Subject | Greek | Spanish |
law, lab.law. | άδεια προβλεπόμενη από μια συλλογική σύμβαση εργασίας | permiso convencional |
law, lab.law. | άδεια προβλεπόμενη από μια συλλογική σύμβαση εργασίας | descanso convencional |
IT, dat.proc. | άλμα σε μια κυψέλη | salto a una celda |
lab.law. | άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας | parado difícilmente empleable |
lab.law. | άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας | desempleado de difícil contratación |
transp., mech.eng. | άξονας δυνάμενος να τοποθετηθεί αξονικά σε μία καμπύλη | eje radial |
transp., mech.eng. | άξονας δυνάμενος να τοποθετηθεί αξονικά σε μία καμπύλη | eje orientable |
law | άρνησηεπαγγελματικής ένωσηςνα δεχθεί μια εταιρεία ως μέλος της | negativa a aceptar a una sociedad como miembro |
gen. | άτομο προσβεβλημένο από μία μεταδοτική ασθένεια | persona afectada de una enfermedad contagiosa |
IT, dat.proc. | έκδοση στη μια πλευρά του χαρτιού | publicación a una cara |
social.sc. | έκπτωση από μία κοινωνική τάξη | pérdida de posición social |
law | έλεγχος σχετικά με το αν συνεχίζει να υφίσταται μια ποικιλία | verificación técnica de la existencia de una variedad |
earth.sc., mech.eng. | έναρξη λειτουργίας κόντρα σε μία κλειστή βαλβίδα | puesta en marcha a válvula cerrada |
med. | ένεση κατευθυνόμενη σε μια πάσχουσα εστία | inyección intrafocal |
life.sc. | ένταση βροχόπτωσης σε μιά επιφάνεια ανά πρώτο λεπτό | intensidad de lluvia en la superficie en un minuto |
chem., mech.eng. | ίχνη ατμού φαιρούνται από τα αέρια με υγρασία όταν αυτά περάσουν από μια απορροφητική μονάδα | el contenido en vapor de agua de gases húmedos es eliminado al pasar por un adsorbente |
econ. | αγαθά που στέλλονται από μια χώρα σε άλλη για επισκευή | bienes enviados a otro país para ser reparados |
fin. | ακυρώνω μία διασάφηση | invalidar una declaración |
law, insur. | ακυρώνω μία σύμβαση | rescindir un contrato |
transp. | ανάβω μια μηχανή | encender una locomotora |
met. | ανάπτυξη του ωστενιτικού κόκκου η οποία καταλήγει σε μια δομή υπερθέρμανσης | crecimiento del grano austenítico que conduce a una estructura recalentada |
transp. | αναδιανομή των θέσεων σε μια πτήση | asignar las plazas de un vuelo |
int. law., immigr. | ανακαλώ μια θεώρηση | retirar un visado |
law | ανακαλώ μια πρόταση νόμου | retirar una propuesta de ley |
law | ανακαλώ μια πρόταση νόμου | retirar un proyecto de ley |
econ. | ανακοίνωση για "μια νέα εταιρική σχέση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Λατινικής Αμερικής" | comunicación "Una nueva asociación entre la Unión Europea y América Latina" |
IT, dat.proc. | αναπαράγω μια λίστα | regenerar una lista |
polit., law | αναπτύσσω προτάσεις σε μια ορισμένη υπόθεση | presentar conclusiones en un determinado asunto |
med. | ανασυνδυασμός ειδικός για μιά θεση | recombinación específica de sitio |
IT, dat.proc. | αντιγραφή ενός κελιού σε μια περιοχή πολλών κελιών | copia múltiple |
mech.eng. | ανυψωτήρας με μία αλυσίδα μεταφοράς | elevador de cadena |
med. | ανωμαλία λόγου κατά την οποία πολλές λέξεις μαζί προφέρονται ως μία | parafasia literal |
med. | ανωμαλία λόγου κατά την οποία πολλές λέξεις μαζί προφέρονται ως μία | jargonafasia |
law, fin. | απαλλάσσω μια πράξη | eximir una operación |
el. | απεύθυνση "μία γραμμή τη φορά" | direccionamiento línea a línea |
law, lab.law. | αποδέχομαι μία θέση | aceptar un empleo |
IT, dat.proc. | αποδίδω μία τιμή σε μια μεταβλητή | asignar un valor a una variable |
insur., lab.law. | αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης | 2) acreditar un periodo de calificación |
insur., lab.law. | αποδεικνύω μια περίοδο επαγγελματικής κατάρτισης | 1) acreditar un periodo de prácticas |
fin. | αποδεσμεύω μία εγγύηση | liberar una garantía |
law | αποζημίωση που συνοδεύει μια ρήτρα μη ανταγωνισμού | indemnización de no concurrencia |
law | αποζημίωση που συνοδεύει μια ρήτρα μη ανταγωνισμού | compensación por cláusula de no concurrencia |
law | αποκαθιστώ μία ζημιά | reparar un daño |
IT, dat.proc. | αποσυμπιέζω μια εικόνα | descomprimir una imagen |
mech.eng., el. | αποσυνδέω μια συσκευή από την πηγή του ρεύματος | desconectar un aparato |
law | αποχώρηση από μία οργάνωση | retiro de una organización |
environ. | Απόβλητα απολίπανσης που περιέχουν διαλύτη χωρίς μια υγρά φάση | residuos de desengrasado que contienen disolventes sin fase líquida |
earth.sc., mech.eng. | απώλεια μέσα σε μιά γωνία | pérdida en un codo o curva |
law, fin. | ασκώ κατά τρόπο ανεξάρτητο μία οικονομική δραστηριότητα | realizar con carácter independiente una actividad económica |
health. | ατμόσφαιρα περιβάλλουσα μια θέση εργασίας | atmósfera del lugar de trabajo |
construct. | αυλακωτή σε μια γωνία πλίνθος | zocalo en forma de jota |
transp. | αφήνω μια βόλτα μόνο στα πρυμνήσια | desdoblar las guindalezas |
IT, dat.proc. | αφαιρώ λεπτομέρειες από μια εικόνα | perfilar |
commun. | αφαιρώ τις κηλίδες από μια στάμπα | quitar las manchas de una lámina |
commun. | αφαιρώ τις κηλίδες από μια στάμπα | limpiar las manchas de una lámina |
transp. | αφετηρία και τέρμα διαδρομής σε μία ορισμένη ζώνη | viajero unizonal |
IT, dat.proc. | αύξηση κατά μία μονάδα | incremento unitario |
fin. | βάση υπολογισμού απόδοσης που αντιστοιχεί σε μία ομολογία | equivalencia de bono |
IT, industr., construct. | γάζωμα από τη μια μόνο πλευρά του τεμαχίου | coser únicamente desde un lado de la pieza |
