσίου τομέα |
fin. | bons du Trésor à moyen terme | μεσοπρόθεσμα γραμμάτια Δημοσίου; μεσοπρόθεσμα ομόλογα Δημοσίου |
busin., labor.org., account. | bons et obligations en circulation | κυκλοφορούντα χρεώγραφα και ομολογίες |
busin., labor.org., account. | bons et obligations et autres titres à revenu fixe | ομολογίες και άλλα χρεώγραφα σταθερής απόδοσης |
comp., MS | bons plans | προσφορές |
insur. | bons risques | "καλοί κίνδυνοι" |
market., fin. | capital-bons de participation | πιστοποιητικό συμμετοχής στο κεφάλαιο |
commun. | carnet de bons postaux de voyage | βιβλιάριο ταχυδρομικών ταξιδιωτικών εντολών |
nat.sc., agric. | chénopode Bon-Henri | χηνοπόδιο ο καλός Eρρίκος (Chenopodium bonus-henricus L.) |
insur. | clause bon père de famille | ρήτρα λογικών προστατευτικών μέτρων |
gov. | compatible avec les exigences du bon fonctionnement des services | που συμβιβάζεται με την ομαλή λειτουργία της υπηρεσίας |
IT | compatible avec les exigences du bon fonctionnement des services | που συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών |
gen. | compatible avec les exigences du bon fonctionnement des services | συμβατός με τις απαιτήσεις της καλής λειτουργίας των υπηρεσιών |
patents. | conforme aux bons usages | σύμφωνος προς τα χρηστά ήθη |
lab.law. | contrôleur de bons | ελεγκτής αποθήκης ξενοδοχείου |
fin. | des experts son associés aux travaux des comités quand cela est requis en vue d'assurer le bon fonctionnement du présent accord | εμπειρογνώμονες συμμετέχουν στις εργασίες εφόσον αυτό απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας |
econ., fin. | dissolution en bon ordre | συντεταγμένη εκκαθάριση |
gen. | en bon état | σε καλή κατάσταση |
market. | en bon état apparent de conditionnement | σε καταφανή καλή κατάσταση |
gen. | en bon état et conditionnement | σε καλή κατάσταση |
polit., construct. | espace de prospérité et de bon voisinage | χώρος ευημερίας και καλής γειτονίας |
law | faciliter l'utilisation de l'Écu et surveiller son développement,y compris le bon fonctionnement du système de compensation en Écus | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU |
commun. | facteur de bon fonctionnement | παράγοντας ικανοποιητικής λειτουργίας |
gen. | garantie de bon fin | εγγύηση για την προσήκουσα εκτέλεση των συμβάσεων |
insur. | garantie de bon fonctionnement | ασφάλιση εγγύησης σε περίπτωση κακής λειτουργίας |
law, fin. | garantie dite de bon enlèvement | εγγύηση ορθής παραλαβής |
fin. | gestion de "bon père de famille" | διαχείριση "καλού οικογενειάρχη" |
fin. | gérer le risque en bon père de famille | διαχειρίζομαι τον κίνδυνο με τη δέουσα επιμέλεια |
fin. | gérer le risque en bon père de famille | διαχειρίζομαι τον κίνδυνο με επιμέλεια συνετού οικογενειάρχη |
construct. | habitation à bon marché | φθηνή κατοικία |
health. | Journée européenne de sensibilisation au bon usage des antibiotiques | Ευρωπαϊκή Ημέρα Ενημέρωσης για τα Αντιβιοτικά |
polit. | le bon fonctionnement | καλή λειτουργία |
commun., IT | le circuit est bon | το κύκλωμα είναι σε κατάσταση λειτουργίας |
transp. | ligne à bon tracé | γραμμή με καλή χάραξη |
transp. | ligne à bon tracé | γραμμή καλής ποιότητας με ευθυγραμμίες |
econ., fin. | liquidation en bon ordre | συντεταγμένη εκκαθάριση |
commun. | machine à couvrir de couvertures de papier les livres à bon marché | μηχανή επικάλυψης φθηνών βιβλίων με χάρτινο εξώφυλλο |
UN | mission de bons offices | αποστολή καλών υπηρεσιών |
UN | mission de bons offices des Nations unies | αποστολή καλών υπηρεσιών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement | μέσος χρόνος μεταξύ διακοπών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement | προβλεπόμενος μέσος χρόνος μεταξύ διαδοχικών βλαβών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement | μέσος χρόνος μεταξύ παρατηρηθεισών διακοπών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement | μέση τιμή των χρόνων καλής λειτουργίας |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement | μέσος χρόνος καλής λειτουργίας |
stat., nat.sc. | moyenne des temps de bon fonctionnement | μέσος χρόνος μεταξύ σφαλμάτων |
stat., tech. | moyenne des temps de bon fonctionnement estimée | βεβαιούμενος μέσος χρόνος μεταξύ διαδοχικών βλαβών |
stat., tech. | moyenne des temps de bon fonctionnement extrapolée | μέσος χρόνος μεταξύ διαδοχικών βλαβών με προεκβολή |
