Subject | Greek | Spanish |
earth.sc., el. | αγραμμικότητα χωρητικότητας | no linealidad de capacidad |
el. | αθροιστική χωρητικότητα | capacidad total de suministro de corriente |
el. | αμοιβαία χωρητικότητα | capacidad mutua |
med. | αναπνευστική χωρητικότητα | capacidad respiratoria |
earth.sc., el. | ανοχή χωρητικότητας | tolerancia de capacidad |
gen. | αντισταθμισμένη ολική χωρητικότητα | tonelaje de registro bruto compensado |
gen. | αντισταθμισμένη ολική χωρητικότητα | arqueo bruto compensado |
industr. | αντισταθμιστική ολική χωρητικότητα | arqueo bruto compensado |
commun. | απλή μεταπώληση χωρητικότητας | simple reventa de capacidad |
el. | απομένουσα χωρητικότητα | capacidad restante |
el. | απομένουσα χωρητικότητα | capacidad residual |
commun. | αυτόματο κέντρο μικρής χωρητικότητας | central automática rural |
agric. | βαθμονομημένη ράβδος ένδειξης της χωρητικότητας | indicador del nivel máximo |
tech., el. | γέφυρα χωρητικότητας | medidor de capacidades |
tech., el. | γέφυρα χωρητικότητας | capacímetro |
el., construct. | γεωμετρική χωρητικότητα δεξαμενής | capacidad geométrica |
mater.sc., mech.eng. | γυάλινο δοχείο μεγάλης χωρητικότητας | envase de vidrio de gran capacidad |
commun. | δέσμη χωρητικότητας | grupo de capacitancia |
el. | δίοδος μεταβαλλόμενης χωρητικότητας | diodo de capacidad variable |
el. | δίοδος μεταβαλλόμενης χωρητικότητας | diodo de capacitancia variable |
el. | δίοδος μεταβαλλόμενης χωρητικότητας | condensador variable con la tensión |
el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας | diodo de capacidad variable |
el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας | diodo de capacitancia variable |
el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας | condensador variable con la tensión |
earth.sc., el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάση | diodo varactor |
earth.sc., el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάση | varicap |
earth.sc., el. | δίοδος μεταβλητής χωρητικότητας εξαρτώμενη από την τάση | diodo de capacidad variable con la tensión |
transp. | δηλωμένη χωρητικότητα οχήματος | capacidad nominal del vehículo |
el. | διαβαθμισμένη χωρητικότητα | capacidad nominal |
el. | διαβαθμισμένη χωρητικότητα | capacidad asignada |
el. | διαβαθμισμένη χωρητικότητα στοιχείου ή συστοιχίας | capacidad |
earth.sc., el. | διακλιτική μέθοδος στατικής χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης | método c-v cuasiestático de rampa |
agric. | διανομέας μεγάλης χωρητικότητας | abonadora de gran trabajo |
agric. | διανομέας μεγάλης χωρητικότητας | abonadora de gran capacidad |
el. | διαφορική χωρητικότητα | capacitancia diferencial |
transp., industr. | διεθνές πιστοποιητικό χωρητικότητας | Certificado internacional de arqueo de buques |
transp., industr. | διεθνές πιστοποιητικό χωρητικότητας | certificado internacional de arqueo |
transp., nautic., tech. | Διεθνές Πιστοποιητικό Χωρητικότητας | Certificado Internacional de Arqueo |
transp. | Διεθνές πιστοποιητικό χωρητικότητας | Certificado internacional de arqueo |
transp., industr. | Διεθνές πρωτόκολλο καταμέτρησης της χωρητικότητας του πλοίου | certificado internacional de arqueo |
transp., industr. | Διεθνές πρωτόκολλο καταμέτρησης της χωρητικότητας του πλοίου | Certificado internacional de arqueo de buques |
transp. | Διεθνής Σύμβαση για τη μέτρηση της χωρητικότητας των σκαφών | Convenio internacional sobre el arqueo de los buques |
transp. | Διεθνής Σύμβαση για τη μέτρηση της χωρητικότητας των σκαφών | Convenio de Londres |
transp. | Διεθνής Σύμβαση για τη μέτρηση της χωρητικότητας των σκαφών | Convenio Internacional sobre Arqueo de Buques |
transp. | Διεθνής σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων | Convenio internacional sobre el arqueo de los buques |