law | γενικεύω μία αρχή | generalizar una norma |
law | γενικεύω μία αρχή | establecer un principio |
law | γεννώ μια αξίωση | crear un derecho |
IT | γράφεται μια φορά, διαβάζεται πολλές | grabable una vez, legible múltiples veces |
met. | γυαλιστερός από τη μία όψη | una cara brillante |
life.sc. | γωνιομέτρηση σε μία θέση τηλεσκοπίου | conjunto de observaciones medidas en una única posición del telescopio |
transp. | Δήλωση της Πράγας σχετικά με μια πανευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα των μεταφορών | Declaración de Praga sobre una política paneuropea de transportes |
polit., transp. | Δίκαιη πληρωμή για τη χρήση της υποδομής: μια σταδιακή θέσπιση ενός κοινού πλαισίου για την χρέωση του κόστους της υποδομής των μεταφορών στην ΕΕ - Λευκή βίβλος | Tarifas justas por el uso de infraestructuras: Estrategia gradual para un marco común de tarificación de infraestructuras de transporte en la UE - Libro Blanco |
IT, dat.proc. | δεικτοδοτώ μια εγγραφή | marcar un registro |
fish.farm., UN | δεοντολογικός κώδικας για μια υπεύθυνη αλιεία | código de conducta para una pesca responsable |
fish.farm., UN | δεοντολογικός κώδικας για μια υπεύθυνη αλιεία | Código de conducta para la pesca responsable |
fish.farm., UN | δεοντολογικός κώδικας για μια υπεύθυνη αλιεία | Código Internacional de Conducta para la Pesca Responsable |
IT, dat.proc. | δημιουργώ μια μακροεντολή | escribir una macro |
gen. | Διάσκεψη για μια δημοκρατική Νότια Αφρική | Conferencia para la Democratización de Sudáfrica |
IT, dat.proc. | διάστημα μεταξύ γραμμάτων για μια περιοχή κειμένου | espaciado de letras en un bloque de texto |
IT, dat.proc. | διάστημα μεταξύ λέξεων σε μια γραμμή | espacio entre palabras |
transp. | διέρχομαι με ταχύτητα από μια στροφή | tomar una curva con velocidad |
transp. | διέρχομαι μια βελόνη αλλαγής | franquear una aguja |
IT | διαβίβαση δεδομένων προς μία κατεύθυνση | transmisión de datos en una sola dirección |
IT | διαβίβαση προς μία κατεύθυνση | transmisión de datos en una sola dirección |
earth.sc., tech. | διαδρομή με μια ανάκλαση | trayectoria doble que comprende una reflexión |
transp. | διαδρομή της βελόνας σε μία αλλαγή τροχιάς | carrera de la punta de la aguja |
gen. | διαπραγματεύομαι μία σύμβαση | negociar un contrato |
law | διορισμός σε μία θέση | adscripción a un puesto |
construct. | διπλοί τοίχοι γυψοσανίδας προεπικαλυμμένοι από τη μια πλευρά | doble-tabique de placas de yeso preenlucidas por una cara |
agric. | δισκοσβάρνα πολλών σειρών δίσκων με την μια σειρά όπισθεν της άλλης | rastra de discos de doble acción |
agric. | δισκοσβάρνα πολλών σειρών δίσκων με την μια σειρά όπισθεν της άλλης | rastra de discos |
agric. | δισκοσβάρνα πολλών σειρών δίσκων με την μια σειρά όπισθεν της άλλης | rastra en tándem |
agric. | δισκοσβάρνα πολλών σειρών δίσκων με την μια σειρά όπισθεν της άλλης | grada de discos en X |
commun., el. | δισταθής πολυδονητής με μία είσοδο ελέγχου | disparador biestable con una entrada |
commun., el. | δισταθής πολυδονητής με μία είσοδο ελέγχου | báscula biestable con una entrada |
agric., construct. | διώρυγα ακολουθούσα μια ισοϋψή καμπύλη | canal que sigue una curva de nivel |
agric., construct. | διώρυγα ακολουθούσα μια ισοϋψή καμπύλη | canal de contorno |
mater.sc., met. | δοκίμια ομοιόμορφα καταπονημένα μέσα σε μια μηχανή εφελκυσμού-συμπίεσης | muestras sometidas a una carga uniforme en máquinas de tracción-compresión |
met. | δοκίμιο με μία τουλάχιστο επιφάνεια έλασης | probeta en la que se ha conservado una superficie delaminación por lo menos |
met. | δοκιμή κρούσης σε μια ράβδο φέρουσα εγκοπές | ensayo de resiliencia |
earth.sc., tech. | δοκιμή που περιέχει μια ανάκλαση | primera reflexión |
transp. | δρομολογώ για πρώτη φορά μια αμαξοστοιχία | crear un tren |
transp. | δρομολογώ μια αμαξοστοιχία πιο αργά | retrasar un tren |
econ. | εγγράφω σε μία γραμμή του προϋπολογισμού | consignar en una línea presupuestaria |
transp. | εγκαταλείπω μια διαδρομή | abandonar un recorrido |
fin., IT | εγκεκριμένο ποσό για μια περίοδο | importe autorizado por período |
insur. | εισπράττω μία αποζημίωση | percibir una indemnización |
polit., law | εκδικάζω μια υπόθεση κατά προτεραιότητα | dar prioridad a un asunto sobre los demás |
law | εκμεταλλεύομαι μια εφεύρεση,κατασκευάζοντας το σχετικό προϊόν | explotar el invento fabricándolo |
econ. | εκτίμηση με βάση μία μόνο ετήσια έρευνα | estimación sobre la base de una sola estadística anual |
IT, dat.proc. | εκτείνω μια εικόνα προς μία μόνο διεύθυνση | alargar una imagen |
commun. | εκτύπωση του περιεχομένου σε μια ορισμένη χώρα | impresión del contenido en el país |
agric. | Ελέγχω μια πυρκαϊά | controlar un incendio |
met. | ελασματοποιημένο μία φορά | laminado simple |
construct. | ελαφρά ασφαλτική στρώση με μία διάστρωση σκύρων | tratamiento monocapa |
construct. | ελαφρά ασφαλτική στρώση με μία διάστρωση σκύρων | simple tratamiento superficial |
IT | ελεγκτής υψηλής στάθμης για μια μονάδα | controlador des instalaciones de alto nivel |
med. | εμβολιασμός μικροβίου στην μια πλευρά ζώου και του ειδικού αντιορού στην άλλη | inoculación mediante pases |
cust. | εμπορεύματα λαμβανόμενα ή παραγόμενα εξ ολοκλήρου σε μια χώρα | mercancías obtenidas enteramente en un país |
tax. | εμπορεύματα παραγόμενα εξ ολοκλήρου σε μια χώρα | mercancías obtenidas enteramente en un país |
