Subject | Greek | Spanish |
comp., MS | Έλεγχος ταυτότητας μέσω φορμών | Autenticación basada en formularios |
comp., MS | Έλεγχος ταυτότητας με αντιστοίχιση πιστοποιητικών προγραμμάτων-πελατών SSL | autenticación por asignación de certificados de clientes SSL |
astronaut., transp. | άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο | objeto volante no identificado |
h.rghts.act. | άτομο με πολλαπλές ταυτότητες | persona con identidades múltiples |
h.rghts.act. | άτομο LGBT που δεν αποκαλύπτει την ταυτότητα του φύλου του | personas LGBT que permanecen "dentro del armario" |
law | έγγραφο ταυτότητας | documento de identidad |
fin. | έκταση ταυτότητας λογαριασμού | longitud de la identificación de la cuenta |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας | autenticación |
anim.husb. | έλεγχος ταυτότητας | control de identidad |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας απλού κειμένου | autenticación de texto sin formato |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας βασισμένος σε δηλώσεις | autenticación basada en notificaciones |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας διακομιστή μεσολάβησης | autenticación proxy |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας δύο παραγόντων | autenticación en dos fases |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας μέσω πιστοποιητικού | autenticación de certificado |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας με δυνατότητα σύνδεσης | autenticación acoplable |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας πολλών παραγόντων | autenticación multifactor |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας προγράμματος-πελάτη | autenticación de cliente |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας πρόσβασης | acceso autenticado |
comp., MS | έλεγχος ταυτότητας τριών παραγόντων | autenticación en tres fases |
h.rghts.act., social.sc. | έμφυλη ταυτότητα | identidad de género |
fin. | ένδειξη ταυτότητας του σχεδιαστή | indicación que puede identificar al autor |
commun. | ένδειξη της ταυτότητας καλούσας γραμμής | presentación de la identificación de la línea que efectúa la llamada |
commun. | ένδειξη της ταυτότητας καλούσας γραμμής | presentación de la identificación de la línea llamante |
commun. | ένδειξη της ταυτότητας καλούσας και συνδεδεμένης γραμμής | presentación de la identificación de la línea llamante y conectada |
commun. | ένδειξη της ταυτότητας συνδεδεμένης γραμμής | presentación de la identificación de la línea conectada |
nat.sc., transp. | ΄Αγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα | objeto volante no identificado |
commun. | αδιάθετη ταυτότητα κινητού | identificación del móvil libre |
phys.sc. | ακουστική ταυτότητα | signatura acústica |
law | αλλαγή ταυτότητας | cambio de identidad |
law, immigr. | αλλοδαπός στερούμενος δελτίου ταυτότητας | extranjero sin documento de identidad |
law, immigr. | αλλοδαπός χωρίς έγγραφο ταυτότητας | extranjero sin documento de identidad |
commun. | ανέγκυρη ταυτότητα κινητού | identificación no válida del móvil |
work.fl., IT | αναγνωριστικό ταυτότητας | identificador |
transp. | αναγνωριστικό ταυτότητας παραμέτρου | valor di identificación de parámetro |
IT, transp. | αναγνωριστικό ταυτότητας παραμέτρου | valor de identificación de parámetro |
commun., IT | αναγνώριση ταυτότητας εισερχόμενης κλήσης | identificación de llamada entrante |