transp. | Διεθνής σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων | Convenio de Londres |
transp., nautic. | Διεθνής Σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων | Convenio Internacional sobre Arqueo de Buques |
transp. | Διεθνής σύμβαση για την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων | Convenio Internacional sobre Arqueo de Buques |
el. | διηλεκτροδιακή χωρητικότητα | capacidad interelectródica directa |
life.sc., tech. | διόρθωση χωρητικότητας | corrección de capacidad |
mater.sc. | δοχείο οποιασδήποτε χωρητικότητας | recipiente de cualquier capacidad |
fin. | εγκατεστημένη χωρητικότητα | capacidad instalada |
el. | ειδική χωρητικότητα | capacidades específicas |
earth.sc., mech.eng. | ειδική ψυκτική χωρητικότητα | potencia frigorífica específica |
el. | ελάχιστη χωρητικότητα του επιφανειακού φράγματος | capacitancia mínima de barrera superficial |
el. | ελάχιστη χωρητικότητα του επιφανειακού φράγματος | capacidad mínima de barrera superficial |
commun., IT | εναρμονισμένη χωρητικότητα αριθμοδότησης | capacidad de numeración armonizada |
life.sc. | ενεργός αποθηκευτική χωρητικότητα γεώτρησης | efecto de almacenamiento del pozo |
el. | ενεργός χωρητικότητα | capacidad efectiva |
IT, el. | ενισχυτής συζευγμένης αντίστασης-χωρητικότητας | amplificador de acoplamiento por resistencia y condensador |
IT, el. | ενισχυτής συζευγμένης αντίστασης-χωρητικότητας | amplificador RC |
el. | εξωτερική χωρητικότητα | capacitancia extrínseca |
commun. | επικοινωνιακή χωρητικότητα | capacidad útil de comunicación |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με την καταμέτρηση της χωρητικότητας των πετρελαιοφόρων με δεξαμενές διαχωρισμένου έρματος SBT | Comité de aplicación de la legislación relativa al arqueo de los tanques de lastre en los petroleros equipados con tanques de lastre separado SBT |
transp., mil., grnd.forc. | Επιτροπή για την κατανομή της χωρητικότητας των σιδηροδρομικών υποδομών και τις χρεώσεις για τη χρήση σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και με την πιστοποίηση ασφαλείας | Comité de adjudicación de la capacidad de infraestructura ferroviaria, aplicación de cánones por su utilización y certificación de la seguridad |
el. | επιφανειακή χωρητικότητα | capacitancia de superficie |
environ. | η οριακή ραδιολογική χωρητικότητα ενός υδροβιολογικού συστήματος | la capacidad radiológica límite de un sistema hidrobiológico |
environ. | η ραδιολογική χωρητικότητα ενός υδροβιολογικού περιβάλλοντος | la capacidad radiológica de un medio hidrobiológico |
el. | ηλεκτρική χωρητικότητα | capacidad eléctrica |
el. | ηλεκτρική χωρητικότητα | capacitancia |
el. | ηλεκτρική χωρητικότητα | capacidad |
el. | θερμική χωρητικότητα | capacitancia termica |
el. | θερμική χωρητικότητα | capacidad térmica |
phys.sc. | θερμική χωρητικότητα ανόδου | capacidad térmica del ánodo |
el. | θερμικός συντελεστής χωρητικότητας | coeficiente de temperatura de la capacidad |
el. | θεωρητική χωρητικότητα | capacidad nominal de un acumulador |
earth.sc., el. | θρόμβος χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης | punto c-v |
el. | ισοδύναμη χωρητικότητα | capacitancia equivalente |
commun. | ισοδύναμη χωρητικότητα μετάδοσης | capacidad de transmisión equivalente |
IT, agric. | καθαρή χωρητικότητα | arqueo neto |
gen. | καθαρή χωρητικότητα | tonelada de registro neto |
el. | κατανεμημένη χωρητικότητα | capacidad repartida |
el. | κατανεμημένη χωρητικότητα | capacidad distribuida |
el. | κατανεμημένη χωρητικότητα | capacitancia distribuida |
mater.sc., mech.eng. | κιβώτιο μεγάλης χωρητικότητας | caja de gran volumen |
mech.eng., el. | κινητήρας με πυκνωτή δύο χωρητικοτήτων | motor con condensador de dos capacidades |
med. | κωδικοποιός χωρητικότητα | capacidad codificadora |
transp. | κόροι καθαρής χωρητικότητας | tonelaje neto |
transp., nautic. | κόροι ολικής χωρητικότητας | tonelaje bruto |