commer., fin. | εμπορεύματα που κατάγονται από μία χώρα | mercancías originarias de un país |
econ., market. | εμπόρευμα παραχθέν πλήρως σε μια χώρα | producto obtenido totalmente en un país |
market. | εμφανίζω λογιστικά μια υποχρέωση | mantener el compromiso en los libros |
energ.ind. | Ενέργεια 2020 - Μια στρατηγική για ανταγωνιστική, αειφόρο και ασφαλή ενέργεια | Energía 2020 - Estrategia para una energía competitiva, sostenible y segura |
mun.plan., mater.sc. | εξαγωγή των καπνών από μια μοναδική καπνοδόχο | salida de humos por chimenea única |
empl. | εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση | garantizar a los trabajadores un nuevo empleo productivo |
law | εξαφανίζω μια δικαστική απόφαση | casar |
construct. | επένδυση με μιά στρώση | revestimiento de una sola capa |
industr., construct. | επίχριση από τη μία πλευρά | recubrimiento por una cara |
industr., construct. | επίχριση από τη μία πλευρά | estucado por una cara |
gen. | επεξεργάζομαι μία σύμβαση | elaborar un contrato |
IT, dat.proc. | επιλέγω μια εικόνα στην οθόνη | capturar una pantalla |
law | επιλύω μία διαφορά | resolver un litigio |
IT, dat.proc. | επιμηκύνω μια εικόνα προς μία μόνο διεύθυνση | alargar una imagen |
commun. | επιστολή που αποστέλλεται από μία πόλη σε άλλη | correo interurbano |
IT, dat.proc. | επιστροφή από μία διαδικασία | retorno |
IT, dat.proc. | επιστροφή από μία διαδικασία | retorno de un procedimiento |
IT, dat.proc. | επιστροφή από μία διαδικασία | punto de salida |
social.sc. | επιτροπή ad hoc για μια Ευρώπη των πολιτών | Comité ad hoc sobre la Europa de los ciudadanos |
gen. | Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ'αυτούς ή απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμού | Comité de la protección contra los efectos de la aplicación extraterritorial de la legislación adoptada por un tercer país, y contra las acciones basadas en ella o derivadas de ella |
IT, dat.proc. | ετικέτες σε μια στήλη | etiquetas a una columna |
comp., MS | ευθυγραμμίζω μια φωτογραφία | enderezar una foto |
gen. | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για μια Αγορά Ανεξάρτητων Παραγωγών | Organización Europea para un Mercado Audiovisual Independiente |
gen. | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση για μια Αγορά Ανεξάρτητων Παραγωγών | Asociación europea para el mercado de los productores independientes |
commun. | Ευρωπαϊκή Οργάνωση για μια Αγορά της Ανεξάρτητης Παραγωγής Οπτικοακουστικών Εργων | Organización Europea para un Mercado Audiovisual Independiente |
health. | Ευρωπαϊκή συμφωνία σχετικά με την παροχή ιατρικής περίθαλψης σε προσώπα κατά την προσωρινή διαμονή τους σε μια χώρα | Acuerdo europeo sobre la prestación de asistencia médica durante estancias temporales fuera del país de residencia |
health. | Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή | Europa por una vida mejor |
health. | Ευρώπη για μια καλύτερη ζωή | Europa para vivir mejor |
el. | ζεύγος τρανζίστορ σε μία συσκευασία περίβλημα | transistores tipo dual |
el. | ζεύγος τρανζίστορ σε μία συσκευασία περίβλημα | transistores tipo doble |
tech., chem. | ζυγός με μια πλάστιγγα | balanza monoplato |
met., el. | η αντίδραση υγρής φάσης στην διεπιφάνεια,ουσιαστικά είναι μια ηλεκτροχημική διεργασία | la reacción de interfase en la fase líquida es esencialmente un fenómeno electroquímico |
gen. | Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέση | Estrategia de la UE para África |
environ. | Η εικόνα αναπαράγεται σε μία φθορίζουσα οθόνη. | la imagen se reproduce sobre una pantalla fluorescente |
earth.sc., mech.eng. | η καλλίτερη δυνατή ισχύς που παράγει μιά αντλία | potencia util optima de la bomba |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή,η οποία επικουρείται από μία Συμβουλευτική Eπιτροπή | una Alta Autoridad asistida por un Comité Consultivo |
econ. | η Eπιτροπή προτείνει μία διαδικασία αναθεωρήσεως των κριτηρίων αυτών | la Comisión propondrá un procedimiento de revisión de tales criterios |
coal. | η συσκευή αποχωρισμού του κονιορτού προσαρτήθηκε σε μία εγκατάσταση μεταφοράς με χρήση μονοτρόχου | El extractor de polvo está acoplado al raíl de un monorraíl. |
industr., construct., chem. | Mηχανή με μία τράπεζα | máquina de una mesa |
transp. | θέσεις καθισμάτων η μια πίσω από την άλλη | asientos en tándem |
fin. | θέτω σε κίνδυνο μια εγγύηση | exigir el pago de una garantía |
agric. | θεριστική-δετική μηχανή με μια μεταφορική ταινία | segadora-atadora de lona sin fin única |
met. | θερμοσυγκολλητικό λακάρισμα από τη μία πλευρά | lacado termosellante una cara |
immigr. | θεώρηση για μία μόνον είσοδο | visado válido para una entrada |
immigr. | θεώρηση για μία μόνον είσοδο | visado con una entrada |
immigr. | θεώρηση ταξιδίου ισχύουσα για μία ή περισσότερες εισόδους | visado de viaje válido para una o varias entradas |
immigr. | θεώρηση ταξιδίου ισχύουσα για μία ή περισσότερες εισόδους | visado de corta duración |
law, lab.law. | ικανός για μιά εργασία | capacitado para un trabajo |
commun. | ισιώνω,χτυπώ με το τακάκι,μια φόρμα | tamborilear |
fin. | ιστορικό των μερισμάτων που κατέβαλε στο παρελθόν μια εταιρεία | dividendos pagados en el pasado |
el. | ισχύς ακτινοβολούμενη από μία κεραία εκπομπής | potencia radiada por una antena transmisora |
fin. | κάλυψη επιτοκίων με μια θέση short με σύμβαση επί προθεσμία | cubierto en tipos de cambio por una posición corta en contratos a plazo |