commun., IT | αναγνώριση ταυτότητας καλούντος | identificación del abonado llamante |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας καλούντος | identificación de la línea de llamada |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας καλούντος | identificación de la llamada |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας καλούσας γραμμής | identificación de la línea llamante |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας καταχώρησης | identificación de registro |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας συνόδου διαλόγου | identificador de sesión de diálogo |
commun. | αναγνώριση ταυτότητας συστήματος | identificación del sistema |
commun., IT | αναγνώριση ταυτότητας χρήστη δικτύου | identificador de usuario de red |
med. | ανοσοχημικός προσδιορισμός ταυτότητας | identificación inmunoquímica de los antígenos |
mater.sc. | ανοχή ταυτότητας κέντρων | tolerancia de concentricidad |
comp., MS | ανώνυμος έλεγχος ταυτότητας FTP | autenticación FTP anónima |
comp., MS | ανώνυμος έλεγχος ταυτότητας | autenticación anónima |
commun., IT | απλή επαλήθευση ταυτότητας | autenticación simple |
immigr. | αποδεικτικά ταυτότητας | documentos de identidad |
commun. | αποθηκευμένη αναγνώριση ταυτότητας συστήματος | identificación del sistema almacenado |
h.rghts.act. | αποκάλυψη της ταυτότητας φύλου | "salir del armario" |
comp., MS | αποκήρυξη ταυτότητας | rechazo |
comp., MS | απόκρυψη ταυτότητας | anonimizador |
pharma. | απόκρυψη ταυτότητας | método ciego |
pharma. | απόκρυψη ταυτότητας | ensayo clínico ciego |
pharma. | απόκρυψη ταυτότητας | estudio ciego |
pharma. | απόκρυψη ταυτότητας | enmascaramiento |
gen. | αρίθμηση και ταυτότητα υλικών | recuento e identificación de material |
commun. | αριθμός αναγνώρισης ταυτότητας δικτύου | número de identificación de red |
commun. | αριθμός αναγνώρισης ταυτότητας κινητού | número de identificación de estación móvil |
commun. | αριθμός αναγνώρισης ταυτότητας συστήματος | número de identificación del sistema |
commun. | αριθμός αναγνώρισης ταυτότητας τιμολόγησης | número de identificación de facturación |
health. | αριθμός ταυτότητας του φαρμάκου | número de identificación de los medicamentos |
el. | αριθμός ταυτότητας τόπου | número de identificación de emplazamiento |
IT, dat.proc. | Αρχή αναγνώρισης ταυτότητας | autoridad de identificación |
comp., MS | Bασικός έλεγχος ταυτότητας | autenticación básica |
law, immigr. | αστυνομική ταυτότητα | documento nacional de identidad |
gen. | αστυνομική ταυτότητα | documento de identidad |
law, immigr. | αστυνομικό δελτίο ταυτότητας | documento nacional de identidad |
law, immigr. | αστυνομικό δελτίο ταυτότητας | documento de identidad |
commun. | αυτόματη επαλήθευση ταυτότητας | auto-autentificación |
dat.proc., transp., avia. | αφαίρεση των στοιχείων ταυτότητας | supresión de los datos de identidad |
gen. | αφαίρεση των στοιχείων ταυτότητας | desidentificación |
comp., MS | βάση δεδομένων ελέγχου ταυτότητας | base de datos de autenticación |
industr., construct. | βαφή ταυτότητας | teñido fugaz |
gen. | βεβαίωση ταυτότητας προξενικής αρχής | tarjeta de registro consular |
commun. | βιβλιογραφική ταυτότητα | tira bibliográfica |
health., nat.sc. | γενετική ταυτότητα | identidad genética |
law, commer., patents. | γραφιστικά χαρακτηριστικά της εμπορικής ταυτότητας | marca figurativa |
comp., MS | δεδομένα ελέγχου ταυτότητας | datos de autenticación |
law, immigr. | δελτίο αστυνομικής ταυτότητας | documento nacional de identidad |
law, immigr. | δελτίο αστυνομικής ταυτότητας | documento de identidad |
comp., MS | δελτίο ελέγχου ταυτότητας | vale MSCSAuth |
comp., MS | δελτίο ελέγχου ταυτότητας | vale de autenticación |
law, immigr. | δελτίο ταυτότητας | documento nacional de identidad |
law, immigr. | δελτίο ταυτότητας | documento de identidad |
transp. | δελτίο ταυτότητας πολύτεκνης οικογένειας | libro de familia numerosa |
transp. | δελτίο ταυτότητας πολύτεκνης οικογένειας | carné de familia numerosa |