transp., industr. | Κόρος Καθαρής Χωρητικότητας | tonelada de registro neto |
transp., industr. | κόρος ολικής χωρητικότητας | tonelaje de registro bruto |
transp., nautic. | κόρος ολικής χωρητικότητας; ολική χωρητικότητα | tonelaje de registro bruto |
transp., nautic. | κόρος ολικής χωρητικότητας; ολική χωρητικότητα | tonelaje de arqueo bruto |
transp. | λεωφορείο μεγάλης χωρητικότητας | autobús de gran capacidad |
el. | λογική αντίστασης-χωρητικότητας-τρανζίστορ | resistencia-capacidad-transistor-lógica |
el. | λογική αντίστασης-χωρητικότητας-τρανζίστορ | lógico resistencia-capacidad-transistor |
el. | λόγος χωρητικοτήτων | relación de capacitancias |
el. | λόγος χωρητικοτήτων | relación de capacidades |
chem. | λόγος χωρητικότητας | factor de retención |
transp., avia. | μέγιστη χωρητικότητα | capacidad máxima |
transp. | μέγιστη χωρητικότητα οχήματος | capacidad máxima de un vehículo |
transp. | μέγιστη χωρητικότητα οχήματος | capacidad máxima |
energ.ind. | μέγιστη χωρητικότητα ταμιευτήρα | capacidad total teórica de un almacenamiento subterráneo |
environ., chem. | μέθοδος μέτρησης χωρητικότητας με υάλινες φύσιγγες | método de las ampollas calibradas |
el. | μέθοδος της χωρητικότητας | método de capacitancia |
el. | μέθοδος της χωρητικότητας | método de capacidad |
med. | μέση χωρητικότητα των πνευμόνων | capacidad pulmonar media |
earth.sc., el. | μέτρηση γειωμένης χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης | medición c-v a tierra |
earth.sc., el. | μέτρηση γηστερούς χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης | medición c-v flotante |
tech. | μέτρο χωρητικότητας | medida de capacidad |
IT | μήτρα χωρητικότητας | matriz capacitativa |
IT, earth.sc. | μήτρα χωρητικότητας | matriz capacitiva |
mech.eng. | μίκτης με δίοδο μεταβλητής χωρητικότητας | mezclador de varactor |
environ. | μανόμετρο χωρητικότητας | manómetro de capacidad |
transp., avia. | Airbus μεγάλης χωρητικότητας | Airbus de gran capacidad |
econ. | μεταφορικό μέσο μεγάλης χωρητικότητας | vehículo para transporte de cargas pesadas |
tech., el. | μετρητής χωρητικότητας | medidor de capacidades |
tech., el. | μετρητής χωρητικότητας | capacímetro |
agric. | μονάδα "ολική χωρητικότητα" | unidad de tonelaje |
el. | μόνιμη απώλεια χωρητικότητας | pérdida permanente de capacidad |
el. | νομόγραμμα καμπύλης πρόσμιξης/χωρητικότητας | nomograma perfil de impurezas/capacitancia |
earth.sc., el. | οιονεί στατική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης | c-v cuasiestático |
transp., nautic. | ολική ή μεικτή χωρητικότητα | tonelaje de registro bruto |
transp., nautic. | ολική ή μεικτή χωρητικότητα | arqueo bruto |
transp., industr. | ολική χωρητικότητα | arqueo bruto |
stat., transp., nautic. | ολική χωρητικότητα | registro bruto |
el. | ολική χωρητικότητα τροχιάς | capacidad orbital total |
earth.sc., mech.eng. | ολική ψυκτική χωρητικότητα | potencia frigorífica global |
met., el. | ονομαστική χωρητικότητα | capacidad nominal |
met., el. | ονομαστική χωρητικότητα καμίνου | capacidad nominal |
earth.sc., el. | ονομαστική χωρητικότητα πυκνωτού | capacidad asignada de un condensador |
transp., mech.eng. | ονομαστική χωρητικότητα της δεξαμενής καυσίμου | capacitad nominal del depósito de combustible |
food.ind. | οπτικός μετρητής της χωρητικότητας του κυπέλου | visor de la pezonera |
food.ind. | οπτικός μετρητής της χωρητικότητας του κυπέλου | copilla de inspección |
el. | οφέλιμη χωρητικότητα | capacidad útil |
el. | παλμική χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης | c-v pulsado |
chem. | παράγοντας χωρητικότητας | factor de retención |
el. | παρασιτική χωρητικότητα | capacitancia extrínseca |
el. | περιθωριακή χωρητικότητα | capacidad marginal |
el. | πηγή ήχου με συμπυκνωτές μεταβλητών χωρητικοτήτων | generador de sonido de condensadores variables |