law | κάνω δεκτή μία αίτηση | estimar una demanda |
interntl.trade. | κάνω δεκτή μία προσφορά | admitir ofertas |
market., transp. | κάνω μια συμπληρωματική είσπραξη | hacer una percepción complementaria |
gen. | Κίνημα για μια Ελεύθερη Ατσέ | Movimiento para Aceh Libre |
gen. | Κίνημα για μια Ελεύθερη Ατσέ | Movimiento Aceh Libre |
transp. | καρδιά αλλαγής σε συναρμολόγηση με τη μία σιδηροτροχιά καμπύλη | corazón de cruzamiento armado con carriles en curva |
met. | κατά την διάρκεια της επαναφοράς παρατηρείται καθαρά μια δευτερογενής σκλήρυνση | en el revenido se observa claramente un fenómeno de endurecimiento secundario |
met. | κατά την διάρκεια της ψύξης μπορεί να υπάρξει μια μεταβολή της κρυστάλλωσης | en el curso del enfriamiento se puede producir un cambio de cristalización |
insur. | καταβάλλω μία σύνταξη | abonar una pensión |
law, lab.law. | καταγγέλλω μία σύμβαση εργασίας | despedir |
lab.law. | καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση | promocionarse |
lab.law. | καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση | ascender |
law | καταργώ μία θέση | suprimir un puesto de la administración |
law | καταργώ μία θέση | suprimir un puesto de funcionario |
law, econ. | καταργώ μία θέση εργασίας | suprimir un puesto de trabajo |
law | καταργώ μια παρέκκλιση | suprimir una excepción |
IT, dat.proc. | καταχωρώ μια απαρίθμηση | registrar un cómputo |
law, social.sc. | κατευθύνσεις για μια κοινοτική πολιτική των μεταναστεύσεων | orientaciones para una política comunitaria de las migraciones |
IT, dat.proc. | κεντράρω μια εικόνα | centrar una imagen |
IT, dat.proc. | κεντράρω μια στήλη | centrar una columna |
IT, dat.proc. | κεντράρω σε μια συγκεκριμένη θέση | centrar en una posición concreta |
law | κηρύσσω μια πράξη άκυρη | declarar nulo un acto |
polit., law | κηρύσσω μια πράξη άκυρη; κηρύσσω άκυρο | declarar un acto nulo y sin valor ni efecto alguno |
polit., law | κηρύσσω μια πράξη άκυρη; κηρύσσω άκυρο | declarar nulo un acto |
mech.eng. | κινητές μηχανές των οποίων η λειτουργία συνεπάγεται συνεχή ή ημισυνεχή μετακίνηση σύμφωνα με μια διαδοχή καθορισμένων στάσεων | máquinas móviles cuyo trabajo se efectúa mediante un desplazamiento continuo o semicontinuo por una sucesión de puestos fijos |
law, relig. | Κοινότητα που βασίζεται σε μια θρησκεία | comunidad basada en una religión |
industr., construct. | κούφωμα με μια αυλάκωση | marco con renvalso simple |
industr., construct. | κούφωμα με μια εντομή | marco con renvalso simple |
industr. | κυκλικό πριόνι με μια λάμα | sierra circular de una hoja |
transp. | κυκλοφορία κατά μία μόνο κατεύθυνση | circulación en una sola dirección |
transp. | κυκλοφοριακή συμφόρηση σε μία διακλάδωση | volumen de transbordo |
transp., el. | κύκλωμα γραμμής μονωμένο στη μια σιδηροτροχιά | circuito de vía aislado sobre una sola fila de carriles |
fish.farm., UN | κώδικας ορθής συμπεριφοράς για μια υπευθύνως ασκούμενη αλιεία | Código de conducta para la pesca responsable |
fish.farm., UN | κώδικας ορθής συμπεριφοράς για μια υπευθύνως ασκούμενη αλιεία | código de conducta para una pesca responsable |
fish.farm., UN | κώδικας ορθής συμπεριφοράς για μια υπευθύνως ασκούμενη αλιεία | Código Internacional de Conducta para la Pesca Responsable |
met. | λακάρισμα από τη μία πλευρά με θερμοσυγκολλητική ουσία | lacado termosellante una cara |
met. | λακαρισμένος από τη μία πλευρά | una cara lacada |
insur. | λαμβάνω μία σύνταξη | 2) cobrar una pensión de retiro |
insur. | λαμβάνω μία σύνταξη | 1) cobrar una pensión |
insur. | λαμβάνω μια παροχή | disfrutar de una prestación |
insur. | λαμβάνω μια παροχή | beneficiarse de una prestación |
commun. | Λευκή βίβλος για μια ευρωπαϊκή πολιτική επικοινωνίας | Libro Blanco sobre una política europea de comunicación |
ed. | Λευκή βίβλος: Μια νέα πνοή για την ευρωπαϊκή νεολαία | Libro Blanco: Un nuevo impulso para la juventud europea |
agric. | μέθοδος ζυθοποίησης με μια διαβροχή | sistema de cocimiento de un mosto |
agric. | μέθοδος με μια δεξαμενή | proceso unitanque |
law, market. | μέρισμα που διανέμεται από μία θυγατρική | dividendo distribuido por una filial |
met. | μέσα σε κάθε συσσωμάτωμα τα σωματίδια σεμεντίτη έχουν μια κανονική γραμμική διάταξη | en cada uno de estos agregados las partículas de cementita están alineadas uniformemente |
tech. | μία δωδεκάδα | 12 unidades |
tech. | μία δωδεκάδα | 1 docena |
med. | μία δόση | dosis unitaria |
transp., avia. | μία ενέργεια | una etapa |
polit., fin. | μία ενδεχόμενη κοινή πολιτική τιμών πρέπει να βασίζεται επί ενιαίων μεθόδων υπολογισμού | cualquier política común de precios deberá basarse en métodos uniformes de cálculo |
gen. | μία Oικονομική και Kοινωνική Eπιτροπή που ασκεί συμβουλευτικά καθήκοντα | un Comité Económico y Social con funciones consultivas |
polit. | μία και μοναδική ψηφοφορία | votación única |
law | μία και μόνη νομική προσωπικότητα | personalidad jurídica única |
econ. | μία κατάλληλη περιφερειακή οικονομική πολιτική | una política económica regional adecuada |
tech. | μία κορώνα | 5 chelines |
tech. | μία κορώνα | 1 corona inglesa |
fin. | μία λίρα | 1 libra esterlina |
fin. | μία λίρα | 20 chelines |
tech. | μία λίρα | 1 soberano inglés |
transp., avia. | μία ολόκληρη ημέρα χωρίς καθήκοντα | día solo libre de actividad |
commun. | μία πλευρική ζώνη | banda lateral única |
