DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing τμήμα | all forms
GreekSpanish
άνω τμήμα μηχανής έλξηςsuperestructura de un vagón
άνω τμήμα μηχανής έλξηςsuperestructura de un coche
άνω τμήμα οχήματοςsuperestructura de un vagón
άνω τμήμα οχήματοςsuperestructura de un coche
άνω τμήμα της στεφάνης του τιμονιούparte exterior del aro del volante
αεροτομή με επίπεδο τμήμα διαφυγήςperfil cabezal
απομονωμένο τμήμα γραμμήςsección de vía aislada
απομονωμένο τμήμα γραμμήςsección aislada
αποσυναρμολογημένο τμήμα του ανδρείκελουparte desmontada del maniquí
αρχικό τμήμα προσέγγισηςsegmento de aproximación inicial
αχρησιμοποίητο τμήμα της μεταφοράςparte no utilizada del transporte
βυσματούμενο τμήμα βαλβίδας εκκένωσηςconjunto de válvula de combustible
βυσματούμενο τμήμα βαλβίδας πλήρωσηςconjunto de válvula de combustible
γωνιόκορφο εμπρόσθιο τμήμα βλήματοςpunta delantera de misil
γωνιόκορφο εμπρόσθιο τμήμα βλήματοςproa de misil
διάταξη για την υπό όρους είσοδο σε κατειλημμένο τμήμα γραμμήςdispositivo de apartado
διέρχομαι με ταχύτητα από καμπύλο τμήμα γραμμήςtomar una curva con velocidad
διαδρομή σε επικλινές τμήμα του δικτύουrecorrido en pendiente
διαδρομή σε επικλινές τμήμα του δικτύουrecorrido en descenso
δομικό τμήμαmiembro
δομικό τμήμαelemento
είσοδος σε καμπύλο τμήμα γραμμήςentrada en curva
είσοδος σε κατειλλημένο τμήμα αποκλεισμούpenetración en cantón ocupado
εκτεθειμένο αγώγιμο τμήμαparte conductora accesible
εκτεθειμένο αγώγιμο τμήμαmasa
ελατηριακό τμήμα της ανάρτησηςelemento elástico de la suspensión
εμπρός τμήμα ατράκτουsección delantera del fuselaje
εμπρός τμήμα ατράκτουparte delantera del fuselaje
εμπρός τμήμα ατράκτουfuselaje delantero
εμπρόσθιο τμήμα αμαξοστοιχίαςparte de la cabeza de un tren
εμπρόσθιο τμήμα αμαξοστοιχίαςcabeza de un tren
εμπρόσθιο τμήμα του οχήματοςsección delantera del vehículo
εμπρόσθιος τμήμα οχήματοςavantrén
ενδιάμεσο τμήμα κεφαλής-τραχήλουpieza de unión entre la cabeza y el cuello
ενεργό τμήμαparte activa
εξωτερικό τμήμα πτέρυγαςpanel exterior
εξώτατο τμήμα της στεφάνης του τιμονιούparte exterior del aro del volante
επάνω τμήμαsección superior
επάνω τμήμα τηλεσκοπικής διόπτραςparte superior de visor
επικλινές τμήμα απαγωγής τεμαχίων πάγουdeslizadera para hielo
κάτω τμήμα θεοδόλιχου διακρίβωσης ικριωμάτων συναρμολόγησηςconjunto inferior de visor
κάτω τμήμα νομέαsección inferior de cuaderna
κάτω τμήμα συγκροτήματος τηλεσκοπικής διόπτραςconjunto inferior de visor
καμπύλο τμήμα της παρειάς του ελαστικούparte abombada del lateral del neumático
κεντρικό τμήμα ατράκτουsección central del fuselaje
κεντρικό τμήμα ατράκτουfuselaje central
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςplano medio
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςsección central
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςala central
κινητήρας τοποθετημένος στο πίσω τμήμα του οχήματοςmotor posterior
λειτουργικό τμήμα του εναέριου χώρουbloque funcional de espacio aéreo
λειτουργικό τμήμα του εναέριου χώρουbloque de espacio aéreo funcional
με απότομη κλίση υπερεξέχον τμήμα του σκάφουςparte más lanzada del casco
