Subject | Greek | Spanish |
gen. | Έκθεση για τη λειτουργία του ελέγχου διασφαλίσεων της ΕΥΡΑΤΟΜ | informe sobre la operación del Control de Seguridad de Euratom |
fin., unions. | άδεια λειτουργίας χρηματοπιστωτικών οργανισμών | aprobación de una entidad de crédito |
law, nucl.phys. | άδεια λειτουργίας | permiso de explotación |
law, fin. | άδεια λειτουργίας | autorización |
econ., fin. | άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος | autorización de la entidad de crédito |
fin. | άδεια λειτουργίας τραπεζών | autorización bancaria |
chem. | άεργη λειτουργία | marcha en vacío durante el cambio de material |
gen. | έγγραφα στοιχεία που αφορούν τις εργασίες παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | documentos de puesta en servicio |
gen. | έκθεση της όλης διαδικασίας παραδόσεως του έργου σε λειτουργία | informe sobre la puesta en servicio |
earth.sc., mech.eng. | έλεγχος λειτουργίας | prueba de funcionamiento |
mater.sc. | έλεγχος λειτουργίας με πεπιεσμένο αέρα | mando por aire comprimido |
gen. | έναρξη λειτουργίας | comienzo del funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας κόντρα σε μία κλειστή βαλβίδα | puesta en marcha a válvula cerrada |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με ανοιχτή βαλβίδα | puesta en marcha a válvula abierta |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας με την βοήθεια ενός εκκινητή τύπου αστεροειδούς δέλτα | arranque en estrella triángulo |
mater.sc. | έναρξη της ραδιενεργού λειτουργίας | arrancado en caliente |
fin. | έξοδα λειτουργίας | cargos por operaciones |
account. | έξοδα λειτουργίας | gastos de explotación |
busin., labor.org. | έτος λειτουργίας | año de actividad |
med. | αίσθημα ενέργειας,λειτουργίας | sensación de acción |
earth.sc., mech.eng. | αγωγός για την χειροκίνητη λειτουργία | tubería de retorno con apertura manual |
earth.sc., life.sc. | αδιαβατική λειτουργία | proceso adiabático |
earth.sc., tech. | αεροδυναμική σήραγγα συνεχούς λειτουργίας | túnel continuo |
math. | αιτία-συγκεκριμένη λειτουργία κινδύνου | función causar-especìfica del peligro |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | boquilla obturable |
agric. | ακροφύσιο με δυνατότητα να τίθεται εκτός λειτουργίας | boquilla con obturador |
fin., insur. | ανάκληση της αδείας λειτουργίας | retirada de la autorización |
chem. | αναμίκτης συνεχούς λειτουργίας | mezcladora continua para líquidos y gases |
chem. | αναμεικτήρας συνεχούς λειτουργίας | mezcladora continua para líquidos y gases |
energ.ind., mech.eng., el. | ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας | instalación eólica autónoma |
gen. | ανεξάρτητη λειτουργία | servicio independiente |
med. | ανεπαρκής σωματική ή διανοητική λειτουργία | caquergasia |
earth.sc., el. | ανοικτός σε θέση λειτουργίας | conexión a trabajo |
earth.sc., el. | ανοικτός σε θέση λειτουργίας | apertura a posición |
gen. | αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | recarga del combustible en marcha |
gen. | αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργία | recarga de funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | αντλία αξονικής ροής με ρυθμιζόμενα πτερύγια σε λειτουργία | bomba de hélice con palas orientables en marcha |
earth.sc., mech.eng. | αντλία με αξονικά έμβολα,σε πλάγιο δίσκο λειτουργίας | bomba de pistones axiales con plato de mando oblicuo |
gen. | ανώμαλα μεταβατικά γεγονότα κατά τη λειτουργία | transitorios operacionales anormales |
gen. | ανώμαλες συνθήκες λειτουργίας της εγκαταστάσεως | condiciones anormales de funcionamiento |
construct. | ανώτατη στάθμη λειτουργίας | nivel normal de embalse |
earth.sc., mech.eng. | απ'ευθείας έναρξη λειτουργίας | arranque en directo |
med. | αποκαθιστώ τις λειτουργίες ατόμων με ειδικές ανάγκεςαναπήρων | recuperar las funciones del minusválido |
med. | αποκατάσταση ενζυμικής λειτουργίας με εισαγωγή DNA | restablecer la función enzimática mediante la introducción de DNA |
agric. | αποστειρωτήρας συνεχούς λειτουργίας | esterilizador continuo |
agric. | αποστειρωτής γάλακτος συνεχούς λειτουργίας | esterilizador continuo de leche |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων διαλείπουσας λειτουργίας | mondadora discontinua de fruta |
agric. | αποφλοιωτική μηχανή φρούτων συνεχούς λειτουργίας | mondadora continua de fruta |
econ., transp. | απόδοση λειτουργίας | capacidad de kilometraje |
chem. | απόσταξη ασυνεχούς λειτουργίας | destilación discontinua |
chem. | απόσταξη συνεχούς λειτουργίας | destilación continua |
earth.sc., el. | αρνητική αντίσταση σταθερής λειτουργίας στις μεταβολές της τάσης | resistencia negativa estable a la tensión |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ διακεκομμένης λειτουργίας | pozo artesiano intermitente |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ μονίμου λειτουργίας | pozo artesiano permanente |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ μονίμου λειτουργίας | pozo artesiano perenne |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με διπλή γραμμή τροφοδοσίας | sistema por conductos múltiples |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με μονή γραμμή τροφοδοσίας | sistema de una sola línea |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με προοδευτική τροφοδοσία | sistema de nebulización del aceite |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με ψεκασμό σταγονιδίων λαδιού | sistema de doble circuito |
gen. | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων λειτουργίας | registros de operaciones |