econ. | μία φυσική προτίμηση μεταξύ των Kρατών μελών | una referencia natural entre los Estados miembros |
bank. | μαζική απόσυρση καταθέσεων από μία τράπεζα | pánico bancario |
tech. | μακρύκαννο πυροβόλο όπλο μιας βολής με μία ή περισσότερες κάννες με ραβδώσεις | arma de fuego larga de un impacto con uno o varios cañones estriados |
met. | ματ από τη μία πλευρά | un lado mate |
IT, dat.proc. | μείωση κατά μία μονάδα | decremento unitario |
life.sc., environ. | μετακίνηση ουσιών από μια θαλάσσια περιοχή σε άλλη | movimiento de sustancias de una zona del mar a otra |
transp. | μετατόπιση της βελόνας σε μία αλλαγή τροχιάς | carrera de la punta de la aguja |
IT, dat.proc. | μεταφέρω μια τροποποίηση | transferir una modificación |
fin. | μετοχές κατεχόμενες από πρόσωπα συνδεόμενα στενά με μια επιχείρηση | acciones en manos de un reducido número de accionistas |
fin. | μη διατύπωση αντιρρήσεων σε μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση | no oposición a una concentración notificada |
industr., construct., met. | μηχανή με μία τράπεζα | máquina de una mesa |
insur. | μια ανήθικη ενέργεια δε δημιουργεί δικαίωμα | ex turpi cause non oritur actio |
met. | μια αρχική δομή από λεπτές λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα | una pelita de estructura laminar fina en la fase inicial actúa de la misma forma |
environ. | μια διαγνωστική εξέταση η οποία επιτρέπει να καθορισθούν τα όρια της συλλογικής ασφάλειας | una prueba de diagnóstico que permite fijar límites de seguridad colectiva |
law | μια διαρκώς στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης | una unión cada vez más estrecha entre los pueblos de Europa |
econ., min.prod. | Μια Ευρώπη που χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους | Una Europa que utilice eficazmente los recursos |
chem. | μια καταχώριση για κάθε ουσία | un registro único para cada sustancia |
IT | Μια μηχανική εκτύπωση | impresión sin percusión |
environ. | Μια νέα λύση για τα προβλήματα που προκαλούν στο περιβάλλον τα στερεά απόβλητα | una nueva respuesta medioambiental frente a los residuos sólidos |
gen. | μια οπισθοδρόμηση του κοινοτικού δικαίου | un retroceso en la legislación comunitaria |
met. | μια προσβολή με χαλκό αποκαλύπτει τις ακαθαρσίες οι οποίες βρίσκονται εν διαλύσει στον χάλυβα | los ataques cúpricos hacen visibles también las impurezas disueltas en el acero |
law, patents. | μια προσφυγή γίνεται δεκτή | estimar un recurso |
fin. | μια πρώτη σειρά δανείων | una primera serie de préstamos |
gen. | μια σταδιοδρομία καλύπτει γενικά δύο βαθμούς | una carrera abarca generalmente dos grados |
econ., fin. | μονάδα βασιζόμενη σε μια δέσμη ισοτιμιών | Unidad de cuenta de la red de relaciones de paridad |
stat., transp. | μονάδα προκύπτουσα από μία θέση ενός μεταφορικού μέσου που διανύει ένα χιλιόμετρο | plaza x kilómetro |
econ. | μονάδες που χαρακτηρίζονται από μια μοναδική δραστηριότητα | unidades que se caracterizan por una actividad exclusiva |
mech.eng. | να δοθεί μια αύξηση ισχύος | alimentar con potencia adicional |
environ., agric. | να τοποθετηθεί μια βάνα | acoplar una valvula en un tendido de manguera |
econ., environ. | νομικώς μη δεσμευτική δήλωση αρχών για μια συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη διαχείριση, τη διατήρηση και την οικολογικά βιώσιμη εκμετάλλευση των κάθε τύπου δασών | Declaración autorizada, sin fuerza jurídica obligatoria, de principios para un consenso mundial respecto de la ordenación, la conservación y el desarrollo sostenible de los bosques de todo tipo |
med. | νόσος που διαρκεί μια μέρα | hemeropatía |
commun. | ξεκινά και δέχεται μια κλήση | iniciar y aceptar llamadas |
industr., construct. | ξύλο ροκανισμένο σε μια πλευρά και δύο άκρα | madera cepillada por una sola cara |
insur., lab.law. | ο εργαζόμενος πρέπει να συνδέεται με μία σύμβαση εργασίας | el asalariado debe estar vinculado por un contrato de trabajo |
met. | ο μετασχηματισμός παρουσιάζει μια θερμοκρασιακή υστέρηση | la transformación presenta una histéresis de temperatura |
transp. | οδηγώ μια αμαξοστοιχία στο σταθμό | llevar una rama a la estación |
met. | οι ίνες διαφορισμού αποτελούν μια εύθραυστη ζώνη πλούσια σε εγκλείσματα θειούχων ενώσεων | los hilos de segregación constituyen una zona frágil, rica en inclusiones de sulfuro |
environ. | Οι ακτίνες Χ ήταν ημιομοιογενείς σε μια ευρεία οριζόντια ζώνη. | en una amplia banda horizontal los rayos X fueron semihomogéneos |
met. | οι κρυσταλλίτες της βασαλτικής ζώνης αναπτύσσονται σύμφωνα με μια κοινή κρυσταλλογραφική διεύθυνση | los basaltos tienen una dirección cristalográfica común |
met. | οι φερρίτες παρουσιάζουν μια υποδομή αποκαλούμενη "νεύρωση" | las ferritas presentan una sobrestructura denominada "veteado" |
gen. | Ομάδα Ανεξαρτήτων για μια Ευρώπη των Εθνών | Grupo de Independientes por la Europa de las Naciones |
stat., el. | ονομαστική ισχύς των μηχανών που αποτελούν μια υδροηλεκτρική ομάδα | potencia nominal de las maquinas que constituyen un grupo |
IT, dat.proc. | ορίζω μια μεταβλητή ως προσωπική | declarar una variable privada |
IT, dat.proc. | ορίζω μια μεταβλητής ως κοινή | declarar una variable pública |
industr. | πέλμα χυτό σε μία στρώση | suela moldeada de una capa |
polit. | πέρασμα της σκυτάλης από μία Προεδρία στην επόμενη | traspaso de cometidos entre presidencias |
earth.sc., mech.eng. | πίεση παραγόμενη από μια βαθμίδαπτερυγίων αντλίας με πολλές βαθμίδες | presión por etapa |
