DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Procedural law containing σχέση | all forms
GreekSpanish
έγγαμη σχέσηrelación entre los cónyuges
έγγαμη σχέσηrelación conyugal
αναγνώριση ότι δεν υπάρχει σχέση γονέα και τέκνουimpugnación de la filiación
βιολογική σχέση γονέως τέκνουfiliación por naturaleza
βιολογική σχέση γονέως τέκνουfiliación natural
βιολογική σχέση γονέως τέκνουfiliación biológica
εκ των πραγμάτων συναγόμενη σχέση γονέα και τέκνουposesión de estado filiación
εξωσυζυγική σχέσηrelación extraconyugal
εξωσυζυγική σχέσηadulterio
καταχωρημένη συντροφική σχέσηpareja registrada
καταχωρημένη συντροφική σχέσηunión registrada
καταχωρημένη συντροφική σχέσηpareja estable registrada
οικογενειακή σχέσηvínculo familiar
σχέση γονέα και τέκνουfiliación
σχέση καταχωρημένης συμβίωσηςpareja registrada
σχέση καταχωρημένης συμβίωσηςunión registrada
σχέση καταχωρημένης συμβίωσηςpareja estable registrada
σχέση υιοθετούντος και υιοθετούμενουfiliación por adopción
σχέση υιοθετούντος και υιοθετούμενουfiliación adoptiva