gen. | αρχεία στοιχείων των κατά τη φάση λειτουργίας ενεργειών | documentos sobre actividades en la etapa de explotación |
econ., market. | αρχικό στάδιο λειτουργίας | situación de puesta en marcha |
construct. | αστική λειτουργία | función urbana |
tech., industr., construct. | ασφαλές φορτίο λειτουργίας | fuerza de trabajo de seguridad |
gen. | ασφαλιστική διάταξη αποκαταστάσεως ασφαλούς λειτουργίας | fusible de seguridad de un reactor |
agric. | βάρος λειτουργίας | peso en orden de marcha |
construct. | βιβλίον χαρακτηριστικών λειτουργίας υδροληψιών διανομής | registro de tomas |
med. | βιολογική λειτουργία | función biológica |
agric. | βραστήρας συνεχούς λειτουργίας | estufadora continua |
agric. | βραστήρας συνεχούς λειτουργίας | cocedor continuo |
law | για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης | en interés de una buena administración de la justicia |
gen. | για την πραγματοποίηση ενός από τους στόχους στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινής αγοράς | para lograr, en el funcionamiento del mercado común, uno de los objetivos |
med. | γνωστικές λειτουργίες | funciones cognoscitivas |
med. | γνωστικές λειτουργίες | funciones cognitivas |
chem. | γραμμή λειτουργίας | línea de operación |
fin. | δαπάνες λειτουργίας | gastos de explotación |
fin. | δαπάνες λειτουργίας | gastos de operaciones |
fin. | δαπάνες λειτουργίας | costes operativos |
gen. | δαπάνες λειτουργίας | coste de explotación |
fin. | δαπάνες προσωπικού και διοικητικής λειτουργίας | gastos de personal y de funcionamiento administrativo |
fin. | δαπάνη διοικητικής λειτουργίας | gasto de funcionamiento administrativo |
fin. | δαπάνη λειτουργίας | gastos de funcionamiento |
econ. | δαπάνη λειτουργίας | gasto de funcionamiento UE |
econ. | δαπάνη λειτουργίας | gasto de funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | διάγραμμα που δείχνει τα χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | diagrama de arranque |
econ., lab.law. | διάρκεια λειτουργίας | duración de trabajo |
life.sc. | διάταξη αυτόματης λειτουργίας | dispositivo de automatización |
econ., market. | διάφορα έσοδα λειτουργίας | otros ingresos de explotación |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | por ministerio de la Ley |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | previsto por la ley |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | de oficio |
gen. | διαδικασία θέσεως εκτός λειτουργίας | parada |
earth.sc., mech.eng. | διαδικασία θέσεως σε λειτουργία | puesta en marcha |
gen. | διαδικασίες παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | procedimientos de puesta en servicio |
law, lab.law. | διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης | paro del servicio |
law, lab.law. | διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης | paro de la producción |
gen. | διαλογικό σύστημα προσομοίωσης της λειτουργίας | sistema interactivo de simulación del funcionamento |
law, market. | διαμεσολαβητική λειτουργία | operación fiduciaria |
med. | διανοητική λειτουργία | proceso mental |
agric. | διανομέας λειτουργίας με τη βαρύτητα | abonadora por gravedad |
law | διαρκής λειτουργία | carácter permanente |
gen. | διαταραχές στη λειτουργία της κοινής αγοράς | perturbación del funcionamiento del mercado común |
law | διαταραχή στη λειτουργία της κοινής αγοράς | perturbaciones en el funcionamiento del mercado común |
med. | διεγερτικός της λειτουργίας των γεννητικών αδένων | gonadotropo |
law, transp., environ. | διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος | Código Internacional de Gestión para la Seguridad en la Explotación de Buques y la Prevención de la Contaminación |
law, transp., environ. | διεθνής κώδικας διαχείρισης για την ασφαλή λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ρύπανσης του περιβάλλοντος | Código internacional de gestión de la seguridad operacional del buque y la prevención de la contaminación |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | función de mando |
law, lab.law. | διευθυντική λειτουργία | funciones de mando |
law | διευκολύνω τη χρήση του ECU και εποπτεύω την ανάπτυξή του,συμπεριλαμβανομένης της ομαλής λειτουργίας του συστήματος συμψηφισμού σε ECU | facilitar la utilización del ecu y supervisar su desarrollo,incluido el buen funcionamiento de su sistema de compensación |
econ., transp. | διεύθυνση λειτουργίας | supervisión de la seguridad de la explotación |
law | δικαιοδοτική λειτουργία | poder judicial |
law | δικαιοδοτική λειτουργία | justicia |
social.sc., health. | δικαιώματα σχετικά με την αναπαραγωγική λειτουργία | derechos reproductivos |
social.sc., health. | δικαιώματα σχετικά με την αναπαραγωγική λειτουργία | derechos en materia de procreación |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | canal estacional |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | canal de utilización intermitente |
agric., construct. | διώρυγα ασυνεχούς λειτουργίας | canal de servicio periódico |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | canal de utilización intermitente |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | canal estacional |
agric., construct. | διώρυγα εποχιακής λειτουργίας | canal de servicio periódico |
agric., construct. | διώρυγα συνεχούς λειτουργίας | canal perenne |
agric., construct. | διώρυγα συνεχούς λειτουργίας | canal de utilización permanente |
construct. | διώρυξ διαλειπούσης λειτουργίας | canal de servicio intermitente |
tech. | δοκιμές λειτουργίας | ensayos operacionales |