chem., met. | παγίδευση των πτητικών προϊόντων διάβρωσης σε μια πλυντρίδα | captación de productos de corrosión volátiles en un frasco lavador |
mech.eng. | παλέτα με μία βάση | paleta no reversible |
gen. | παρά τη Eπιτροπή συνιστάται μία επιτροπή συμβουλευτικού χαρακτήρος | se crea un Comité Consultivo adjunto a la Comisión |
comp., MS | παράκαμψη μία φορά | omisión por única vez |
law, lab.law. | παράρτημα σε μία συλλογική σύμβαση | anexo de un convenio colectivo |
econ. | παραγωγή αγαθών που διαρκεί περισσότερες από μία χρονικές περιόδους | producción de bienes cuya fabricación abarca varios períodos |
el. | παρασιτικό φάσμα που περιβάλλει μια ταλάντωση | espectro parásito que rodea la oscilación |
commun., IT | παρατείνω μια κλήση | prolongar una llamada |
el., construct. | παραχθείσα ισχύς από μια υδροηλεκτρική εγκατάσταση | potencia eléctrica producida por un aprovechamiento hidroeléctrico |
fish.farm., patents. | παραχωρώ μια άδεια χρήσης | conceder una licencia |
agric. | περιορίζω μια πυρκαϊά | controlar un incendio |
IT, dat.proc. | περιορισμός ως προς μια περιοχή τιμών | imposición de un área de valores |
el. | πηνίο του οποίου μόνο μία σπείρα είναι υπό τάση | bobina monovuelta bajo tensión |
earth.sc., mech.eng. | πιεζομετρικό ύψος που αντιστοιχεί στο υψηλότερο σημείο μιας καμπύλης HQγια μια αντλία | altura en el punto límite de estabilidad |
law, ed. | πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια δοκιμασία | certificado de calificaciones |
law, ed. | πιστοποιητικό επιτυχίας σε μια εξέταση | certificado de calificaciones |
industr., construct. | πλάκα λαξευμένη στη μια επιφάνεια | placa tallada en una cara |
construct. | πλάνη με μια λαβή | garlopa |
construct., econ., immigr. | Πράσινη βίβλος για μια κοινοτική προσέγγιση της διαχείρισης της οικονομικής μετανάστευσης | Libro Verde sobre el planteamiento de la UE sobre la gestión de la inmigración económica |
construct., econ. | Πράσινη βίβλος για τις σχέσεις μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών ΑΚΕ στο κατώφλι του 21ου αιώνα - Προκλήσεις και εναλλακτικές προτάσεις για μια νέα εταιρική σχέση | Libro verde sobre las relaciones entre la Unión Europea y los países ACP en el umbral del siglo XXI-Desafíos y opciones para una nueva asociación |
energ.ind. | Πράσινη Βίβλος με τίτλο "Για μια ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης" | Libro verde "Por una política energética de la Unión Europea" |
commun. | Πράσινη Βίβλος σχετικά με μια κοινή προσέγγιση στον τομέα των δορυφορικών επικοινωνιών στην Κοινότητα | Libro verde sobre un planteamiento común en el ámbito de las comunicaciones por satélite en la Comunidad |
transp., environ. | Πράσινη βίβλος σχετικά με τις επιπτώσεις των μεταφορών στο περιβάλλον: μια κοινοτική στρατηγική για "Βιώσιμη Κινητικότητα" | Libro Verde sobre el impacto del transporte en el medio ambiente - Una estrategia comunitaria para un desarrollo de los transportes respetuoso con el medio ambiente |
lab.law. | Πράσινη βίβλος - Σύμπραξη για μια νέα οργάνωση της εργασίας | Libro verde-Cooperación para una nueva organización del trabajo |
transp. | πραγματοποιώ μιά διαδρομή | efectuar un recorrido |
industr., construct. | πριόνισμα από την μια μεριά στην άλλη | aserrado de cachizos |
insur. | προβαίνω σε μία παρακράτηση | aplicar un descuento |
lab.law. | προκαθορισμένος χρόνος για μια συγκεκριμένη εργασία | tiempo base seleccionado |
commun. | προμήθεια από μία πηγή | punto único de compra |
gen. | προσβάλλομαι από μια διαρκή και απόλυτο ανικανότητα | padecer una incapacidad permanente y absoluta |
law | προσδίδω πολυμερή χαρακτήρα σε μια συμφωνία | proceder a la multilateralización del acuerdo |
law | προσθήκη σε μία σύμβαση | suplemento a un contrato |
law | προσθήκη σε μία σύμβαση | adición a un contrato |
IT, dat.proc. | προσφυγή σε μια βάση δεδομένων | consulta a base de datos |
law, lab.law. | προσχωρώ σε μία συλλογική σύμβαση | adherirse a un convenio colectivo |
insur. | προσχωρώ σε μία Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας | adherirse a un convenio de Seguridad Social |
law | προσχώρηση σε μία σύμβαση | adhesión a un contrato |
law | προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad superior del servicio |
law | προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad superior administrativa |
law | προϊστάμενο όργανο σε μια ιεραρχική σχέση | autoridad jerárquica |
econ. | προϊόντα που λαμβάνονται από μια ορισμένη τεχνική μέθοδο παραγωγής | productos obtenidos con una técnica de producción determinada |
unions. | Πρωτόκολλo περί τωv πρovoμίωv και ασυλιώv | Protocolo sobre los privilegios y las inmunidades |
IT | πρόγραμμα δράσης για μια ηλεκτρονική Ευρώπη; "e-Europe Action Plan" | plan de acción e-Europa |
IT | πρόγραμμα δράσης για μια ηλεκτρονική Ευρώπη | Plan de Acción global eEurope |
construct., mun.plan., environ. | πρόγραμμα "Πόλεις και πολεοδομικά συγκροτήματα για μια αειφόρο ανάπτυξη" | proyecto "Ciudades y áreas metropolitanas por un desarrollo sostenible" |
work.fl., lab.law. | πρόσβαση σε μια δραστηριότητα | ingreso en una actividad |
work.fl., lab.law. | πρόσβαση σε μια δραστηριότητα | ingreso en una profesión |
work.fl., lab.law. | πρόσβαση σε μια δραστηριότητα | ingreso en un oficio |
work.fl., lab.law. | πρόσβαση σε μια δραστηριότητα | acceso a una actividad |
