DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing χωρητικότητα | all forms
GreekSpanish
αγραμμικότητα χωρητικότηταςno linealidad de capacidad
ανοχή χωρητικότηταςtolerancia de capacidad
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηvaricap
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηdiodo varactor
δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάσηdiodo de capacidad variable con la tensión
διακλιτική μέθοδος στατικής χωρητικότητας συναρτήσει της τάσηςmétodo c-v cuasiestático de rampa
ειδική ψυκτική χωρητικότηταpotencia frigorífica específica
θρόμβος χωρητικότητας συναρτήσει της τάσηςpunto c-v
μέτρηση γειωμένης χωρητικότητας συναρτήσει της τάσηςmedición c-v a tierra
μέτρηση γηστερούς χωρητικότητας συναρτήσει της τάσηςmedición c-v flotante
οιονεί στατική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσηςc-v cuasiestático
ολική ψυκτική χωρητικότηταpotencia frigorífica global
ονομαστική χωρητικότητα πυκνωτούcapacidad asignada de un condensador
σχετική χωρητικότητα αποθήκευσηςcantidad relativa de acumulación
υψίσυχνη χωρητικότητα συναρτήσει της τάσηςc-v de alta frecuencia
φόρτωση παράλληλης χωρητικότηταςcarga de capacidad en paralelo
χωρητικότητα δεξαμενήςcapacidad del depósito
χωρητικότητα πυκνωτούcapacidad de un condensador
χωρητικότητα ρευστούcapacitancia de un fluido
χωρητικότητα συναρτήσει της τάσηςcapacidad vs. voltaje
χωρητικότητα συναρτήσει του χρόνουcapacidad vs. tiempo
χωρητικότητα υψηλής συχνότηταςcapacidad en alta frecuencia
ψυκτική χωρητικότηταcapacidad refrigerante