gen. | δοκιμές παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | pruebas de puesta en servicio |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κατά τη λειτουργία | ensayo en línea |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή κατά τη λειτουργία | ensayo en cadena |
tech., el. | δοκιμή λειτουργίας | ensayo de fallos |
earth.sc., el. | δοκιμή λειτουργίας | ensayo de funcionamiento |
gen. | δοκιμή λειτουργίας | ensayo funcional |
med. | δοκιμασία γαστρικής λειτουργίας του Klemperer | prueba de Klempner |
med. | δοκιμασία καρδιακής λειτουργίας Brittingham | prueba de Brittingham |
med. | δοκιμασία λειτουργίας νεφρού | pruebas de función renal |
med. | δοκιμασία νεφρικής λειτουργίας Holten | prueba de la función renal de Holten |
med. | δοκιμασία της αναπνευστικής λειτουργίας | prueba de la función respiratoria |
chem. | δοκιμαστική λειτουργία | operación de prueba |
mater.sc., mech.eng. | δοκιμαστική λειτουργία | puesta en marcha |
earth.sc., mech.eng. | δοσομετρική αρχή λειτουργίας | sistema dosificado |
gen. | δραστηριότητες καθορίζουσες τον χρόνο εκτός λειτουργίας | actividades determinantes del tiempo de inactividad |
law | εγχειρίδιο λειτουργίας του συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | manual de procedimientos de la franquicia |
gen. | εγχειρίδιο οδηγιών λειτουργίας | manual de explotación |
agric. | εκριζωτική μηχανή συνδυασμένης λειτουργίας | cosechadora de patatas |
construct. | εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κάδους εκσκαφής | excavadora continua de cangilones excavadores |
construct. | εκσκαφέας συνεχούς λειτουργίας με κομπολόι από σκαπτικές κουτάλες | excavadora continua de cucharas |
med. | εκτέλεση υπολογισμών μη φυσιολογικών τρόπων λειτουργίας | proveer para formas anormales de operación |
construct. | εκτός λειτουργίας | fuera de servicio |
med. | ελάττωση κινητικής λειτουργίας | hipocinesia |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | de un semimódulo |
tech., construct. | ελάχιστον φορτίον λειτουργίας ρυθμιστών σταθεράς παροχής | carga mínima de funcionamiento de un módulo |
earth.sc., mech.eng. | ελεγχόμενη ροή κατά τη λειτουργία υπό φορτίο | caudal de control con carga |
earth.sc., mech.eng. | ελικοφυγοκεντρική αντλία με ρυθμιζόμενα,κατά τη λειτουργία,πτερύγια | bomba helicocentrífuga con palas orientables en marcha |
econ. | εμπορική λειτουργία | explotación comercial |
med. | εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | menarquía |
chem. | εν κενώ λειτουργία | marcha en vacío durante el cambio de material |
agric. | ενίσχυση για έναρξη λειτουργίας | ayuda de puesta en marcha |
agric. | ενίσχυση για την έναρξη της λειτουργίας των ομάδων παραγωγών | ayuda a las agrupaciones de productores |
fin., agric. | ενίσχυση λειτουργίας | ayuda de funcionamiento |
econ., commer. | ενίσχυση λειτουργίας | ayuda de explotación |
fin., agric. | ενίσχυση στη λειτουργία | ayuda de funcionamiento |
fin., agric. | ενίσχυση στη λειτουργία | ayuda de explotación |
hobby, el. | ενδεικτικό λειτουργίας | testigo de funcionamiento |
energ.ind. | ενεργειακή απόδοση αντλητικής υδροηλεκτρικής εγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των υδροστροβίλων | capacidad de producción de una central de acumulación por bombeo funcionando con turbinas |
fin., bank. | ενιαία άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματος | autorización bancaria unica |
mater.sc., mech.eng. | εξάρτημα περιορισμένης χρονικής λειτουργίας | artículo con límite de vida especificado |
med. | εξέταση πνευμονικής λειτουργίας | prueba de funcionamiento pulmonar |
gen. | εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργία | examen previo a la puesta en servicio |
gen. | εξασφάλιση της λειτουργίας των υπηρεσιών της Eπιτροπής | asegurar el funcionamiento de los servicios de la Comisión |
earth.sc., el. | επαφές ανοικτές σε συνήθη λειτουργία | contactos normalmente abiertos |
earth.sc., el. | επαφές κλειστές σε συνήθη λειτουργία | contactos normalmente cerrados |
econ., fin. | επιδότηση λειτουργίας | subvención de explotación |
gen. | επικεφαλής χειριστής λειτουργίας | primer operador fuera de la sala de control |
earth.sc., el. | επιλογέας για έλεγχο καλής λειτουργίας | selector de ensayo |
earth.sc., el. | επιλογέας για έλεγχο καλής λειτουργίας | conmutador de prueba |
law, lab.law. | επιπρόσθετος χρόνος λειτουργίας μίας μηχανής | tiempo tecnológico adicional |
earth.sc., transp. | επιτάχυνσση λειτουργίας | aceleración del servicio |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Comité Fiscalis |
tax. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος για τη βελτίωση της λειτουργίας των φορολογικών συστημάτων στην εσωτερική αγορά Fiscalis | Comité de aplicación del programa comunitario destinado a mejorar el funcionamiento de los sistemas fiscales en el mercado interior Fiscalis |
law | Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τη λειτουργία των Ευρωπαικών Συμβάσεων του ποινικού τομέα | Comité de Expertos en el funcionamiento de los convenios europeos de cooperación en materia penal |
fin. | επιτροπή λειτουργιών του ρυθμιστικού αποθέματος | Comité de operaciones de la reserva de estabilización |
earth.sc. | επιφανειακή θερμοκρασία λειτουργίας θεωρούμενη κατά το σχεδιασμό | temperatura nominal superficial de trabajo |
chem., el. | εσωτερική διέλευση εμβόλου εν λειτουργία | limpieza interior en carga |
gen. | εσωτερική λειτουργία | funcionamiento interno |
nat.sc. | εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας | Normas Internas de Operación |
med. | ετήσιες δόσεις στο προσωπικό λειτουργίας | dosis anuales de los operarios |
