Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Albanian
Amharic
Arabic
Armenian
Assamese
Azerbaijani
Basque
Bengali
Bosnian
Bosnian cyrillic
Bulgarian
Catalan
Chinese Taiwan
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Filipino
Finnish
French
Galician
Georgian
German
Gujarati
Hausa
Hebrew
Hindi
Hungarian
Icelandic
Igbo
Indonesian
Inuktitut
Irish
Italian
Japanese
Kannada
Kazakh
Khmer
Kinyarwanda
Konkani
Korean
Kyrgyz
Lao
Latvian
Lithuanian
Luxembourgish
Macedonian
Malay
Malayalam
Maltese
Maori
Marathi
Nepali
Norwegian Bokmål
Odia
Pashto
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Quechuan
Romanian
Russian
Serbian Latin
Sesotho sa leboa
Sinhala
Slovak
Slovene
Spanish
Swahili
Swedish
Tamil
Tatar
Telugu
Thai
Tswana
Turkish
Turkmen
Ukrainian
Urdu
Uzbek
Vietnamese
Welsh
Wolof
Xhosa
Yoruba
Zulu
Terms for subject
Electronics
containing
τροφοδοσία
|
all forms
Greek
Spanish
ακίδες
τροφοδοσίας
clavijas de alimentación
ακροδέκτες
τροφοδοσίας
clavijas de alimentación
ακροδέκτες
τροφοδοσίας
punto de suministro
αντλία ύδατος
τροφοδοσίας
bomba de agua de alimentación
αποδοτικότητα
τροφοδοσίας
eficiencia de fuente de alimentación
αποσύνδεση
τροφοδοσίας
corte
απροσβλητότητα στο θόρυβο γραμμής
τροφοδοσίας
inmunidad al ruido en línea de potencia
ασφάλεια
τροφοδοσίας
seguridad de servicio
ασφάλεια
τροφοδοσίας
seguridad de alimentación
ασύγχρονη
τροφοδοσία
alimentación asíncrona
αχρησιμοποίητες είσοδοι συνδεόμενες στην
τροφοδοσία
entradas inutilizadas
βεβαιότης
τροφοδοσίας
seguridad de servicio
βεβαιότης
τροφοδοσίας
seguridad de alimentación
βοηθητικό ζεύγος
τροφοδοσίας
grupo de socorro
γραμμή
τροφοδοσίας
κεραίας
línea de transmisión de una antena
γραμμή
τροφοδοσίας
κεραίας
línea de alimentación de una antena
δείκτης συνέχειας
τροφοδοσίας
criterios de continuidad
δευτερεύον σύστημα
τροφοδοσίας
sistema de alimentación secundario
δηλωμένη τάση
τροφοδοσίας
voltaje de suministro declarado
διακοπή λόγω κατάρρευσης
τροφοδοσίας
interrupción por fallo de alimentación
διακόπτης αγωγού
τροφοδοσίας
interruptor automático de línea
διακόπτης αγωγού
τροφοδοσίας
disyuntor de línea
διακύμανση της τάσης
τροφοδοσίας
variaciones de tensión de alimentación
επίπεδο
τροφοδοσίας
plano de alimentación
ζυγοί ηλεκτρικής
τροφοδοσίας
καμίνου τόξου
barras ómnibus de un horno de arco
καλώδιο
τροφοδοσίας
εδάφους
cable a tierra
κεραία κύριας εστιακής
τροφοδοσίας
antena de alimentación en el foco principal
κεραία παράλληλης
τροφοδοσίας
antena de alimentación en paralelo
κεραία σειριακής
τροφοδοσίας
antena de toma en serie
κεραία
τροφοδοσίας
τύπου Kάσεγκρεν
antena de tipo Cassegrain
κεραία
τροφοδοσίας
τύπου Kάσεγκρεν
antena Cassegrain
κοινή
τροφοδοσία
alimentación común
κριτήριο συνέχειας
τροφοδοσίας
criterios de continuidad
κρυσταλλοτρίοδος
τροφοδοσίας
μαγνητικών πυρήνων
transistor de mando de núcleo