transp., avia. | πιστοποιημένη μέγιστη χωρητικότητα | capacidad máxima certificada |
agric. | πιστοποιητικό χωρητικότητας πλοίου | certificado de arqueo |
commun., IT | πληροφοριακό στοιχείο χωρητικότητας φορέα | elemento de información "capacidad portadora" |
commun. | ποσοστιαία απόκλιση χωρητικότητας | diferencia de capacidad |
el. | πραγματική χωρητικότητα εκπομπού | capacitancia intrínseca del emisor |
el. | πραγματική χωρητικότητα συλλέκτη | capacitancia intrínseca del colector |
agric. | προσπάθεια-χωρητικότητα | esfuerzo-arqueo |
el. | προσωρινή απώλεια χωρητικότητας | pérdida temporal de capacidad |
IT, el. | πυκνότητα χωρητικότητας | densidad capacitiva |
agric. | στόχος χωρητικότητας | objetivo de tonelaje |
el. | συμπληρωματική χωρητικότητα σε δυαδικά ψηφία | capacidad de bits suplementaria |
el. | συνολική χωρητικότητα | capacidad total |
el. | συνολική χωρητικότητα μετάδοσης δεδομένων | capacidad global de transmisión de datos |
IT, el. | συντελεστής θερμοκρασίας της χωρητικότητας | coeficiente de temperatura de un condensador |
commun., IT | συσχέτιση με συστήματα χαμηλής χωρητικότητας | asociación con sistemas de pequeña capacidad |
earth.sc., mech.eng. | σχετική χωρητικότητα αποθήκευσης | cantidad relativa de acumulación |
IT, dat.proc. | σύνολο χωρητικότητας | conjunto de capacidades |
el. | σύστημα ραδιοαιομετάδοσης μεγάλης χωρητικότητας | sistema de relevadores radioeléctricos de gran capacidad |
el. | σύστημα ραδιοαιομετάδοσης μεγάλης χωρητικότητας | sistema de radioenlace de gran capacidad |
commun., IT | σύστημα υψηλής χωρητικότητας | sistema de gran capacidad de tráfico |
commun., IT | σύστημα χαμηλής χωρητικότητας | sistema de pequeña capacidad |
IT | σύστημα ψηφιακής μετάδοσης υψηλής χωρητικότητας | sistema de transmisión digital de gran capacidad |
transp. | τέλος με βάση τη χωρητικότητα | derecho basado en el arqueo |
commun. | τροχιακή χωρητικότητα | capacidad orbital |
transp., industr. | τόνος ολικής χωρητικότητας | tonelada de registro bruto |
el. | υστέρηση επιφανειακής χωρητικότητας | histéresis de la capacitancia de superficie |
earth.sc., el. | υψίσυχνη χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης | c-v de alta frecuencia |
commun. | φίλτρο με χωρητικότητα | filtro capacitivo |
el. | φασματική χωρητικότητα | capacidad espectral |
energ.ind., industr. | φορτίο χωρητικότητας | carga capacitativa |
commun. | φυσικό κανάλι μεγάληςυψηλήςχωρητικότητας | canal físico de capacidad alta |
earth.sc., el. | φόρτωση παράλληλης χωρητικότητας | carga de capacidad en paralelo |
el. | χαρακτηριστικές χωρητικότητας-τάσης | características C-V |
transp. | χρησιμοποίηση μέρους της χωρητικότητας του τροχαίου υλικού | utilización parcial de la capacidad del material |
transp. | χρησιμοποίηση όλης της χωρητικότητας του τροχαίου υλικού | utilización total de la capacidad del material |
el. | χωρητικότητα ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la unión del colector |
el. | χωρητικότητα ένωσης συλλέκτη | capacidad de la unión del colector |
el. | χωρητικότητα ακόλουθου εκπομπού | capacitancia del seguidor de emisor |
transp. | χωρητικότητα αμαξοστοιχίας | capacidad de un tren |
el. | χωρητικότητα ανά μονάδα επιφανείας | capacidad por superficie unitaria |
el. | χωρητικότητα ανάδρασης | capacitancia de realimentación |
el. | χωρητικότητα ανάδρασης κυκλώματος υβριδικού-Π | capacitancia de realimentación |
el. | χωρητικότητα ανάδρασης συλλέκτη | capacidad por realimentación del colector |
el. | χωρητικότητα ανάδρασης συλλέκτη | capacitancia por realimentación del colector |
el. | χωρητικότητα ανάδρασης συλλέκτη | capacidad por efecto Early |
el. | χωρητικότητα ανάστροφης μεταφοράς | capacitancia de transferencia inversa |
IT | χωρητικότητα απεύθυνσης | capacidad de direccionamiento |