law, fin. | εταιρική λειτουργία | empresa conjunta de capital social proporcional |
chem., el. | ημέρα λειτουργίας | jornada de calefacción |
gen. | ημερολόγιο λειτουργίας | registro de explotación |
earth.sc. | θέση σε μη ραδιενεργό λειτουργία | puesta en funcionamiento inactiva |
mater.sc. | θέτω σε λειτουργία την δεξαμενή | intervenir con el tanque |
mater.sc. | θέτω σε λειτουργία την δεξαμενή | extinguir con el tanque |
med. | θεραπεία της μυϊκής λειτουργίας | tratamiento miofuncional |
gen. | θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίας | rendimiento térmico |
earth.sc. | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας | temperatura ambiente de trabajo |
earth.sc. | θερμοκρασία περιβάλλοντος λειτουργίας | temperatura ambiental de operación |
gen. | θερμός ιοντικός τρόπος λειτουργίας | modo iónico caliente |
agric. | θλιπτήριο-πιεστήριο συνεχούς λειτουργίας | pisadora-prensa continua |
agric. | θρεπτικά στοιχεία λειτουργίας | elementos nutritivos de funcionamiento |
gen. | ιεράρχηση των λειτουργιών ασφαλείας | clasificación de las funciones de seguridad |
gen. | ικανός για λειτουργία | operable |
gen. | ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως | capacidad de parada de la planta con seguridad |
gen. | ικανότης εναλλασσόμενης λειτουργίας | capacidad de operación cíclica |
gen. | ικανότης κυκλικής λειτουργίας | capacidad de operación cíclica |
gen. | ικανότης λειτουργίας | capacidad de funcionamiento |
gen. | ικανότης λειτουργίας | operabilidad |
fin. | ικανότητα λειτουργίας | capacidad de explotación |
gen. | ισχύς λειτουργίας | potencia de explotación |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάση | potencia en régimen en un cuarto de hora |
earth.sc., mech.eng. | ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάση | potencia en régimen semihorario |
earth.sc., transp. | ισχύς σε άφορτη λειτουργία | potencia en vacío |
gen. | κέντρο λειτουργιών και συντήρησης | centro de operación y mantenimiento |
gen. | καθαρά έξοδα λειτουργίας | gastos de explotación netos |
fin. | καθεστώς λειτουργίας των οργανωμένων αγορών | procedimientos operativos de los mercados organizados |
gen. | καθημερινή λειτουργία του εργοστασίου | marcha cotidiana de una central |
med. | καθυστέρηση της έκπτωσης των λειτουργιών του ατόμου | retardando la decadencia del individuo |
econ. | καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς | buen funcionamiento del mercado interior |
life.sc., construct. | καμπύλη βελτίστης λειτουργίας | curva de explotación óptima |
gen. | κανονική λειτουργία λαναριού | carding working |
tech., el. | κανονικοποιημένη λειτουργία | función normalizada |
law | κανόνες λειτουργίας | norma de funcionamiento |
law, commer. | κανόνες λειτουργίας του δικτύου | reglas que gobiernan el funcionamiento de la red |
gen. | κατάστάση λειτουργίας | registro de operaciones |
gen. | κατάσταση λειτουργίας | situación operacional |
tech. | κατάσταση μονίμου λειτουργίας | servicio continuo |
tech. | κατάσταση μονίμου λειτουργίας | régimen permanente |
tech. | κατάσταση μονίμου λειτουργίας | potencia continua |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | energía consumida por el bombeo en caso de una central de acumulación por bombeo |
tech., energ.ind. | κατανάλωση ενέργειας κατά την άντληση μίας αντλητικής υδροηλεκτρικήςεγκατάστασης κατά την διάρκεια λειτουργίας των αντλιών | energia eléctrica absorbida por el bombeo |
gen. | καταστάσεις λειτουργίας | situaciones operacionales |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού "κατά φορτίο" λειτουργίας | congelador de helado discontinuo |
agric. | καταψύκτης μίγματος κρέμας παγωτού συνεχούς λειτουργίας | congelador de helado continuo |
agric. | καταψύκτης συστατικών κρέμας παγωτού διακοπτόμενης λειτουργίας | congelador de helado discontinuo |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριού με εργάτες | sentido de trabajo de una carda de cilindros |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας λαναριστικής μηχανής gilljam | sentido de trabajo de una máquina Garnett |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας μηχανής λύκου | sentido de trabajo de una deshilachadora |
tech., industr., construct. | κατεύθυνση λειτουργίας προλαναριστικής μηχανής-willow | sentido de trabajo de una carda-diablo desfibrador Willow |
construct. | κατώτατη στάθμη λειτουργίας | nivel mínimo de explotación |
fin., tax., industr. | κεφάλαιο λειτουργίας | fondo de operaciones |
fin., tax., industr. | κεφάλαιο λειτουργίας | capital de explotación |
fin., tax., industr. | κεφάλαιο λειτουργίας | capital circulante |
social.sc. | κοινωνική λειτουργία | función social |
fin. | κονδύλιο λειτουργίας | línea operativa |
fin. | κόστος λειτουργίας | coste de explotación |
econ., transp. | κόστος λειτουργίας | coste de explotación de la vía |
econ. | κόστος λειτουργίας των παραγωγικών μονάδων | cargas de explotación de los productores |
earth.sc., mech.eng. | κύκλος λειτουργίας | ciclo de trabajo |
account. | κύκλος λειτουργίας | ciclo de explotación |
econ., el. | κύκλος λειτουργίας | tiempo de servicio |
tech., mater.sc. | κύκλος λειτουργίας | ciclo de tensiones de funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | κύκλωμα άφορτης λειτουργίας | circuito de descarga |
energ.ind. | λέβητας διπλής λειτουργίας | caldera de doble función |
agric. | λειτουργία ανάδρασης | realimentación |
agric. | λειτουργία ανατροφοδότησης | realimentación |
tech. | λειτουργία ανοικτού βρόχου | funcionamiento en bucle abierto |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία αντλίας χωρίς ή με μειωμένη ποσότητα υγρού | funcionamiento en seco |
