DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Education containing η | all forms | exact matches only
GreekSpanish
απονεμόμενα πτυχία ή διπλώματαtítulos expedidos
διεπιστημονικός, -ή ; διατμηματικός, -ήinterdisciplinario
επιχορήγηση για εκπαίδευση ή ενημέρωσηasignación de sustento durante el periodo de readaptación profesional.
κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγέςPrograma de Iniciativa Comunitaria de formación profesional
κοινοτική πρωτοβουλία σχετικά με τις νέες επαγγελματικές ειδικεύσεις, τις νέες ικανότητες και τις νέες ευκαιρίες απασχόλησης που απαιτεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και οι τεχνολογικές αλλαγέςiniciativa comunitaria referente a las nuevas cualificaciones, nuevas competencias y nuevas oportunidades de empleo producidas por la consecución del mercado interior y los cambios tecnológicos
μέση ή τεχνική εκπαίδευσηenseñanza media o técnica
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης η οποία προκύπτει από τις τεχνολογικές μεταβολές στην Ευρωπαϊκή ΚοινότηταPrograma de fomento de la innovación en el sector de la formación profesional como resultado de los cambios tecnológicos en la Comunidad Europea
Πρόγραμμα δράσης για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα της επαγγελματικής κατάρτισης η οποία προκύπτει από τις τεχνολογικές μεταβολές στην Ευρωπαϊκή ΚοινότηταPrograma de Fomento de la Innovación en el sector de la Formación Profesional como Resultado de los Cambios Tecnológicos en la Comunidad Europea