Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Education
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Spanish
απονεμόμενα πτυχία
ή
διπλώματα
títulos expedidos
διεπιστημονικός, -
ή
; διατμηματικός, -ή
interdisciplinario
επιχορήγηση για εκπαίδευση
ή
ενημέρωση
asignación de sustento durante el periodo de readaptación profesional.
κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί
η
ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγές
Programa de Iniciativa Comunitaria de formación profesional
κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί
η
ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγές
iniciativa comunitaria referente a las nuevas cualificaciones, nuevas competencias y nuevas oportunidades de empleo producidas por la consecución del mercado interior y los cambios tecnológicos
μέση
ή
τεχνική εκπαίδευση
enseñanza media o técnica
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης
η
οποία προκύπτει από τις τεχνολογικές μεταβολές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Programa de fomento de la innovación en el sector de la formación profesional como resultado de los cambios tecnológicos en la Comunidad Europea
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης
η
οποία προκύπτει από τις τεχνολογικές μεταβολές στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα
Programa de Fomento de la Innovación en el sector de la Formación Profesional como Resultado de los Cambios Tecnológicos en la Comunidad Europea
Get short URL