h.rghts.act. | διάκριση λόγω της ταυτότητας φύλου | discriminación basada en la identidad de género |
IT | διάλογος εξακρίβωσης ταυτότητας | procedimiento de apertura de sesión |
gen. | Διακομματική Ομάδα "Προστασία της Εθνικής Ταυτότητας της Κύπρου" | Intergrupo sobre la protección de la indentidad nacional de Chipre |
market. | διακριτικά χαρακτηριστικά της εμπορικής ταυτότητας | signos materiales de reconocimiento logotipos, enseñas, rótulos, símbolos, membretes, etc. |
fin., transp. | διαπίστωση της ταυτότητας των εμπορευμάτων | identificación de las mercancías |
law | διαφύλαξη της εμπορικής ταυτότητας | respeto de la imagen de marca por el franquiciado |
comp., MS | διαχείριση ταυτοτήτων | administración de identidades |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | identidades de los equipos móviles internacionales |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | identidad internacional de estación móvil |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | Identificador Internacional de Equipo Móvil |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού φορητού τμήματος | identificativo internacional de parte portátil del equipo |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | identidades de los equipos móviles internacionales |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | identidad internacional de estación móvil |
commun. | διεθνής ταυτότητα εξοπλισμού κινητού σταθμού | Identificador Internacional de Equipo Móvil |
commer., polit. | διεθνοποίηση της εμπορικής ταυτότητας | internacionalización de la marca mediante técnicas de comercialización y publicidad |
med. | δικαίωμα στην γενετική ταυτότητα | derecho a la propia identidad genética |
commun. | δομοστοιχείο ταυτότητας συνδρομητή | módulo de identificación del abonado |
commun., IT | δομοστοιχείο ταυτότητας συνδρομητή | módulo de identificación de abonado |
commun. | δομοστοιχείο ταυτότητας συνδρομητή | módulo de identidad del abonado |
commun. | δομοστοιχείο ταυτότητας συνδρομητή | módulo de identificación de usuario |
commun. | δυνατότητα αναγνώρισης ταυτότητας καλούντος συνδρομητή | identificación de la línea que llama |
commun. | δυνατότητα αναγνώρισης ταυτότητας καλούντος συνδρομητή | facilidad de identificación de la línea que llama |
market. | εγκυρότητα της εμπορικής ταυτότητας | validez de la marca |
market. | εγκυρότητα της εμπορικής ταυτότητας | exclusividad de la marca |
immigr. | Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των γνησίων εγγράφων ταυτότητας, ταξιδίου και διαμονής | Unión Europea - Manual de documentos auténticos de identidad, viaje y residencia |
econ. | Εθνική ταυτότητα | identidad nacional |
immigr. | εθνικό δελτίο ταυτότητας | documento nacional de identidad |
law | ενίσχυση της αξίας της εμπορικής ταυτότητας | valorización de la marca |
law | ενίσχυση της αξίας της εμπορικής ταυτότητας | acreditación de la marca |
comp., MS | Ενσωματωμένος έλεγχος ταυτότητας των Windows | autenticación integrada de Windows |
law, immigr. | εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας | control de la identidad |
law, immigr. | εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας | control de identidad |
gen. | εξακρίβωση ταυτότητας | identificación |
law, immigr. | εξακρίβωση της ταυτότητας | control de la identidad |
law, immigr. | εξακρίβωση της ταυτότητας | control de identidad |
immigr. | εξακρίβωση της ταυτότητας με την προσκόμιση ή επίδειξη ταξιδιωτικών εγγράφων | determinar la identidad tras haber exhibido o presentado documentos de viaje |
commun., IT | επαλήθευση με προστατευμένη ταυτότητα | autenticación con identidad protegida |
