DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing τροφοδοσία | all forms
GreekSpanish
αρχή λειτουργίας με διπλή γραμμή τροφοδοσίαςsistema por conductos múltiples
αρχή λειτουργίας με μονή γραμμή τροφοδοσίαςsistema de una sola línea
αρχή λειτουργίας με προοδευτική τροφοδοσίαsistema de nebulización del aceite
γραμμή τροφοδοσίας των σημείων λίπανσηςconducto del punto de engrase
διάταξη ηλεκτρικής τροφοδοσίας ανάγκηςgrupo de alimentación de emergencia
διακόπτης εξωτερικής τροφοδοσίαςinterruptor de la rampa
δοχείο νερού τροφοδοσίας λέβητος,τροφοδοσία λέβητοςcaldera de agua de alimentación
ηλεκτρική τροφοδοσίαalimentación eléctrica
κατανομή ηλεκτρικής τροφοδοσίας θαλάμου επιβατώνcaja de unión de alimentación de cabina
κύρια τροφοδοσία κεραίαςfuente primaria de antena
κύρια τροφοδοσία κεραίαςalimentación de antena
πίεση τροφοδοσίαςpresión de alimentación
πίνακας ελέγχου ηλεκτρικής τροφοδοσίαςpedestal de alimentación
πίνακας ελέγχου ηλεκτρικής τροφοδοσίαςcuadro de alimentación
παροχή εξωτερικής τροφοδοσίαςfuente de alimentación externa
παροχή εξωτερικής τροφοδοσίαςalimentación en tierra
πλευρική τροφοδοσία πηνίου κατά μήκος μίας γεννήτριαςbobina alimentada lateralmente
ρευματοδότης τροφοδοσίαςtoma de alimentación
ροή τροφοδοσίαςcaudal de alimentación