μεσαίο τμήμα του σκάφουςcuerpo intermedio
μεταβλητό προσόψιο και οπίσθιο τμήμαzona de deformación
μεταβλητό προσόψιο και οπίσθιο τμήμαzona de absorción de impacto
μη συμπιεζόμενο τμήμα ατράκτουsección de fuselaje no presurizada
μη συμπιεζόμενο τμήμα ατράκτουparte no estanca del fuselaje
μονωμένο τμήμαsección de vía aislada
μονωμένο τμήμαsección aislada
μονωμένο τμήμα σιδηροτροχιάςfila de carriles aislada
ο τοίχος του φανού κάτω απ'το γυάλινο τμήμα τουzócalo
ο τοίχος του φανού κάτω απ'το γυάλινο τμήμα τουtorreón
οπίσθιο τμήμα αμαξοστοιχίαςparte de la cola de un tren
οπίσθιο τμήμα αμαξοστοιχίαςcola de un tren
οπίσθιο τμήμα ατρακτοειδούςpopa
οπίσθιο τμήμα ατρακτοειδούςcola
οπίσθιο τμήμα ατρακτοειδούςcuerpo posterior
οριζόντιο τμήμαtramo horizontal
οριζόντιο τμήμαtramo plano
οριζόντιο τμήμαtramo a nivel
οριζόντιο τμήμα γραμμήςtramo de vía en horizontal
οριζόντιο τμήμα γραμμήςtramo en horizontal
οριζόντιο τμήμα γραμμήςsección en horizontal
οριζόντιο τμήμα γραμμήςsección de vía en horizontal
οτπικό τμήμαsegmento visual
ουδέτερο τμήμαsección neutra
ουδέτερο τμήμα γραμμήςsección neutra
ουδέτερο τμήμα γραμμήςsección de vía neutra
ουραίο τμήμα αεροσκάφουςempenaje
ουραίο τμήμα αεροσκάφουςcola
πίσω τμήμα αμαξοστοιχίαςcola del tren
πίσω τμήμα ατράκτουsección de cola del fuselaje
πίσω τμήμα ατράκτουparte trasera del fuselaje
πίσω τμήμα ατράκτουsección trasera del fuselaje
πίσω τμήμα ατράκτουfuselaje trasero
περιμετρικό τμήμαreborde
περιμετρικό τμήμαelemento de borde
προεξέχον τμήμαelemento saliente
προεξέχον τμήμαsaliente
προεξέχον τμήμαsaledizo
προεξέχον τμήμα αποβάθρας σιδηροδρόμουvoladizo de andén
προεξέχον τμήμα αποβάθρας σιδηροδρόμουvisera de andén
προεξέχον τμήμα οχήματοςavantrén
συμπαγές τμήμα στο ανάγλυφο του πέλματοςtaco del dibujo
συσκευή για την υπό όρους είσοδο σε κατειλημμένο τμήμα γραμμήςdispositivo de apartado
ταχύτητα οριακή σε ένα τμήμα γραμμήςvelocidad límite en una sección de la línea
τελικό τμήμα μώλουextremo
τμήμα άξοναsemieje
τμήμα ακινητοποίησηςmódulo del encastre
τμήμα ακινητοποίησηςmódulo de retención
τμήμα ακμήςreborde
τμήμα ακμήςelemento de borde
τμήμα αλληλοείσδυσηςsección de interpenetración
τμήμα αποκλεισμούsección de bloqueo
τμήμα αποκλεισμούcantón de bloqueo
τμήμα αποκλεισμούcantón
τμήμα απόστασηςfracción de distancia
τμήμα αρθρωτής αμαξοστοιχίαςunidad de un tren articulado
τμήμα αρθρωτής αμαξοστοιχίαςelemento de un tren articulado
τμήμα αρχικής προσέγγισηςsegmento de aproximación inicial
τμήμα ατράκτου σε γεωμετρική εξέλιξηsección evolutiva del fuselaje
τμήμα αυτοκινητοδρόμουtramo de autovía
τμήμα για θραύσηsección de corte
τμήμα για τη διάταξη ανάφλεξηςsección de encendido
τμήμα για την αποδοχήsegmento receptor
τμήμα για την παρακολούθησηparte de vigilancia
τμήμα γραμμήςtramo de vía
τμήμα γραμμήςtrozo de vía
τμήμα γραμμήςsección de vía
τμήμα γραμμής προκατασκευασμένοelemento de vía montado en taller
τμήμα γραμμής προσυναρμολογημένοelemento de vía montado en taller
τμήμα γραμμής σε υπερύψωσηvía en elevación
τμήμα γραμμής υπό επισκευήtramo en reparación
τμήμα γραμμής υπό επισκευήsección en reparación