law, lab.law. | πρόσωπο που συντηρεί μία οικογένεια | sostén |
gen. | πυροβόλο όπλο με μια μόνο κάνη | arma de fuego de cañón único |
transp. | πόρτα ανοιγόμενη κατά μία μόνο φορά | puerta de sentido único |
gen. | πύραυλος με μια πυρηνική κεφαλή | misil de cabeza unitaria |
insur. | ρήτρα που επιβάλλει μια αφαιρετέα απαλλαγή στο ασφαλιστήριο | cláusula Jason |
law | ρυθμίζω μία διαφορά | resolver un litigio |
agric. | σε μια σειρά | de una fila |
gen. | Σεμινάριο "Μια αγορά καθαρών προϊόντων για το 1992" | Seminario "Un mercado de productos limpios en la perspectiva de 1992" |
commun. | σημείο θλάσης σε μια λογαριθμική-γραμμική κλίμακας | punto dado en dB referido a una escala logarítmica y lineal |
el., construct. | σημείο παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε μια εγκατάσταση | origen de una instalación eléctrica |
transp. | σιδηρόδρομος κινούμενος σε μία ράβδο | ferrocarril monocarril |
IT, dat.proc. | σμικρύνω μια εικόνα | reducir una imagen |
el. | στάθμη παρεμβολής οφειλόμενη σε μια μόνο πηγή | nivel de interferencia procedente de una sola fuente |
fin. | στάθμιση που δίδεται σε μια εθνική κεντρική τράπεζα στην κλείδα κατανομής | ponderación de un banco central nacional en la clave |
transp. | σταματώ την κυκλοφορία σε μια γραμμή | cerrar al tráfico |
earth.sc., tech. | στη δοκιμή συνεχούς βύθισης μπορεί να κυριαρχεί μία συγκεκριμένη κατάσταση ροής | en la prueba de la inmersión continua se puede formar un flujo definido |
met. | στην μαρτενσιτική περιοχή πραγματοποιείται μια συμπαγής εξέλιξη | en la transformación martensítica aparece una evolución coherente |
patents. | στηρίζω μια απόφαση σε λόγους | fundar una resolución en motivos |
met. | στιλπνός από τη μία όψη | una cara brillante |
health., nat.sc. | συγκέντρωση που αναστέλλει κατά 50% μια δεδομένη παράμετρο | concentración que produce el 50% de inhibición de un parámetro dado |
transp. | συγκοινωνία από μία αφετηρία σε διάφορα σημεία προορισμού | transporte desde un origen a múltiples destinos |
el. | συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη | fijación |
met. | συγκόλληση πλήρους διεισδύσεως από μια πλευρά,στην οποία φαίνεται το κορδόνι διεισδύσεως | soldadura con penetración en reverso |
gen. | συμμετοχή ενός δικτύου σε μία ένωση | administración adherida |
law | συμμετοχή σε μια δικαιοπραξία | concurso |
health. | συμμετοχή σε μια ομάδα | pertenencia a un grupo |
IT, dat.proc. | συμπιέζω μια εικόνα | comprimir una imagen |
law | συμπληρωματικός όρος σε μία σύμβαση | suplemento a un contrato |
law | συμπληρωματικός όρος σε μία σύμβαση | adición a un contrato |
gen. | συνάπτω μία σύμβαση | celebrar un contrato |
tech. | συνάρτηση με μία μεταβλητή το χρόνο | función temporal |
econ. | συναλλαγή με την οποία μια απαίτηση μεταβιβάζεται ή ρευστοποιείται | operación por la que un activo se transfiere o liquida |
transp. | συνδυασμός εταιρειών σε μια γραμμή | casos en los que interviene más de una compañía aérea |
nucl.phys. | Συνθήκη για μία ζώνη απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα; Συνθήκη της Pelindaba | Tratado sobre una Zona Africana Libre de Armas Nucleares |
nucl.phys. | Συνθήκη για μία ζώνη απαλλαγμένη από πυρηνικά όπλα; Συνθήκη της Pelindaba | Tratado de Pelindaba |
econ. | συνολική αξία cif όλων των αγαθών που πραγματικά εισάγονται από μια χώρα | valor cif del conjunto de bienes efectivamente importados por un país |
med. | συσκευή εισπνοής ικανή να διατηρεί μια δυναμική ροή αέρα | dispositivo de inhalación capaz de mantener un flujo de aire continuo |
el. | συσκευασία με ακροδέκτες σε μια ευθεία | paquete en línea simple |
arts. | σχέδια διατήρησης στις πόλεις και τα χωριά που στοχεύουν στην αποκατάσταση και επανένταξη, σύμφωνα με μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, του μνημείου και του γύρω χώρου του στον περιβάλλοντα ευρύτερο δημόσιο χώρο | proyectos de conservación en ciudades y pueblos, cuyo objetivo sea la rehabilitación integral del monumento y su entorno en el espacio público que lo rodea |
gen. | Σχέδιο στρατηγικής για μια βαθιά και ουσιαστική Οικονομική και Νομισματική Ένωση | Un Plan director para una Unión Económica y Monetaria profunda y auténtica |
IT, dat.proc. | σχέση πολλών προς μία | relación varios a uno |
met. | σχηματίζεται μια δομή σύμφυσης που αποτελείται από σφαιροειδή περλίτη | la estructura formada se denomina perlita esferoidizada o, algunas veces, esferodita |
commun., IT | σύμφωνη ακτινοβολία σε μια ορισμένη χρονική στιγμή | radiación coherente temporal |
commun., IT | σύμφωνο κύμα σε μια ορισμένη χρονική στιγμή | radiación coherente temporal |
transp. | σύνδεση με μια μόνο γραμμή | enlace de una sola vía |
chem. | σύνδεσμος με δαχτυλίδι από τη μία πλευρά | pieza de transacción con manguito en un solo lado |
el. | σύνθετη αντίσταση ή αγωγιμότητα σχετική με μία συνιστώσα χ | inmitancia relativa a una componente x |
polit. | σύνοδοι ειδικής συνθέσεως του Συμβουλίου που πραγματοποιούνται μια φορά ανά εξάμηνο | sesiones de las formaciones del Consejo que se reúnen una vez por semestre |
IT | σύστημα επί ψηφίδας-ολοκλήρωση συστήματος σε μια ψηφίδα | sistema en un chip |
IT | σύστημα επί ψηφίδας-ολοκλήρωση συστήματος σε μια ψηφίδα | integración de sistema en un chip |
IT | σύστημα "σε μία και μόνο μικροπλακέτα" | sistema en un solo chip |
gen. | σύστημα"ένας άνθρωπος μία θέση εργασίας" | sistema de "una persona por tarea" |