agric., construct. | λειτουργία αρδευτικού δικτύου | explotación de una red de riegos |
gen. | λειτουργία ασφαλείας | función de seguridad |
gen. | λειτουργία-διαχείριση | función gestión |
tech. | λειτουργία δουλείας | funcionamiento telemandado |
math. | λειτουργία δύναμης φακέλων | función de energìa del sobre |
gen. | λειτουργία εν κενώ | marcha en vacio |
chem. | λειτουργία εν κενώ | marcha en vacío durante el cambio de material |
gen. | λειτουργία εν κενώ | funcionamiento en vacío |
work.fl. | λειτουργία ενός θησαυρού | función de un tesauro |
econ., commun., mater.sc. | λειτουργία επικοινωνίας δεδομένων | comunicación de datos |
math. | λειτουργία επιρροής | función de influencia |
gen. | λειτουργία θυροπλοίου με ανύψωση και βύθιση | maniobra de un barco puerta por elevación y varadura |
law, IT | λειτουργία "κεκλεισμένων των θυρών" | operación con separación de funciones |
tech. | λειτουργία κλειστού βρόχου | funcionamiento en bucle cerrado |
econ., transp. | λειτουργία με βάρδια | trabajo en equipo |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | funcionamiento con la red exterior |
earth.sc., mech.eng. | λειτουργία με χαμηλά επίπεδα θορύβου | funcionamiento silencioso |
earth.sc., el. | λειτουργία μεταγωγής λήψεων | operación de cambio de tomas |
tech. | λειτουργία μονής σάρωσης | funcionamiento con barrido único |
earth.sc. | λειτουργία πηγής θορύβου κατά τη διάρκεια δοκιμής | funcionamiento de la fuente sonora baja ensayo |
gen. | λειτουργία πολλαπλών στενών δεσμών ακτίνων | funcionamiento en múltiples haces puntuales |
gen. | λειτουργία πολυπλεξίας | función de multiplexación |
tech., el. | λειτουργία σειράς | funcionamiento en serie |
math. | λειτουργία συχνότητας Pюlya της διαταγής δύο | función de frecuencia de Pólya de la orden dos |
construct. | λειτουργία ταμιευτήρα | operación del embalse |
construct. | λειτουργία ταμιευτήρα | explotación del embalse |
work.fl., IT | λειτουργία τεκμηρίωσης | operaciones documentales |
agric. | λειτουργία της αμελκτικής συσκευής χωρίς ροή γάλακτος | ordeno ciego |
med. | λειτουργία της αντιπροσώπευσης | función de representación |
med. | λειτουργία της ενόρασης | función intuitiva de Jung |
med. | λειτουργία της καρδιάς | ciclo cardíaco |
econ. | λειτουργία της κοινής αγοράς | funcionamiento del mercado común |
med. | λειτουργία της πρωτεϊνης | función de la protéina |
law | λειτουργία του Πρωτοδικείου | funcionamiento del Tribunal de Primera Instancia |
law | λειτουργία του σήματος ως σημείου προέλευσης | función de origen de la marca |
econ. | λειτουργία των κοινοτικών οργάνων | funcionamiento institucional |
law | λειτουργία των υπηρεσιών της | funcionamiento de sus servicios |
life.sc., construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος απλού σκοπού | explotación de un embalse con fin único |
construct. | λειτουργία υδροταμιευτήρος πολλαπλού σκοπού | explotación de un embalse con fines múltiples |
gen. | λειτουργία υπό ισχύ | funcionamiento en régimen de potencia |
chem. | λειτουργία φασματομέτρου μαζών παρακολούθησης επιλεγμένων ιόντων | espectrometría de masas con función de registro selectivo de iones |
nat.sc., energ.ind. | λειτουργία χαμηλής κατανάλωσης | modo de bajo consumo |
gen. | λειτουργίες αλληλομανδαλώσεως | funciones de enclavamiento permisivo y prohibitivo |
gen. | λογικό σύστημα διακοπής της λειτουργίας μετά από αναγκαστική κράτηση | lógica de la parada después del disparo |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση διακοπτόμενης λειτουργίας | liofilización discontinua |
agric., mech.eng. | λυοφιλίωση συνεχούς λειτουργίας | liofilización continua |
econ., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος διά πλήρους ετησίας χρήσεως υδαταποθηκεύσεως | método de explotación de un embalse para su empleo anual |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εξησφαλισμένης ελαχίστης παροχής | método de explotación de un embalse con caudal mínimo asegurado |
agric., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος δι'εφεδρικού στρώματος ύδατος | método de explotación con zona reservada |
fin. | μεγαλύτερη επικάλυψη στις ώρες λειτουργίας | horario operativo común |
med. | μειωμένη αδενική λειτουργία | hipoadenia |
med. | μελέτη αιμοπεταλιακών λειτουργιών | pruebas de función plaquetaria |
chem., el. | μετάβαση σε λειτουργία αεριογόνου συσκευής | paso a calefacción por gas de gasógeno |
fin. | μεταβλητά έξοδα λειτουργίας | coste de funcionamiento variable |
chem. | μεταβλητή λειτουργίας | variables operacionales |
tech. | μετρητής πολλαπλής λειτουργίας | contador de funciones múltiples |
tech. | μετρητής στροφών ανά ώρες λειτουργίας | cuentavueltas calibrado en horas de trabajo |
earth.sc., mech.eng. | μετρητής ωρών λειτουργίας | contador horario |
tech. | μετρητής ωρών λειτουργίας για μηχανές | contador de horas de trabajo para máquinas |
mater.sc. | μη συνεχής λειτουργία | funcionamiento discontinuo |
tech., industr., construct. | μηχάνημα συνεχούς λειτουργίας μετατροπής φιτιλιού συνεχών ινών tow σε φιτίλι ασυνεχών ινών top | continua para cable |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή πολλαπλής συσκευασίας με ρυθμιζόμενες διαστάσεις λειτουργίας | máquina envolvedora universal |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα μηχανικής λειτουργίας | auto-escalera mecánica |
mater.sc. | μηχανική κλίμακα χειροκίνητης λειτουργίας | auto-escalera con maniobra manual |
gen. | μηχανισμός λειτουργίας των ράβδων ελέγχου | mecanismo de accionamiento de las barras de control |