IT | χωρητικότητα απεύθυνσης μικροεπεξεργαστή | capacidad de direccionamiento del microprocesador |
transp., construct. | χωρητικότητα αποβάθρας σιδηροδρόμου | capacidad de andén |
el. | χωρητικότητα αποθήκευσης | capacitancia de almacenamiento |
environ. | χωρητικότητα αποθήκευσης άνθρακα | capacidad de carga de carbono |
el. | Χωρητικότητα αποθήκευσης βάσης | capacitancia por almacenamiento en la base |
el. | Χωρητικότητα αποθήκευσης βάσης | capacidad por almacenamiento en la base |
el., construct. | χωρητικότητα απομάστευσης | capacidad vaciable en agua |
el. | χωρητικότητα απομόνωσης | capacitancia de aislamiento |
agric. | χωρητικότητα βάσει άλλων προδιαγραφών | arqueo otra norma |
agric. | χωρητικότητα βάσει της συμβάσεως του Όσλο | arqueo Oslo |
agric. | χωρητικότητα βάσει της συμβάσεως του Λονδίνου | arqueo Londres |
IT | χωρητικότητα γραμμής | capacidad de la línea |
transp. | χωρητικότητα γραμμής | capacidad de una línea |
el. | χωρητικότητα γραμμής | capacidad de transmisión |
transp. | χωρητικότητα γραμμής για στάθμευση των οχημάτων | capacidad de apartado |
earth.sc., mech.eng. | χωρητικότητα δεξαμενής | capacidad del depósito |
transp. | χωρητικότητα δεξαμενών καυσίμου | cubicaje de combustible |
transp. | χωρητικότητα δεξαμενών καυσίμου | capacidad de los depósitos de combustible |
el. | χωρητικότητα διάχυσης | capacitancia de almacenamiento |
el. | χωρητικότητα διάχυσης | capacitancia de difusión |
el. | χωρητικότητα διάχυσης βάσης | capacidad por almacenamiento en la base |
el. | χωρητικότητα διάχυσης βάσης | capacitancia por almacenamiento en la base |
el. | Χωρητικότητα διάχυσης βάσης | capacitancia por difusión en la base |
el. | Χωρητικότητα διάχυσης βάσης | capacidad por difusión en la base |
el. | χωρητικότητα διάχυσης διόδου | capacitancia de difusión del diodo |
el. | χωρητικότητα διάχυσης εκπομπού | capacitancia de difusión del emisor |
el. | χωρητικότητα διαχύσεως χαμηλής πόλωσης | capacitancia de difusión de baja polarización |
commun., IT | χωρητικότητα διεκπεραίωσης κλήσεων | capacidad de tratamiento de llamadas |
IT | χωρητικότητα διευθύνσεων συστήματος | capacidad de direccionado |
IT | χωρητικότητα διεύθυνσης | capacidad de dirección |
commun. | χωρητικότητα δορυφόρου | capacidad de satélite |
mech.eng. | χωρητικότητα δοχείου καυσίμου | capacidad del depósito |
mech.eng. | χωρητικότητα δοχείου καυσίμου | cabida del depósito |
el. | χωρητικότητα εισόδου | capacidad de entrada |
el. | χωρητικότητα εισόδου κοινής πηγής με μικρά σήματα | capacitancia de entrada pequeña señal fuente común |
el. | χωρητικότητα εισόδου κοινής πηγής με μικρά σήματα | capacidad de entrada pequeña señal fuente común |
mater.sc., el. | χωρητικότητα εκκένωσης | capacidad de descarga |
el. | χωρητικότητα εκπομπού | capacitancia del emisor |
el. | χωρητικότητα εκπομπού-βάσης | capacitancia emisor-base |
agric. | χωρητικότητα εκφραζόμενη σε ολική χωρητικότητα | tonelaje expresado en arqueo bruto |
mater.sc., el. | χωρητικότητα εκφόρτισης | capacidad de descarga |
IT | Χωρητικότητα ενδιάμεσης μνήμης | capacidad de una memoria intermedia |
environ. | χωρητικότητα ενός βιοτόπου | capacidad de carga |
transp., nautic. | χωρητικότητα ενός σκάφους | arqueo de un barco |
el. | χωρητικότητα ενός συσσωρευτού | capacidad de un acumulador |
IT | χωρητικότητα εξισωτικού ταμιευτή | capacidad de una memoria intermedia |
el. | χωρητικότητα εξόδου | capacitancia de salida |
el. | χωρητικότητα εξόδου | capacidad de salida |
el. | χωρητικότητα εξόδου κοινής βάσης | capacitancia de salida base-común |
el. | χωρητικότητα εξόδου κοινής βάσης | capacidad de salida base-común |
el. | χωρητικότητα εξόδου κοινής πηγής με μικρά σήματα | capacitancia de salida pequeña señal fuente común |
el. | χωρητικότητα εξόδου κοινής πηγής με μικρά σήματα | capacidad de salida pequeña señal fuente común |