stat., tech. | moyenne des temps de bon fonctionnement observée | παρατηρούμενος μέσος χρόνος μεταξύ διαδοχικών βλαβών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement observés | μέση τιμή των χρόνων καλής λειτουργίας |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement observés | μέσος χρόνος καλής λειτουργίας |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement observés | μέσος χρόνος μεταξύ διακοπών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement observés | μέσος χρόνος μεταξύ παρατηρηθεισών διακοπών |
el. | moyenne des temps de bon fonctionnement observés | προβλεπόμενος μέσος χρόνος μεταξύ διαδοχικών βλαβών |
transp., mater.sc. | moyenne garantie des temps de bon fonctionnement | εγγυημένος μέσος χρόνος πτήσης μεταξύ αστοχιών |
fin. | méthode de diversification à bon marché | μη δαπανηρή μέθοδος διαφοροποίησης |
fin. | obligation avec bon de souscription d'action | ομολογία με κουπόνι αγοράς τίτλου |
fin. | obligation avec bon de souscription d'obligations | ομολογία με δικαίωμα επιλογής |
fin. | obligation avec bon de souscription d'obligations | πιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους |
fin. | obligation avec bon de souscription d'obligations | ομολογία με δικαιώματαwarrant |
fin. | obligation à bon de souscription | ομολογία με δελτίο προεγγραφής |
fin. | obligation à bon de souscription d'action remboursable | ομολογία με δελτίο προεγγραφής για μετοχή με δικαίωμα επιστροφής |
gen. | obligations à bons de souscription d'actions | ομολογίες μετατρέψιμες σε μετοχές |
fin. | option bon marché | υποτιμημένη οψιόν |
market., fin. | placement de bon père de famille | πλήρως εγγυημένη τοποθέτηση |
market., fin. | placement de bon père de famille | απόλυτα ασφαλής τοποθέτηση |
transp. | point bon | σταθερό σημείο |
transp. | point bon | σημείο μετρήσεων |
transp. | point bon | σημείο αναφοράς |
econ., fin. | politique d'argent à bon marché | πολιτική φθηνού χρήματος |
econ., fin. | politique de l'argent à bon marché | πολιτική φθηνού χρήματος |
gen. | processus de stabilité et de bon voisinage | Διαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont |
gen. | Processus de stabilité et de bon voisinage dans l'Europe du sud-est | Διαδικασία για τη σταθερότητα και την καλή γειτονία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη ; Διαδικασία του Royaumont |
ed., UN | Protocole instituant une Commission de conciliation et de bons offices chargée de rechercher la solution des différends qui naîtraient entre les Etats parties à la Convention concernant la lutte contre la discrimination dans le domaine de l'enseignement | Πρωτόκολλο "ιδρύον Επιτροπήν Συνδιαλλαγής και Καλών Υπηρεσιών, υπεύθυνον διά την επιδίωξιν διευθετήσεως οιωνδήποτε διαφορών δυναμένων να εμφανισθούν μεταξύ των κρατών μελών της Συμβάσεως κατά των διακρίσεων εις την εκπαίδευσιν" |
commun. | publicité de presse avec bon de commande | διαφημιστικό έντυπο με στέλεχος παραγγελίας |
fin., commun. | publicité presse avec bon de commande | διαφημιστικά έντυπα με στέλεχος παραγγελίας |
gen. | relations de bon voisinage | σχέσεις καλής γειτονίας |
insur. | rendement des bons du Trésor US à dix ans, à échéance constante | απόδοση των δεκαετών έντοκων γραμματίων του Δημοσίου των ΗΠΑ με σταθερή ημερο- μηνία λήξης |
comp., MS | règles de bon usage | πολιτική αποδεκτής χρήσης |
fin. | taux des bons du Trésor,trois mois | επιτόκιο εντόκων γραμματίων δημοσίου,τρίμηνο |
fin. | taux hebdomadaire des bons du Trésor | μέσο εβδομαδιαίο επιτόκιο έντοκων γραμματίων |
fin. | taux moyen mensuel des bons du Trésor | μέσο μηνιαίο επιτόκιο έντοκων γραμματίων |
environ., energ.ind. | technologie à bon/haut rendement énergétique | τεχνολογία υψηλής ενεργειακής απόδοσης |
commun., IT | temps de bon fonctionnement | χρόνος μεταξύ διαδοχικών αποτυχιών |
stat., nat.sc. | temps moyen de bon fonctionnement | μέσος χρόνος μεταξύ σφαλμάτων |
transp. | véhicule garé en bon état | όχημα στο αμαξοστάσιο σε καλή κατάσταση |
transp. | véhicule garé en bon état | σταθμευμένο όχημα σε καλή κατάσταση |
transp. | wagon "bon rouleur" | φορτηγό βαγόνι με μικρή αντίσταση στην κύλιση |
agric. | élévateur à bon grain | ανυψωτήρας χρησίμων κόκκων |
agric. | élévateur à bon grain | ανυψωτήρας καθαρού σπόρου |
commun. | épreuve en bon à tirer | τελευταίο δοκίμιο |
commun. | épreuve en bon à tirer | τελευταία διόρθωση |
commun., IT | état de bon fonctionnement | κατάσταση καλής λειτουργίας |
gen. | état de bon fonctionnement | κατάσταση λειτουργικής ετοιμότητας |