comp., MS | επαλήθευση ταυτότητας | verificación de identidad |
anim.husb. | επαλήθευση ταυτότητας | verificación de la identidad |
commun., IT | επαλήθευση ταυτότητας με ανταλλαγή πληροφοριών | transacción de autenticación |
law | επηρεάζω ουσιωδώς την ταυτότητα του σήματος | afectar sustancialmente a la identidad de la marca |
gen. | επιβεβαιώνω την ταυτότητα ενός αντίγραφου με το πρωτότυπο | certificar conforme |
IT | Επιγραμμικό δημόσιο μητρώο γνήσιων εγγράφων ταυτότητας και ταξιδίου | Registro Público de Documentos Auténticos de Identidad y de Viaje en Red |
econ. | ευρωπαϊκή ταυτότητα | identidad europea |
gen. | ευρωπαϊκή ταυτότητα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας | identidad europea de seguridad y defensa |
gen. | ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | identidad europea de defensa |
gen. | ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | identidad europea de seguridad y de defensa |
gen. | ευρωπαϊκή ταυτότητα στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας | Identidad Europea de Seguridad y Defensa |
law | ευρωπαϊκή ταυτότητα στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας | identidad europea de seguridad y defensa |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκή φοιτητική ταυτότητα | tarjeta de estudiante europeo |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκή φοιτητική ταυτότητα | carnet de estudiante europeo |
comp., MS | εφαρμογή πιστοποίησης ταυτότητας | Autenticador |
law, commun., IT | ηλεκτρονική επαλήθευση ταυτότητας | autenticación electrónica |
comp., MS | ηλεκτρονική ταυτότητα | identidad en Internet |
commun. | ημιμόνιμη αποθηκευμένη αναγνώριση ταυτότητας συστήματος | identificación del sistema semipermanentemente almacenado |
stat. | θεμελιώδης ταυτότητα του Wald | identidad fundamental de Wald |
stat. | θεμελιώσης ταυτότητα του Wald | identidad fundamental de Wald |
comp., MS | ιδιότητα ταυτότητας | propiedad de identidad |
commun., IT | ισχυρή επαλήθευση ταυτότητας | autenticación fuerte |
commun., IT | ισχυρή επαλήθευση ταυτότητας | autenticación criptográfica |
commun., IT | ισχυρή επαλήθευση ταυτότητας | autenticación compleja |
commun. | κέντρο επαλήθευσης ταυτότητας | centro de autentificación |
commun. | κέντρο επαλήθευσης ταυτότητας | centro de autenticación |
law, IT | κίνδυνος "κλοπής ταυτότητας" | riesgo de usurpación de la identidad |
chem. | καθορισμός ταυτότητας | identificación |
gen. | κατάχρηση ταυτότητας | usurpación de identidad |
gen. | κατάχρηση ταυτότητας | uso público de nombre supuesto |
health. | κλωνική ταυτότητα | identidad clonal |
med. | κρίση ταυτότητας | crisis de identidad |
IT | Κωδικός ταυτότητας τερματικού | código de identificación de terminal |
commun. | κωδικός ταυτότητας του δέκτη ραδιοτηλεειδοποίησης | código de identidad de la unidad de radiobúsqueda |
el. | κωδικός ταυτότητας φορέα | código de identificación de la portadora |
commun., IT | κωδικός ταυτότητας χρήστη | número de identificación del abonado |
comp., MS | κύκλος ζωής ταυτότητας | ciclo de vida de la identidad |
commun. | κύρια ταυτότητα | identificativo primero |
comp., MS | κώδικας ελέγχου ταυτότητας μηνύματος | Código de autenticación de mensajes (MAC) |
comp., MS | κώδικας ελέγχου ταυτότητας μηνύματος | código de autentificación de mensajes (MAC) |
commun. | κώδικας ταυτότητας | identidad |
commun. | κώδικας ταυτότητας | identificador |
commun. | κώδικας ταυτότητας | código identificador |
commun. | κώδικας ταυτότητας | código ID |
tax. | κώδικας φορολογικής ταυτότητας | código de identificación fiscal |
IT | Λέξη ταυτότητας | palabra de identificación |
commun. | λαμβανόμενη αναγνώριση ταυτότητας συστήματος | identificación del sistema recibido |