IT, el. | χωρητικότητα επαφής | capacidad de la unión |
commun., IT | χωρητικότητα επικοινωνιακού δορυφόρου | capacidad de un satélite |
el. | χωρητικότητα επιφανειακής ζώνης αναστροφής | capacitancia de la capa de vaciado superficial |
el. | χωρητικότητα επιφανειακής ζώνης αραίωσης | capacitancia de la capa de vaciado superficial |
el. | χωρητικότητα επιφανειακής ζώνης πύκνωσης | capacitancia de capa incrementada superficial |
met., el. | χωρητικότητα καμίνου | volumen del horno |
med. | χωρητικότητα καρδιάς | capacidad cardíaca |
commun. | χωρητικότητα κορυφής | capacidad terminal |
IT | χωρητικότητα κυκλώματος | capacidad de un circuito |
mech.eng. | χωρητικότητα κυλίνδρου | cilindrada |
el. | χωρητικότητα λειτουργίας | capacidad de funcionamiento |
agric. | χωρητικότητα λιπασματοκιβωτίου | capacidad de la tolva |
industr., construct., met. | χωρητικότητα μέχρι χείλους | capacidad a ras del borde |
industr., construct., met. | χωρητικότητα μέχρι χείλους | capacidad a enrase |
el. | χωρητικότητα μετάβασης | capacitancia de la capa de vaciado |
el. | χωρητικότητα μετάβασης διόδου | capacitancia de transición del diodo |
el. | χωρητικότητα μετάβασης εκπομπού | capacitancia de transición del emisor |
el. | χωρητικότητα μετάβασης συλλέκτη | capacitancia de transición del colector |
el. | χωρητικότητα μετάβασης συλλέκτη | capacidad de transición del colector |
commun., IT | χωρητικότητα μετάδοσης | capacidad de transferencia |
commun. | χωρητικότητα μετάδοσης | capacidad de transmisión |
IT | χωρητικότητα μετάδοσης πληροφορίας | capacidad de transmisión de información |
commun. | χωρητικότητα μετάδοσης πολυκαναλικής τηλεφωνίας | capacidad del sistema |
energ.ind., el. | χωρητικότητα μεταφοράς ρεύματος | intensidad de corriente máxima admisible |
el. | χωρητικότητα μιας μπαταρίας | capacidad de un acumulador |
el. | χωρητικότητα μικρών μεταβολών | capacitancia diferencial |
IT, tech. | χωρητικότητα μνήμης | tamaño de la memoria |
IT, tech. | χωρητικότητα μνήμης | capacidad de almacenamiento |
IT, tech. | χωρητικότητα μνήμης | capacidad |
construct. | χωρητικότητα μνήμης | capacidad de memoria |
transp., nautic. | χωρητικότητα νεκρού φορτίου | tonelada de peso muerto |
el. | χωρητικότητα ουράς αναμονής | capacidad de la cola de espera |
med. | χωρητικότητα ουροδόχου κύστης | capacidad de la vejiga |
transp. | χωρητικότητα οχήματος | longitud total de un vehículo |
transp. | χωρητικότητα οχήματος | capacidad de un vehículo |
el. | χωρητικότητα παρασιτική | capacitancia parásita |
el. | χωρητικότητα παρασιτική ανάμεσα στους ακροδέκτες | capacitancia soporte-terminal |
transp. | χωρητικότητα πεδίου ελιγμών | capacidad de la plataforma |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης | capacitancia de la capa de vaciado |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης ένωσης συλλέκτη | capacidad de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la barrera en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης ένωσης συλλέκτη | capacidad de la barrera en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης εκπομπού | capacitancia de la barrera del emisor |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης συλλέκτη | capacidad de transición del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης συλλέκτη | capacidad de la región vacía del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης συλλέκτη | capacitancia de transición del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης συλλέκτη | capacidad de la barrera del colector |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης της ένωσης εκπομπού | capacitancia de vaciado de la unión del emisor |
el. | χωρητικότητα περιοχής αραίωσης της ένωσης εκπομπού | capacitancia de la barrera del emisor |
el. | χωρητικότητα περιοχής μετάβασης | capacitancia de la región de transición |