τμήμα γραμμής υπό επισκευήtramo de vía en reparación
τμήμα γραμμής υπό επισκευήsección de vía en reparación
τμήμα γωνιομετρικής τηλεσκοπικής διόπτραςvisor de infrarrojos
τμήμα γωνιομετρικής τηλεσκοπικής διόπτραςmira de infrarrojos
τμήμα δευτερεύονcomposición secundaria
τμήμα διάταξης τηλεοπτικής διακρίβωσης ικριωμάτων συναρμολόγησηςparte de vídeo
τμήμα διαδρομήςtramo de ruta
τμήμα διαδρομήςsección de itinerario
τμήμα διαδρομήςsección de línea
τμήμα διαδρομήςitinerario parcial
τμήμα διαδρομήςsegmentos de ruta
τμήμα διαδρομήςsegmento de ruta
τμήμα διαδρομής εκτός συνόρωνrecorrido extranjero
τμήμα διαμορφωτικού νομέα πτέρυγαςsección de costilla
τμήμα διαμορφωτικού νομέα πτέρυγαςfalsa costilla
τμήμα διαχωρισμούsección de separación
Τμήμα διευκολύνσεων της ΔΟΠΑ ICAO, Διεθνούς Οργάνωσης Πολιτικής Αεροπορίας ; Τμήμα "FAL"Διευκόλυνση της αεροπλοϊαςSección de Facilitación de la OACI Organización de Aviación Civil Internacional
τμήμα διοίκησης πρακτορείωνdivisión de administración de agencias
τμήμα διοίκησης πρακτορείωνdivisión de administración de las agencias
τμήμα δομήςelemento estructural
τμήμα δομήςcomponente estructural
τμήμα δρομολογίουsección de itinerario
τμήμα εκτός προσγειώσεωνpista no útil
τμήμα ελέγχου/επιθεώρησηservicio de inspección
τμήμα εναέριου χώρουbloque de espacio aéreo
τμήμα επιτήρησηςparte de vigilancia
τμήμα ηλεκτροπαροχήςtramo de alimentación
τμήμα ηλεκτροπαροχήςsección de alimentación
τμήμα κουζινέτουsemicasquillo
τμήμα κύριοcomposición principal
τμήμα μαγνητοσκοπίουparte de vídeo
τμήμα με φορτηγάcorte de vagones
τμήμα μεταφορών και επικοινωνιώνsección de Transportes y Comunicaciones
τμήμα μονωμένοsección de vía aislada
τμήμα μονωμένοsección aislada
τμήμα νομέαelemento de cuadro
τμήμα νομέαmarco estructural
τμήμα νομέαcuaderno de célula
τμήμα νομέαelemento de cuaderna
τμήμα νομέαsegmento de cuadro
τμήμα νομέαelemento de bastidor
τμήμα οδούtramo entre dos cruces
τμήμα οδούtramo
τμήμα ουραίου κώνουsección de cono de cola
τμήμα πάκτωσηςmódulo del encastre
τμήμα πάκτωσηςmódulo de retención
τμήμα παραβολήςporción de parábola
τμήμα παραλαβήςsegmento receptor
τμήμα παροχής ενέργειαςtramo de alimentación
τμήμα παροχής ενέργειαςsección de alimentación
τμήμα προσέγγισηςzona de aproximación
τμήμα προσέγγισηςsección de aproximación
τμήμα προστασίαςsección de protección
τμήμα πτήσης αντίθετο προς τον άνεμοtramo a favor de viento
τμήμα σε σχήμα συστολήςgarganta
τμήμα στέγηςelemento de techo
τμήμα συγκοινωνιακής γραμμήςsección de línea
τμήμα συναρμογήςtramo de transición
τμήμα συνεχές της γραμμήςtramo continuo de vía
τμήμα σύγκλισης γραμμών ατράκτου διαλογήςabanico de vías
τμήμα τελικής προσέγγισηςtramo de aproximación final
τμήμα της γραμμήςdistrito de la vía
τμήμα της κατασκευής του οδοστρώματοςcontrabordillo
τμήμα της σιδηροτροχιάςcupón de carril
τμήμα τιμολόγησηςsección de tasación
τμήμα τροφοδότησηςsección de alimentación
τμήμα υπό τάσηparte activa
τμήμα φορέαnervio de triangulación
τμήμα φορέαmontante de apuntalamiento
τμήμα χάραξης της γραμμήςsección de línea
τρέχον τμήμαsección principal de la pala