comp., MS | μέθοδος ελέγχου ταυτότητας | método de autenticación |
cust. | μέσα διαπίστωσης της ταυτότητας | medios de identificación |
fin. | μέτρα για τη διαπίστωση της ταυτότητας | medidas de identificación |
fin. | μέτρα διαπίστωσης της ταυτότητας | medidas de identificación |
commun. | μήνυμα ταυτότητας καλουμένου | mensaje de identidad del usuario que llama |
stat. | μήτρα-ταυτότητα του Bartlett | matriz-identidad de Bartlett |
comp., MS | IP με έλεγχο ταυτότητας | IP autenticado |
market. | μοναδικός χαρακτήρας της εμπορικής ταυτότητας | uniformidad de la franquicia |
market. | μοναδικός χαρακτήρας της εμπορικής ταυτότητας | unicidad de la imagen de marca |
market. | μοναδικός χαρακτήρας της εμπορικής ταυτότητας | homogeneidad de la franquicia |
commun. | μόνιμα αποθηκευμένη αναγνώριση ταυτότητας συστήματος | identificación del sistema permanentemente almacenado |
gen. | νομισματική ταυτότητα της Kοινότητας | identidad monetaria de la Comunidad |
h.rghts.act. | οδηγίες του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες UNHCR σχετικά με τις δηλώσεις προσφύγων όσον αφορά τον γενετήσιο προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου | Nota de orientación del ACNUR sobre las solicitudes de la condición de refugiado relacionadas con la orientación sexual y la identidad de género |
gen. | Ομάδα Ταυτότητα, Παράδοση, Κυριαρχία | Grupo Identidad, Tradición, Soberanía |
market. | ονομαστική εμπορική ταυτότητα | marca nominativa |
law | παραχώρηση άδειας χρήσης εμπορικής ταυτότητας | contrato de licencia de marca |
tech. | πιστοποίηση ταυτότητας | certificación de conformidad |
comp., MS | πιστοποιητικό ταυτότητας | autenticador |
commun., IT | πιστοποιώ την ταυτότητα | autentificar |
commun., IT | πιστοποιώ την ταυτότητα | autenticar |
pharma., chem. | πλήρη γραμμή ταυτότητας | línea completa de identidad |
law | πλαστό έγγραφο ταυτότητας | documento de identidad falso |
commun., IT | πληροφορία επαλήθευσης ταυτότητας | información de autenticación |
commun. | πολιτική ασφάλειας βασισμένη στην ταυτότητα | política de seguridad basada en la identidad |
econ. | πολιτιστική ταυτότητα | identidad cultural |
comp., MS | πολλαπλές ταυτότητες | varias identidades |
commer., environ. | προβολή ψευδοοικολογικής ταυτότητας | blanqueo ecológico |
commer., environ. | προβολή ψευδοπράσινης ταυτότητας | blanqueo ecológico |
med. | προγονική ταυτότητα | identidad de los ascendientes |
commun. | προσδιορισμός ταυτότητας | identificación |
commun., IT | Προσδιορισμός ταυτότητας του χρήστη | identificación del usuario |
commun. | προσδιορισμός της ταυτότητας κακόβουλης κλήσης' αναγνώριση κακόβουλης κλήσης | identificación de llamadas maliciosas |
gen. | προσωπικός αριθμός ταυτότητας | número de identificación personal |
fin., IT | προσωπικός αριθμός ταυτότητας αναφοράς | NIP de referencia |
gen. | προσωρινή βεβαίωση ταυτότητας | certificación provisional de identidad |
commer. | προώθηση της εμπορικής ταυτότητας | marketing de la marca |
law | προώθηση της εμπορικής ταυτότητας | promoción de la marca |
comp., MS | πρωτόκολλο ασφαλούς ελέγχου ταυτότητας με κωδικό πρόσβασης | protocolo de autenticación de contraseña segura |
comp., MS | πρωτόκολλο ελέγχου ταυτότητας Kerberos V5 | protocolo de autenticación Kerberos V5 |
comp., MS | πρωτόκολλο ελέγχου ταυτότητας μέσω ανταλλαγής χειραψίας | Protocolo de autenticación por desafío mutuo (CHAP) |
comp., MS | Πρωτόκολλο Internet με έλεγχο ταυτότητας | protocolo de Internet autenticado |
law | Πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | Programa de formación, de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
law | πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | programa de formación, de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
gen. | Πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας' Πρόγραμμα Sherlock | programa de formación, de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
gen. | Πρόγραμμα κατάρτισης, ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας' Πρόγραμμα Sherlock | Programa SHERLOCK |
gen. | πρόγραμμα κατάρτισης,ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | programa de formación,de intercambios y de cooperación en el ámbito de los documentos de identidad |
gen. | πρόγραμμα κατάρτισης,ανταλλαγών και συνεργασίας στον τομέα των εγγράφων ταυτότητας | programa Sherlock |
stat., econ. | πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί | persona física identificada |
stat., econ. | πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί | persona física identificable |
h.rghts.act. | πρώτη ειδικευμένη μονάδα για διαταραχές ταυτότητας φύλου | primera Unidad de Trastornos de Identidad de Género |
IT, tech. | Πύλη ταυτότητας | elemento de identidad |
IT, tech. | Πύλη ταυτότητας | circuito de identidad |
el. | σήμα επαλήθευσης ταυτότητας | señal de autentificación |
social.sc., psychol. | σεξουαλική ταυτότητα | identidad sexual |
fin., tech. | σημεία εξακρίβωσης της ταυτότητας | marcas de identificación |
transp. | σιδηροδρομική ταυτότητα | tarjeta de identidad ferroviaria |
comp., MS | στήλη ταυτότητας | columna de identidad |
market. | στοιχεία αναγνώρισης της εμπορικής ταυτότητας | elementos de identificación de la marca |
gen. | στρατιωτικό δελτίο ταυτότητας | documento de identidad militar |
IT, earth.sc. | συγκριτής ταυτότητας | circuito comparador de identidad |
gen. | συμπληρωματικός έλεγχος ταυτότητας | gestión de identificación conplementaria |
comp., MS | συνδεδεμένος, η ταυτότητα του χρήστη ελέγχθηκε | conectado, usuario autenticado |
comp., MS | Συνοπτικός έλεγχος ταυτότητας | autenticación implícita |
med. | συντελεστής ταυτότητας | coeficiente de consanguinidad |
comp., MS | συσχέτιση ηλεκτρονικής ταυτότητας | asociación de identidad en línea |
comp., MS | σύνολο ελέγχου ταυτότητας | conjunto de autenticación |
life.sc. | ταξινομική ταυτότητα | nombre taxonómico |
life.sc. | ταξινομική ταυτότητα | nombre científico |
gen. | ταυτότητα ανηλίκου υπέχουσα θέση διαβατηρίου | documento de identidad para menor con valor de pasaporte |
commun. | ταυτότητα αντικειμένου | identificación de objeto |
IT | ταυτότητα αρχείου | identificación del fichero |
IT | ταυτότητα αρχειοφακέλου | identificación del fichero |
comp., MS | ταυτότητα βασισμένη σε δηλώσεις | identidad basada en notificaciones |
comp., MS | ταυτότητα εμπορικής επωνυμίας | identidad de marca |
nat.sc., agric. | ταυτότητα ενός τύπου | indentidad del tipo |
el. | ταυτότητα καλούμενης γραμμής | identidad de la línea llamada |
el. | ταυτότητα καλούντος | identificación de la línea llamante |
el. | ταυτότητα καλούντος | identificación de la línea llamadora |
el. | ταυτότητα καλούσας γραμμής | identificación de la línea llamante |
el. | ταυτότητα καλούσας γραμμής | identificación de la línea llamadora |
el. | ταυτότητα κλήσης ομάδας | identidad de llamada a grupo |
insur. | ταυτότητα κοινωνικής ασφάλισης | tarjeta de asegurado |
law | ταυτότητα μεταξύ του σήματος και του σημείου | identidad entre la marca y el signo |
nat.sc., agric. | ταυτότητα μιας ποικιλίας | identidad de la variedad |
comp., MS | ταυτότητα πακέτου | identidad del paquete |
commun. | ταυτότητα παράκτιου σταθμού | identidad de estación costera |
IT, transp. | ταυτότητα παραμέτρου | identificación del parámetro |