med. | νευροορμονική ρύθμιση καρδιακής λειτουργίας | regulación cardíaca |
construct. | νομική διάταξη για την κατασκευή και λειτουργία των σιδηροδρόμων | reglamentación sobre construcción y explotación de ferrocarriles |
law, fin. | νομισματικές λειτουργίες και εργασίες του ΕΣΚΤ | funciones monetarias y operaciones del SEBC |
med. | νορμοφλοιοεπινεφριδιακή λειτουργία | isoadrenocorticismo |
med. | νωθρή διανοητική λειτουργία | hiponoia |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | ley de delegación |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | ley de habilitación |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | ley de plenos poderes |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | ley de autorización |
law | νόμος για την έκδοση κατ ουσίαν νομοθετικών διατάξεων από την εκτελεστική λειτουργία | decreto facultativo de habilitación |
agric. | ξηραντήριο διαλείπουσας λειτουργίας | desecador discontinuo |
agric. | ξηραντήριο διαλείπουσας λειτουργίας | desecador alternativo |
agric. | ξηραντήριο θερμοδυναμικής λειτουργίας | desecador termodinámico |
agric. | ξηραντήριο θερμοδυναμικής λειτουργίας | desecador de bomba de calor |
agric. | ξηραντήριο συνεχούς λειτουργίας | desecador continuo |
tech. | Οδηγία του Συμβουλίου 90/384/ΕΟΚ για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | Directiva 90/384/CEE del Consejo sobre la aproximación de las legislaciones de los Estados miembros relativas a los instrumentos de pesaje de funcionamiento no automático |
chem., el. | οδηγός εναλλασσόμενης διαλείπουσας λειτουργίας | piloto de funcionamiento alterno |
chem., el. | οδηγός παροδικής σταθεροποιητικής λειτουργίας | piloto de funcionamiento limitado al tiempo de encendido |
gen. | οι οδηγίες οι οποίες έχουν άμεση επίπτωση επί της λειτουργίας της κοινής αγοράς | las disposiciones que incidan directamente en el funcionamiento del mercado común |
fin. | ομάδα υψηλού επιπέδου για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς | Grupo de alto nivel sobre el funcionamiento del mercado único |
gen. | ομάς εκτελέσεως της διαδικασίας της παραδόσεως του ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | grupo de puesta en servicio |
gen. | ομάς λειτουργίας | grupo de explotación |
agric. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης | condiciones normales de funcionamiento y habitabilidad |
fin. | ομαλές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς | condiciones de mercado ordenadas |
econ. | ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς | buen funcionamiento del mercado interior |
earth.sc., el. | ονομαστική θερμοκρασιακή περιοχή λειτουργίας πυκνωτού | categoría de temperatura asignada de un condensador |
gen. | οργανισμός λειτουργίας | entidad explotadora |
tech. | οριακές τιμές λειτουργίας | valores límites para funcionamiento |
earth.sc., el. | οριακή τάση λειτουργίας πυκνωτού | tensión límite de un condensador Ulim |
earth.sc., mech.eng. | οριακή ταχύτητα λειτουργίας χωρίς χτύπημα | velocidad límite de funcionamiento sin choque |
law | οριστική διακοπή λειτουργίας μιας επιχείρησης | cierre de empresa |
law | οριστική διακοπή λειτουργίας μιας επιχείρησης | cese de explotación |
tech., law, nucl.pow. | οριστική θέση εκτός λειτουργίας | clausura |
econ. | οριστική παύση λειτουργίας σταθμού | clausura de central energética |
earth.sc., mech.eng. | πίεση απαιτούμενη για λειτουργία χωρίς φόρτο | presión de marcha sin carga |
earth.sc., tech. | πίεση δοκιμής,πίεση λειτουργίας και υπολογισμένη πίεση | presión de prueba, presión de servicio y presión teórica |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κατά την άφορτο λειτουργία | presión estática |
earth.sc., mech.eng. | πίεση κενής λειτουργίας | presión estática |
agric. | πίεση λειτουργίας | presión de equilibrio |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας συνεχούς πέδης πεπιεσμένου αέρα | presión de régimen de un freno continuo de aire comprimido |
earth.sc., transp. | πίεση λειτουργίας τροχού | presión de marcha |
nat.sc. | πίνακας ελέγχου λειτουργιών | panel de control de funcionamiento |
med. | παλμική λειτουργία | régimen de impulsión |
med. | παρορμητική λειτουργία | acción impulsiva |
med. | παύσις της γεννητικής λειτουργίας που ακολουθεί την κλιμακτήριο | gonadopausia |
mater.sc. | περίοδος λειτουργίας συσκευής | período de funcionamiento bajo esfuerzo |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή κανονικής λειτουργίας | zona de funcionamiento normal |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας | campo de potencia |
tech. | περιοχή λειτουργίας | intervalo de funcionamiento |
gen. | περιοχή λειτουργίας | margen de funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | περιοχή λειτουργίας εργασίας | camara de trabajo |
gen. | περιοχή μη προσπελάσιμη κατά την ομαλή λειτουργία της εγκαταστάσεως | zona inaccesible durante el funcionamiento normal de la planta |
fin. | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας | créditos de funcionamiento |
fin. | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας | créditos operacionales |
fin. | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας | créditos administrativos |
fin. | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας | crédito operativo |
fin. | πιστώσεις διοικητικής λειτουργίας | crédito de operaciones |
law | πλήρης διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης | paro total de una empresa |
life.sc. | πλαίσιο άγνωστης λειτουργίας | marco de lectura abierta |
