DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject General containing à l 'arrêt | all forms | in specified order only
FrenchGreek
chargement à l'arrêtαντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου
commande à distance de l'arrêtτηλεχειρισμός για τη θέση εκτός λειτουργίας
dispositif d'arrêt d'urgence à l'acide boriqueσύστημα εκτάκτου θέσεως εκτός λειτουργίας με βορικό οξύ
inventaire de type "usine à l'arrêt"εξαντλητική απογραφή
mise à l'arrêtδιαδικασία θέσεως εκτός λειτουργίας
ordonner la suspension du marché jusqu'à la prononciation de l'arrêtδιατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση
refroidissement à l'arrêtψύξη κατά την εκτός λειτουργίας φάση
sursis à l'exécution d'un arrêtαναστολή εκτελέσεως μιας αποφάσεως