met. | τα άτομα άνθρακα προκαλούν μια κυβική διαστροφή του πλέγματος | los átomos de carbono provocan una distorsión cúbica de la red |
lab.law. | τα προσόντα που απαιτεί μια θέση εργασίας | exigencias profesionales |
earth.sc., mech.eng. | ταλαντώσεις δημιουργούμενες από μια αντλία | oscilación de bombeo |
comp., MS | τερματίζω μια κλήση | finalizar una llamada |
commun. | τερματικό που δεν είναι απασχολημένο σε μια τηλεφωνική κλήση | terminal no ocupado en una llamada telefónica |
law | τηρώ μια προθεσμία έναντι του Γραφείου | respetar un plazo con respecto a la Oficina |
mech.eng. | το εκκινείν μία μηχανή | arrancar una máquina |
earth.sc., mech.eng. | το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί από μιά αντλία με πεπερασμένο αριθμό πτε στον ωθητή,το πραγματικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος | altura teórica efectiva |
earth.sc., mech.eng. | το θεωρητικό υδροστατικό ύψος που μπορεί να παραχθεί από μιά αντλία με πεπερασμένο αριθμό πτε στον ωθητή,το πραγματικό θεωρητικό υδροστατικό ύψος | altura manométrica ideal con un número finito de álabes |
fin. | το παθητικό που συνιστούν για μια τράπεζα οι καταθέσεις της | pasivos por depósitos |
agric., chem. | το παραθείο και το paraoxon υπόκεινται σε μια διαδικασία ενζυματικής υδρόλυσης | el paratión y el paraoxón experimentan un proceso de hidrólisis enzimática |
environ. | Το πυκνόμετρο βαθμονομήθηκε με μία κλίμακα του γκρίζου. | el densitómetro se calibró mediante una escala gráfica de grises |
environ. | Το φίλμ κρατούσαν στη θέση του με μία ταινία καλύψεως σε άμεση επαφή με το περίβλημα. | la película se sujetó directamente al mueble con cinta adhesiva |
commun. | τοποθετώ μια φόρμα | ajustar una forma |
el. | τρανζίστορ MOS παρασιτικό σε μια προστατευόμενη πύλη εισόδου | MOST parásito |
agric. | τρείς φάσεις σε μία μέθοδο | túnel sistema |
agric. | τρείς φάσεις σε μία μέθοδο | "3 fase 1" |
law, lab.law. | τροποποίηση που επεκτείνει και προσαρμόζει μια συλλογική σύμβαση εργασίας σε μια ορισμένη κατηγορία εργαζομένων | anexo de categoría profesional |
gen. | τροποποιώ ουσιωδώς μια πρόταση | desnaturalizar una propuesta |
met. | τροχός κίνησης κατευθυνόμενος από μια χάραξη | rodillo curvigráfico manual |
med. | υγιής που μεταδίδει μια κληρονομική κατάσταση | conductor |
IT, dat.proc. | υλικό σε μια πλευρά του φύλλου | composición a una cara |
agric. | υνί από βαμμένο χάλυβα και διαμορφωμένο με μία και μοναδική διεργασία | reja de fundición enfriada |
law, lab.law. | υπάλληλος σε μια επιχείρηση | empleado |
met. | υπάρχει μια κατά προτίμηση διεύθυνση ανάπτυξης των κρυστάλλων | existe una dirección preferente de crecimiento de los cristales |
gen. | υπηρεσία ανήκουσα σε μία ένωση | administración adherida |
construct., mun.plan., environ. | Υποαστική περιβαλλοντική διαχείριση: μια συμμετοχική προσέγγιση | gestión medioambiental de los barrios periféticos: un efoque participativo |
law, fin. | υποβάλλω μια πράξη σε φόρο | gravar una operación |
agric. | υπόστεγο ανοικτό από τη μία πλευρά | cobertizo abierto por un lado |
agric. | υπόστεγο ανοικτό από τη μία πλευρά | cobertizo abierto parcialmente |
tax. | φόρος εξόδου από μια χώρα | tasa de salida de un país |
tech., industr., construct. | φύλλο χάρτου τυπωμένο μόνο από τη μια πλευρά | in-plano |
law, social.sc. | Χάρτα των Παρισίων για μια Νέα Ευρώπη | Carta de París para una Nueva Europa |
econ. | Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050 | Hoja de ruta hacia una economía hipocarbónica competitiva en 2050 |
econ. | Χάρτης πορείας για τη μετάβαση σε μια ανταγωνιστική οικονομία χαμηλών επιπέδων ανθρακούχων εκπομπών το 2050 | plan de trabajo de la UE hacia una economía de bajas emisiones de COsub2sub |
law, social.sc. | Χάρτης του Παρισιού για μια Νέα Ευρώπη | Carta de París para una Nueva Europa |
el. | χαρακτηριστικά με μια εκχώρηση | características relativas a una asignación |
tech., industr., construct. | χαρτί βαμμένο από τη μία όψη | papel coloreado por una cara |
tech., industr., construct. | χαρτί γκλασέ από τη μία όψη | papel satinado en una cara |
mater.sc., industr., construct. | χαρτί επιχρισμένο από τη μία πλευρά | papel revestido por una cara |
mater.sc., industr., construct. | χαρτί κουσέ από την μία πλευρά | papel revestido por una cara |
mater.sc., industr., construct. | χαρτί στιλβωμένο από τη μία πλευρά | papel satinado por un solo lado |
tech., industr., construct. | χαρτί στιλβωμένο από τη μία όψη | papel satinado en una cara |
tech., industr., construct. | χαρτί χρωματισμένο από τη μία όψη | papel coloreado por una cara |
tech., industr., construct. | χαρτόνι κυματοειδές από τη μία πλευρά | cartón corrugado simple |
tech., industr., construct. | χαρτόνι κυματοειδές από τη μία πλευρά | cartón ondulado simple cara |
tech., industr., construct. | χαρτόνι κυματοειδές από τη μία πλευρά | cartón corrugado de una cara |
tech., industr., construct. | χαρτόνι χρωματισμένο από τη μία όψη | cartón coloreado en una cara |
insur. | χορηγώ μια παροχή | conceder una prestación |
insur., social.sc. | χορηγώ μια σύνταξη | reconocer una pensión |
insur., social.sc. | χορηγώ μια σύνταξη | conceder una pensión |
IT, dat.proc. | χρωματίζω μια εικόνα | dar color a una imagen |
fin., industr. | όργανο με μία περιοχή ζύγισης | instrumento con un solo campo de pesaje |
nat.sc., agric. | ύψος από τη μία πλευρά ως την άλλη | altura total |