Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Ukrainian
Terms
for subject
Earth sciences
containing
χωρητικότητα
|
all forms
Greek
Spanish
αγραμμικότητα
χωρητικότητας
no linealidad de capacidad
ανοχή
χωρητικότητας
tolerancia de capacidad
δίοδος μεταβλητής
χωρητικότητας
εξαρτώμενη από την τάση
varicap
δίοδος μεταβλητής
χωρητικότητας
εξαρτώμενη από την τάση
diodo varactor
δίοδος μεταβλητής
χωρητικότητας
εξαρτώμενη από την τάση
diodo de capacidad variable con la tensión
διακλιτική μέθοδος στατικής
χωρητικότητας
συναρτήσει της τάσης
método c-v cuasiestático de rampa
ειδική ψυκτική
χωρητικότητα
potencia frigorífica específica
θρόμβος
χωρητικότητας
συναρτήσει της τάσης
punto c-v
μέτρηση γειωμένης
χωρητικότητας
συναρτήσει της τάσης
medición c-v a tierra
μέτρηση γηστερούς
χωρητικότητας
συναρτήσει της τάσης
medición c-v flotante
οιονεί στατική
χωρητικότητα
συναρτήσει της τάσης
c-v cuasiestático
ολική ψυκτική
χωρητικότητα
potencia frigorífica global
ονομαστική
χωρητικότητα
πυκνωτού
capacidad asignada de un condensador
σχετική
χωρητικότητα
αποθήκευσης
cantidad relativa de acumulación
υψίσυχνη
χωρητικότητα
συναρτήσει της τάσης
c-v de alta frecuencia
φόρτωση παράλληλης
χωρητικότητας
carga de capacidad en paralelo
χωρητικότητα
δεξαμενής
capacidad del depósito
χωρητικότητα
πυκνωτού
capacidad de un condensador
χωρητικότητα
ρευστού
capacitancia de un fluido
χωρητικότητα
συναρτήσει της τάσης
capacidad vs. voltaje
χωρητικότητα
συναρτήσει του χρόνου
capacidad vs. tiempo
χωρητικότητα
υψηλής συχνότητας
capacidad en alta frecuencia
ψυκτική
χωρητικότητα
capacidad refrigerante
Get short URL