gen. | προ της θέσεως σε λειτουργία | preoperacional |
gen. | προκαθοριζόμενα όρια λειτουργίας του συστήματος ασφαλείας | reglajes de los sistemas de seguridad |
gen. | προκαθορισμός ορίων θέσεως εκτός λειτουργίας | fijación de los valores de disparo |
law | προληπτική λειτουργία | efecto preventivo |
gen. | προσθήκη βορίου για τη θέση εκτός λειτουργίας | boración durante la parada |
gen. | προσωπικό λειτουργίας | personal de explotación |
gen. | προϊστάμενος λειτουργίας | Jefe de explotación |
law | προϋποθέσεις λειτουργίας συστήματος ενοποιημένης παρουσίας/franchise | concepto franquiciable |
gen. | Πρωτόκολλο 3 για τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων | Protocolo 3 relativo a las funciones y poderes del Órgano de Vigilancia de la AELC en el ámbito de las ayudas de Estado |
gen. | Πρωτόκολλο 1 σχετικά με τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ που απορρέουν, κατεφαρμογή του πρωτοκόλλου 1 της Συμφωνίας ΕΟΧ, από τις πράξεις στις οποίες γίνεται αναφορά στα Παραρτήματα της εν λόγω Συμφωνίας. | Protocolo 1 sobre las funciones y competencias del Órgano de Vigilancia de la AELC que, en virtud de la aplicación del Protocolo 1 del Acuerdo EEE, se desprenden de los actos a los que se hace referencia en los Anexos de dicho Acuerdo |
gen. | Πρωτόκολλο 4 σχετικά με τις λειτουργίες και τις εξουσίες της Εποπτεύουσας Αρχής ΕΖΕΣ στον τομέα του ανταγωνισμού | Protocolo 4 relativo a las funciones y poderes del Órgano de Vigilancia de la AELC en el ámbito de la competencia |
mater.sc. | πρόβλεψη της συμπεριφοράς κατά τη λειτουργία | predicción del comportamiento en servicio |
gen. | πρόγραμμα παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | programa de puesta en servicio |
med. | πρόωρος εμφάνισις της λειτουργίας της εμμήνου ροής | menarquia precoz |
earth.sc., el. | πυκνωτής λειτουργίας κινητήρος | condensador para motor |
mater.sc., construct. | ράβδος ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | sonda de control de tubos |
energ.ind. | ρυθμίζουσα λειτουργία | funcionamiento en regulación secundaria |
energ.ind. | ρυθμίζουσα λειτουργία | funcionamiento en regulación |
agric., mech.eng. | ρύθμιση λειτουργίας | regulación de funcionamiento |
agric., mech.eng. | ρύθμιση λειτουργίας | ajuste para laborar |
earth.sc., mech.eng. | ρύθμιση της πιέσεως λειτουργίας | regulación de la presión de régimen |
chem. | σε λειτουργία | en marcha |
chem., el. | σε συνθήκες λειτουργίας | en las condiciones de medida |
earth.sc., mech.eng. | σημείο λειτουργίας | punto de funcionamiento |
fin. | σταθμός παραγωγής μέσων λειτουργίας | central de servicios |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | célula de trabajo |
earth.sc., mech.eng. | στεγανός θάλαμος λειτουργίας,στεγανός χώρος λειτουργίας μιας αντλίας | camara de trabajo |
med. | στοιχειώδης λειτουργία | función elemental |
earth.sc., transp. | στροφές λειτουργίας | régimen de funcionamiento |
law, fin. | συμφωνία λειτουργίας | acuerdo de explotación |
gen. | Συμφωνία "περί συμμετοχής εις τας δαπάνας συντηρήσεως και λειτουργίας της υπηρεσίας περιπολίας κατά των πάγων του βορείου Ατλαντικού | Convenio internacional sobre el sostenimiento de la Patrulla de Hielos del Atlántico Norte |
fin. | συναφής λειτουργία | función complementaria |
busin., labor.org., account. | συνεχής λειτουργία των επιχειρήσεων; αρχή της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων | continuación de las actividades |
chem. | συνθήκες λειτουργίας | condición operativa |
chem. | συνθήκες σταθερής λειτουργίας | estado operatorio estacionario |
chem. | συνθήκες σταθερής λειτουργίας | condiciones estables de funcionamiento |
econ. | συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ | Tratado de Funcionamiento de la UE |
tech. | συντελεστής απόρριψης λειτουργίας σειράς | factor de rechazo de modo serie |
earth.sc., construct. | συντελεστής ελαχίστου φορτίου λειτουργίας αυτομάτων ή ημιαυτομάτων ρυθμιστών σταθεράς ή ημισταθεράς παροχής | relación de carga mínima para el funcionamiento modular |
tech. | συντελεστής χαλάρωσης λειτουργίας | factor de disminución del esfuerzo |
econ., el. | συντελεστής χρόνου λειτουργίας | factor de utilización |
econ., construct. | συντονισμένη λειτουργία | explotación coordinada |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | monitor cardíaco |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | electrocardioscopio |
med. | συσκευές παρακολούθησης καρδιακής λειτουργίας | electrocardioscopia |
chem., mech.eng. | συσκευή διακοπής καυσίμου βραδείας λειτουργίας | dispositivo de cierre de combustible |
agric. | συσκευή επεξεργασίας διαλείπουσας λειτουργίας | desinfectadora discontinua de semillas |
agric. | συσκευή επεξεργασίας συνεχούς λειτουργίας | desinfectadora continua de semillas |
earth.sc., mech.eng. | σχετικός χρόνος λειτουργίας | duración del funcionamiento relativo |
mater.sc., construct. | σόντα ανιχνεύσεως λειτουργίας δραίνων | sonda de control de tubos |
econ., transp. | σύγκριση λειτουργίας | comparación de explotaciones |
agric. | σύγχρονη λειτουργία των δοσομετρητών | sincronización de los dosificadores |
law, industr. | σύμβαση "έτοιμο για λειτουργία" | contrato llave en mano |
med. | σύμπτωμα ανεπαρκούς λειτουργίας | fenómenos deficitarios |
construct. | σύνολο λειτουργιών | conjunto de funciones |
gen. | σύστημα για τη θέση εκτός λειτουργίας | sistema de parada |
gen. | σύστημα εκτάκτου θέσεως εκτός λειτουργίας με βορικό οξύ | sistema de ácido bórico para parada de emergencia |
tech. | σύστημα ενισχυτή με απομόνωση λειτουργίας σε ενεργητική ή παθητική φάση | sistema amplificador de modo activopasivo |