el. | χωρητικότητα περιοχής μετάβασης | capacitancia de la transición |
el. | χωρητικότητα περιοχής μετάβασης | capacitancia de la barrera |
el. | χωρητικότητα περιοχής μετάβασης | capacidad de la barrera |
commun. | χωρητικότητα πλήρους φόρτου | capacidad de sobrecarga |
el. | χωρητικότητα πλαισίου | capacidad de trama |
el. | χωρητικότητα πλευρικού χωρίσματος | capacitancia de pared lateral |
IT | χωρητικότητα πληροφοριών των διαύλων | capacidad de información de los canales |
el. | χωρητικότητα πραγματική πύλης | capacitancia intrínseca de compuerta |
earth.sc., el. | χωρητικότητα πυκνωτού | capacidad de un condensador |
el. | χωρητικότητα πύλης | capacitancia de compuerta |
el. | χωρητικότητα πύλης-πηγής | capacitancia compuerta-manantial |
earth.sc., mech.eng. | χωρητικότητα ρευστού | capacitancia de un fluido |
el. | χωρητικότητα ρεύματος διόδου | capacidad de transporte de carga |
el. | χωρητικότητα σε Α | capacidad en cantidad de electricidad |
chem., met. | χωρητικότητα σε αέριο | capacidad |
IT, dat.proc. | χωρητικότητα σε αντικείμενα | capacidad de objeto |
transp., nautic., fish.farm. | χωρητικότητα σε δέματα | capacidad en balas |
el. | χωρητικότητα σε ενέργεια | capacidad en energía |
IT, tech. | χωρητικότητα σε κανάλια | capacidad de la vía de transmisión |
IT, tech. | χωρητικότητα σε κανάλια | capacidad del canal |
IT, tech. | χωρητικότητα σε κανάλια | capacidad de canales |
el. | χωρητικότητα σε ποσότητα ηλεκτρισμού | capacidad en cantidad de electricidad |
transp. | χωρητικότητα σε σιτηρά | capacidad a horre |
transp. | χωρητικότητα σε τόνους μικτού βάρους | toneladas de registro bruto |
stat., transp. | χωρητικότητα στάσεων | capacidad de estación |
stat., transp. | χωρητικότητα στάσεων | capacidad de parada |
stat., transp. | χωρητικότητα στάσεων | capacidad de estacionamiento |
transp., construct. | χωρητικότητα στάσης | capacidad de la estación |
el. | χωρητικότητα στρώματος μονώσεως | capacitancia de capa aislante |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη | capacitancia del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη | capacidad del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη με ανοικτοκυκλωμένο εκπομπό | capacitancia del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη με ανοικτοκυκλωμένο εκπομπό | capacidad del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη με μηδενική πόλωση | capacitancia del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη με μηδενική πόλωση | capacidad del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-βάσης | capacitancia colector-base |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-βάσης | capacidad colector-base |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-βάσης με ανοικτοκυκλωμένο εκπομπό | capacitancia colector-base |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-βάσης με ανοικτοκυκλωμένο εκπομπό | capacidad colector-base |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-εκπομπού | capacitancia colector-emisor |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-εκπομπού | capacidad colector-emisor |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-υποστρώματος | capacitancia del substrato del colector |
el. | χωρητικότητα συλλέκτη-υποστρώματος | capacidad del substrato del colector |
earth.sc., el. | χωρητικότητα συναρτήσει της τάσης | capacidad vs. voltaje |
earth.sc., el. | χωρητικότητα συναρτήσει του χρόνου | capacidad vs. tiempo |
el. | χωρητικότητα συσσωρευτή | capacidad de las baterías |
transp., avia. | χωρητικότητα σωσιβίων λεμβών | capacidad de alojamiento de las balsas |
commun., IT | χωρητικότητα σύλληψης φωτός | capacidad de captación de luz |
construct. | χωρητικότητα ταμιευτήρα | capacidad total del embalse |
transp. | χωρητικότητα ταξινόμησης ενός σταθμού διαλογής | capacidad de clasificación |