agric. | ταυτότητα ποικιλίας | identidad varietal |
agric. | ταυτότητα ποικιλίας | pureza de la variedad |
agric. | ταυτότητα ποικιλίας | identidad para variedad |
agric. | ταυτότητα ποικιλίας | identidad de la variedad |
gen. | ταυτότητα που επιτρέπει την είσοδο σε δημόσιο κατάστημα | billete de entrada a un establecimiento público |
transp. | ταυτότητα σιδηροδρομικού υπαλλήλου | carné de identidad ferroviario |
transp. | ταυτότητα σιδηροδρομικού υπαλλήλου | tarjeta de identidad ferroviaria |
commun. | ταυτότητα σταθμού πλοίου | identidad de estación de barco |
life.sc., agric. | ταυτότητα της ποικιλίας | identificación varietal |
agric. | ταυτότητα της ποικιλίας | identidad de la variedad |
stat. | ταυτότητα του Spitzer | identidad de Spitzer |
immigr. | ταυτότητα του απομακρυνόμενου αλλοδαπού | identidad del extranjero expulsado |
commun. | ταυτότητα του οικείου φορέα εκμετάλλευσης | identificativo del operador base |
fin. | ταυτότητα του οφειλέτου | designación del deudor |
fin. | ταυτότητα του πιστωτού | designación del acreedor |
med. | ταυτότητα των αντιθέτων | coincidencia de contrastes |
anim.husb. | ταυτότητα των ζώων | identificación de los animales |
anim.husb. | ταυτότητα των ζώων | identificación animal |
law | ταυτότητα των μαρτύρων | identidad de los testigos |
med. | ταυτότητα των σπόρων | identidad de las semillas |
IT | ταυτότητα φακέλου | identificación del fichero |
el. | ταυτότητα φορέα | identificación de la portadora |
el. | ταυτότητα φορέα | ID de la portadora |
commun. | ταυτότητα φορέα εκμετάλλευσης | identificativo del operador |
h.rghts.act., social.sc. | ταυτότητα φύλου | identidad de género |
IT | ταυτότητα χρήστη | identificador de usuario |
comp., MS | ταυτότητα χρήστη | identidad de usuario |
el. | ταυτότητα χώρας ή δικτύου | identidad del país o de la red |
commun. | ταυτότητες ναυτιλιακής κινητής υπηρεσίας | identidades en el servicio móvil marítimo |
commun. | ταχυδρομικό δελτίο ταυτότητας | tarjeta de identidad postal |
med. | τροποποίηση της γενετικής ταυτότητας | modificación de la identidad genética |
comp., MS | Τυπικό πρωτόκολλο του ΙΕΕΕ για έλεγχο ταυτότητας σε προσαρτήσεις υποδοχών για συσκευές μεταβατικής αποθήκευσης | IEEE 1667 |
earth.sc. | υπεριώδης ταυτότητα | signatura ultravioleta |
comp., MS | Υπηρεσία απομακρυσμένου ελέγχου ταυτότητας χρηστών εισερχόμενων κλήσεων | Servicio de autenticación remota telefónica de usuario |
comp., MS | υπηρεσία ελέγχου ταυτότητας | servicio de autenticación |
gen. | υπηρεσιακή ταυτότητα δημοσίου υπαλλήλου | tarjeta de servicio de un organismo público |
IT | Υποδιαίρεση ταυτότητας στην Cobol,υποδιαίρεση ταυτότητας | sección de identificación del COBOL |
commun., IT | υποκλοπή ταυτότητας | interceptación de identidad |
gen. | υποκλοπή ταυτότητας | usurpación de identidad |
gen. | υποκλοπή ταυτότητας | usurpación de estado civil |
gen. | φυσική διακρίβωση ταυτότητας | identificación física |
comp., MS | χαρακτήρας διαφυγής ταυτότητας | carácter de escape de identidad |
IT | Χαρακτηριστικό ταυτότητας | atributo de identificación |
chem. | χημική ταυτότητα | identidad química |
comp., MS | χρήση ομοσπονδιακών ταυτοτήτων | federación de identidades |
law | χρηματοδότηση της προώθησης της εμπορικής ταυτότητας | capitalización de la marca |
comp., MS | χώρος αποθήκευσης ταυτοτήτων | almacén de identidades |
law | χώρος όπου φυλάσσεται η ταυτότητα της ποικιλίας | emplazamiento en el que se mantiene la identidad de la variedad |
IT | ψευδής ταυτότητα | usuario títere |
comp., MS | ψηφιακή ταυτότητα | Id. digital |
IT | ψηφιακός προσδιορισμός ταυτότητας | identificación digital |
commun. | όρος σχετικός με την ταυτότητα | términos relativos a identificativos |