κυκλικά πολωμένη
τροφοδοσία
alimentación con polarización circular
κόστος διακοπής
τροφοδοσίας
costos de interrupción del suministro
κύκλωμα με διπλή
τροφοδοσία
circuito de doble alimentación
κύκλωμα
τροφοδοσίας
circuito de fuente de alimentación
κύρια
τροφοδοσία
fuente primaria de energía
λόγος ευστάθειας θορύβου/
τροφοδοσίας
relación de inmunidad ruido/alimentación
μετασχηματιστής ηλεκτρικής
τροφοδοσίας
ραδιοφάρου
transformador de alimentación de baliza
μετασχηματιστής
τροφοδοσίας
των βοηθητικών εγκαταστάσεων
transformador de servicios auxiliares
οχετός
τροφοδοσίας
galería de toma
παραβολικός ανακλαστήρας εμπρόσθιας
τροφοδοσίας
reflector parabólico con alimentación frontal
πλάκα
τροφοδοσίας
plano de alimentación
πλακέτα παρακολούθησης
τροφοδοσίας
tarjeta de monitorización de la fuente de alimentación
πλακέτα παρακολούθησης
τροφοδοσίας
tarjeta PSM-1
ποιότητα
τροφοδοσίας
ισχύος ηλεκτρικού δικτύου
calidad de suministro de una red de energía eléctrica
προεκτεταμένη χοάνη
τροφοδοσίας
alimentador ampliado
προθέρμανση νερού
τροφοδοσίας
precalentamiento del agua de alimentacion
προθερμαντήρας του ύδατος
τροφοδοσίας
economizador
προστασία από υπερτάσεις
τροφοδοσίας
με θυρίστορ
protección contra sobretensiones
σειριακή
τροφοδοσία
alimentación en serie
σταθμός
τροφοδοσίας
estación de alimentación
σταθμός
τροφοδοσίας
estación alimentadora
συμμετρικός τρόπος
τροφοδοσίας
modo simétrico de alimentación
συχνότητα κύριου δικτύου
τροφοδοσίας
frecuencia de la red
σύστημα ηλεκτρικής
τροφοδοσίας
sistema de suministro de energía eléctrica
σύστημα πολυπηγικής
τροφοδοσίας
sistema derivado separadamente
σύστημα
τροφοδοσίας
ανεξάρτητο του εξωτερικού αέρα
sistema de alimentación independiente del aire
σύστημα
τροφοδοσίας
σύρματος συγκόλλησης
sistema de alimentación de alambre de soldadura
τάση
τροφοδοσίας
tensión de la fuente de alimentación
τάση
τροφοδοσίας
tensión suministrada
τάση
τροφοδοσίας
εκπομπού
tensión de alimentación del emisor
τάση
τροφοδοσίας
συλλέκτη
tensión de alimentación del colector
τάση
τροφοδοσίας
των βοηθητικών εγκαταστάσεων
tensión de alimentación de los servicios auxiliares
τροφοδοσία
βοηθητικών εγκαταστάσεων
alimentación de servicios auxiliares
τροφοδοσία
εκπομπού
alimentación del emisor
τροφοδοσία
με ηλεκτρικό ρεύμα
suministro de corriente
τροφοδοσία
με ηλεκτρικό ρεύμα
alimentación eléctrica
τροφοδοσία
με ρεύμα
suministro de corriente
τροφοδοσία
με ρεύμα
alimentación eléctrica
τροφοδοσία
με συσσωρευτή
alimentado con pilas
τροφοδοσία
με συσσωρευτή
alimentación con pilas
τροφοδοσία
πηγής
alimentación de la fuente
τροφοδοσία
ρεύματος έκτακτης ανάγκης
alimentación de emergencia
τροφοδοσία
συλλέκτη
alimentación del colector
τροφοδοσία
υποδοχής
alimentación de drenaje
χοάνη
τροφοδοσίας
Kάσεγκρεν
bocina de alimentación Cassegrain
ύδωρ
τροφοδοσίας
agua de alimentación
Get short URL