commun. | χωρητικότητα τερματισμού | capacidad terminal |
IT | χωρητικότητα της ενότητας | capacidad del módulo |
transp. | χωρητικότητα της πλήρους δεξαμενής,όπως καθορίζει ο κατασκευαστής | depósito lleno de combustible como especifica el fabricante |
transp., avia. | χωρητικότητα του αερολιμένα | capacidad del aeropuerto |
life.sc. | χωρητικότητα του ανέμου | capacidad del viento |
environ. | χωρητικότητα του νερού σε φορτίο ρύπανσης | capacidad de contaminación de las aguas |
el. | χωρητικότητα τροχιάς-φάσματος | capacidad órbita-espectro |
el. | χωρητικότητα υπερκάλυψης | capacitancia de solape |
el. | χωρητικότητα υποδοχής | capacitancia de drenaje |
el. | χωρητικότητα υποδοχής-πύλης | capacitancia compuerta-drenaje |
el. | χωρητικότητα υποδοχής-υποστρώματος | capacitancia drenaje-manatial |
earth.sc., el. | χωρητικότητα υψηλής συχνότητας | capacidad en alta frecuencia |
commun., IT | χωρητικότητα φορέα | capacidad portadora |
el. | χωρητικότητα φορτίου μεταφοράς | capacidad de transporte de carga |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου | capacitancia de la barrera |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου | capacitancia de la capa de vaciado |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου | capacidad de la barrera |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου ένωσης συλλέκτη | capacidad de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la barrera en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου ένωσης συλλέκτη | capacidad de la barrera en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου εκπομπού | capacitancia de la barrera del emisor |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου συλλέκτη | capacidad de la región vacía del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου συλλέκτη | capacidad de transición del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου συλλέκτη | capacitancia de transición del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου χώρου συλλέκτη | capacidad de la barrera del colector |
el. | χωρητικότητα φορτίου-χώρου | capacitancia por carga espacial |
el. | χωρητικότητα φορτίου-χώρου | capacitancia de la capabarrera |
el. | Χωρητικότητα φράγματος | capacitancia de la barrera |
el. | Χωρητικότητα φράγματος | capacidad de la barrera |
el. | χωρητικότητα φράγματος ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la barrera en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φράγματος ένωσης συλλέκτη | capacitancia de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φράγματος ένωσης συλλέκτη | capacidad de la región vacía en la unión del colector |
el. | χωρητικότητα φράγματος ένωσης συλλέκτη | capacidad de la barrera en la unión del colector |
med. | χωρητικότητα φόρτου | punto de sobrecarga |
med. | χωρητικότητα φόρτου | nivel de sobrecarga |
med. | χωρητικότητα φόρτου | capacidad de carga |
IT, el. | χωρητικότητα φόρτωσης ισχύος | capacidad de carga |
agric. | χωρητικότητα χοάνης | volumen de la tolva |
agric. | χωρητικότητα χοάνης | capacidad de la tolva |
transp., avia. | χωρητικότητα ωφέλιμου φορτίου | capacidad de carga útil |
IT | ψηφιακή ενδοκομβική αρτηρία υψηλής χωρητικότητας | enlace digital internodal de gran capacidad |
el. | ψηφιακό σύστημα μέσης χωρητικότητας | sistema digital de mediana capacidad |
earth.sc., mech.eng. | ψυκτική χωρητικότητα | capacidad refrigerante |
tech., el. | ωφέλιμη χωρητικότητα νερού | capacidad util en agua |
chem., el. | ωφέλιμη χωρητικότητα σε αέριο | capacidad máxima útil de almacenamiento |
el. | ωφέλιμο κλάσμα χωρητικότητας πλαισίου | fracción utilizable de la capacidad de trama |
transp. | όριο χωρητικότητας οχήματος | límite de capacidad de un vehículo |
transp. | όχημα μεγάλης χωρητικότητας | vagón de gran capacidad |
transp. | όχημα μεγάλης χωρητικότητας | vehículo de gran capacidad |