tech. | σύστημα επιτηρήσεως των ορίων λειτουργίας του πυρήνα αντιδραστήρα | sistema de supervisión de limitación operativa del núcleo |
gen. | Σύστημα συνέχισης της λειτουργίας | emplazamiento de continuidad de la actividad |
tech., el. | τάση κοινής λειτουργίας | tensión de modo común |
tech. | τάση λειτουργίας σειράς | tensión de modo serie |
nat.sc. | ταλαντωτής παλμικού μονού διαμήκους τρόπου λειτουργίας | oscilador monomodo longitudinal de impulsos |
earth.sc., transp. | ταχύτητα λειτουργίας | régimen de funcionamiento |
earth.sc., mech.eng. | ταχύτητα λειτουργίας | marcha para trabajar en el campo |
earth.sc., mech.eng. | ταχύτητα λειτουργίας | velocidad de trabajo |
mater.sc. | ταχύτητα λειτουργίας | velocidad operativa |
gen. | τεστ λειτουργίας | prueba funcional |
gen. | τεστ λειτουργίας | ensayo funcional |
tech., el. | τηλεφωνικό κύκλωμα αναφοράς λειτουργίας | circuito telefónico patrón de trabajo |
gen. | τηλεχειρισμός για τη θέση εκτός λειτουργίας | control de apagado a distancia |
econ. | τιμή που πραγματικά πληρώνεται από τον αγοραστή,λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας του ΦΠΑ | precio realmente pagado por el comprador teniendo en cuenta el mecanismo del IVA |
fin. | τράπεζα με υπερβολική δανειοδοτική λειτουργία | banco con un gran volumen de préstamos pendientes |
earth.sc. | τρόπος λειτουργίας με πυράκτωση | modo de incandescencia |
earth.sc., mech.eng. | υγρό λειτουργίας | líquido motor |
gen. | υποβοηθητικές λειτουργίες | funciones auxiliares |
gen. | υποστήριξη ζωτικών λειτουργιών | auxilio vital |
tech. | υποτελής λειτουργία | funcionamiento telemandado |
tech. | υποτελής λειτουργία παρακολούθησης | funcionamiento telemandado seguidor |
gen. | φάση λειτουργίας με τρίτιο | fase de funcionamento con tritio |
gen. | φάση συνεχούς λειτουργίας | fase de marcha continua |
agric. | φορτωτής χορτονομής συνεχούς λειτουργίας με αλυσίδες | cargador de heno con elevador de cadena |
med. | φυσιολογική ιδιοσυστασία που επηρεάζεται ανώμαλα από την γεννητική λειτουργία | gonadotropismo |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά έναρξης λειτουργίας | característica fuerza-velocidad |
earth.sc., mech.eng. | χαρακτηριστικά λειτουργίας | característica de funcionamiento |
chem. | χημικό σύστημα για τη θέση εκτός λειτουργίας | sistema de parada químico |
fin. | χρηματοδοτική λειτουργία | transacción financiera |
fin. | χρηματοδοτική λειτουργία | operación financiera |
gen. | χρονοδιάγραμμα των εργασιών παραδόσεως ολοκληρωμένου έργου σε λειτουργία | calendario de puesta en servicio |
law, lab.law. | χρόνος αυτόνομης λειτουργίας μηχανής | tiempo de máquina |
econ., lab.law. | χρόνος λειτουργίας | duración de trabajo |
econ., el. | χρόνος λειτουργίας | tiempo de servicio |
earth.sc., mech.eng. | χρόνος λειτουργίας | duración del funcionamiento |
earth.sc., tech. | χρόνος λειτουργίας | tiempo de operación |
tech. | χρόνος λειτουργίας | tiempo de operación antes del fallo |
tech. | χρόνος λειτουργίας μέχρι την αστοχία | tiempo de operación antes del fallo |
econ., mech.eng. | χρόνος λειτουργίας της μηχανής | tiempo útil de la máquina |
tech., mater.sc. | χρόνος μερικής λειτουργίας | tiempo de funcionamiento parcial |
tech., mater.sc. | χρόνος πλήρους λειτουργίας | tiempo de funcionamiento pleno |
agric. | ψεκαστήρας με πίεση ασκούμενη πριν την έναρξη της λειτουργίας του | pulverizador de presión previa |
med. | ψυχικές και κινητικές λειτουργίες | funciones psicomotoras |
earth.sc., mech.eng. | ψυχρόμετρο περιστροφικής λειτουργίας | sicrómetro oscilador |
earth.sc., mech.eng. | ψυχρόμετρο περιστροφικής λειτουργίας | psicrómetro oscilador |
gen. | ψύξη κατά την εκτός λειτουργίας φάση | refrigeración para caso de parada |
econ., construct. | ωλοκληρωμένη λειτουργία διά πολλαπλούν σκοπόν | explotación totalmente integrada |
econ., construct. | ωλοκληρωμένη λειτουργία δι'απλούν σκοπόν | explotación conjunta con fin único |
econ., construct. | ωλοκληρωμένη λειτουργία υδροταμιευτήρων | explotación conjunta de embalses |
gen. | όργανα ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | intrumentos de pesaje de funcionamiento no automático |
fin., nat.sc. | όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | instrumento de pesaje de funcionamiento no automático |
fin., nat.sc. | όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | balanza no automática |
tech. | όργανο ζύγισης μη αυτόματης λειτουργίας | instrumento de pesaje no automático |
tech. | όργανο μιας λειτουργίας | aparato de función única |
tech., el. | όργανο πολλαπλών λειτουργιών | aparato de funciones múltiples |
gen. | όρια και συνθήκες λειτουργίας | límites y condiciones operacionales |
mater.sc. | όριο λειτουργίας εξαρτήματος αεροσκάφους | vida de un componente |
fin. | όροι ανοίγματος, λειτουργίας και χρησιμοποίησης του λογαριασμού | condiciones de apertura, de funcionamento y de utilización de las cuentas |
fin. | όροι ανοίγματος,λειτουργίας και χρησιμοποιήσεως των λογαριασμών | condiciones de apertura, de funcionamiento y de utilización de cuentas |
econ., fin. | όροι λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας | ficha descriptiva del MEDE |
econ., fin. | όροι λειτουργίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας | ficha descriptiva del Mecanismo Europeo de Estabilidad |
econ. | ώρα έναρξης της λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων | horario comercial |
commer., energ.ind. | ώρες λειτουργίας | bloque horario |
gen. | ώρες λειτουργίας | horario |