Subject | Greek | Spanish |
med. | άθροιση ή εναπόθεση μολύβδου | acumulación de plomo |
med. | άπορος ή ενδοκρινής αδήν | glándulas sin conductos excretores |
med. | άπορος ή ενδοκρινής αδήν | glándulas de secreción interna |
gen. | άρχισε η διαδικασία της ψηφοφορίας | iniciar un procedimiento de votación |
med. | αίσθημα κατά το οποίο νομίζει κανείς ότι έχει ακούσει ή αντιληφθεί κάτι προηγούμενα | sensación ilusoria de haber visto algo |
med. | αίσθημα κατά το οποίο νομίζει κανείς ότι έχει ακούσει ή αντιληφθεί κάτι προηγούμενα | "déjà-vu" |
med. | αγκυλωτική σπονδυλίτις ή ριζομυελική σπονδύλωσις ή οστεωτική σπονδυλίτις | espondilitis deformante (spondylitis ancylopoetica) |
med. | αγκυλωτική σπονδυλίτις ή ριζομυελική σπονδύλωσις ή οστεωτική σπονδυλίτις | enfermedad de Bechterew (spondylitis ancylopoetica) |
gen. | αγορές που πραγματοποιούνται με απλή απόδειξη ή τιμολόγιο | contratación mediante una simple nota de gastos o factura |
med. | αδένας του αρτηριακού ή Βοτάλειου πόρου | nódulos linfáticos del ductus arteriosus |
med. | αδένας του αρτηριακού ή Βοτάλειου πόρου | ganglios del canal de Botal |
med. | αδήν του Bartholini ή Rivini | glándula sublingual |
med. | αδήν του Blandin ή του Nuhn | glándula lingual anterior |
med. | αδήν του Blandin ή του Nuhn | glándula de Blandin |
gen. | - Ακατάλληλο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , | Producto no conforme - no se autoriza su despacho a libre práctica - Reglamento CEE no |
med. | ακτινοβολία ή αντανάκλαση του πόνου ή του ερεθίσματος | irradiación |
gen. | αμείβομαι ημερησίως ή κατά μήνα | ser retribuido por día o por mes |
gen. | αν δεν υπάρξει έγκριση εκ μέρους ενός από τα δύο όργανα, θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εγκρίθηκε | si una de ambas instituciones no aprobare el acto propuesto, éste se considerará no adoptado |
gen. | ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος | dilatación |
gen. | ανάληψη της διαστολής ή συστολής του ύδατος | contracción |
med. | ανδροειδής γυναικεία πύελος,ή στενή πύελος | pelvis androide |
med. | ανεπαρκής σωματική ή διανοητική λειτουργία | caquergasia |
gen. | ανικανότητα πνευματική ή φυσική | incapacidad mental o física |
med. | αντιδραστήριο που προορίζεται για τον καθορισμό των ομάδων ή των παραγόντων του αίματος | reactivo destinado a la determinación de grupos o de factores sanguíneos |
med. | αντιτυπία ή ταλάντευσις της κεφαλής του εμβρύου | peloteo de la cabeza fetal |
med. | ανωμαλία του έξω ωτός κατά την οποία η κόγχη φέρεται υπό ορθή γωνία προς την κεφαλή | oreja en asa |
med. | ανωμαλία του λόγου κατά την οποία ο ασθενής επαναλαμβάνει σταθερά την ίδια λέξη ή φράση | catafasia |
med. | ανωτέρα ή διαφραγματική μοίρα του οισοφάγου | cardias superior |
med. | ανωτέρα ή διαφραγματική μοίρα του οισοφάγου | cardias diafragmático |
gen. | αξίωμα του δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου | función de cargo electo municipal |
gen. | αξιολόγηση θεματική ή οριζόντια | estudio temático u horizontal |
gen. | απαγορευμένη περιοχή ή/και επιτηρούμενη περιοχή | zona restringida |
gen. | απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού διωκόμενου για την υπέρ της ελευθερίας δράση του | prohibir la extradición de un extranjero perseguido por sus actividades en defensa de la libertad |
gen. | αποσβέσεις για φορολογικούς ή λογιστικούς σκοπούς | amortizaciones fiscales o contables |
med. | αποφρακτικός ή μηχανικός ίκτερος | ictericia obstructiva |
gen. | απόσταση πέραν της οποίας αγνοείται η επίδραση του γεγονότος | distancia eliminatoria a efectos de selección |
gen. | απόσταση πέραν της οποίας αγνοείται η επίδραση του γεγονότος | distancia de exclusión |
med. | αρθροπάθεια προκαλούμενη από την στέρηση ή οφειλόμενη στην στέρηση των ωοθηκών | artropatía menopáusica |
gen. | αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση | autoridad requerida |
gen. | αρχεία καταχωρήσεως στοιχείων που αφορούν ελαττωματικότητα ή ανώμαλα συμβάντα | documentos sobre deficiencias e incidentes anormales |
gen. | ασκώ εξωυπηρεσιακή δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη | ejercer una actividad ajena al servicio, remunerada o no |
gen. | ασκώ καθήκοντα με μειωμένο ή πλήρες ωράριο | ejercer funciones con dedicación parcial o plena |
med. | αυξημένη τάση ή ευπάθεια προς ίλιγγο | hiperequilibrio |
gen. | αυτoματoπoιημέvη συλλoγή πληρoφoριώv | recogidas de datos informatizadas |
med. | αφοριστική ή παραχείλιος γλοιωμάτωσις | gliosis marginal (gliosis marginalis) |
med. | βάσις των Μαλπιγιανών ή νεφρικών πυραμίδων | base de las pirámides de Malpighi (basis pyramidis renalis) |
gen. | βαθμός ή διαβάθμισητοπικοί υπάλληλοι | grado o grupo de agentes locales |
med. | βλεννογόνοι αδένες της ακουστικής ή Ευσταχιανής σάλπιγγος | glándulas de la trompa de Eustaquio |
med. | βοηθητικό ή επικουρικό παράσιτο | parásito auxiliar |
gen. | βρώμη η υψηλή | fromental |
med. | βυσσίνωσις ή βαμβακίτις πνευμονοκονίωσις οφειλομένη εις εισπνοήν κόνεως βά μβακος ή λίνου | bisinosis |
gen. | για επενδύσεις,η συμμετοχή σε διαγωνισμούς είναι ελε29θερη για... | para las inversiones, la participación a las convocatorias quedará abierta a... |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | no usar agua |
gen. | για την απομάκρυνση ή την εξουδετέρωση της ουσίας χρησιμοποιήστε....ΜΗ χρησιμοποιείτε νερό | para quitar o neutralizar la substancia usar... |
gen. | για την εκτέλεση του έργου που της ανατίθεται,η Eπιτροπή καθοδηγείται από... | en el cumplimiento de las funciones que le son atribuidas, la Comisión se guiará por... |
gen. | για τον σκοπό αυτόν η Eπιτροπή απευθύνει συστάσεις προς τα ενδιαφερόμενα Kράτη μέλη | la Comisión dirigirá, a este fin, recomendaciones a los Estados miembros interesados |
gen. | γονέας του ή της συζύγου | suegro |
med. | γραμμώσεις του BEAU ή εγκάρσιαι γραμμώσεις των ονύχων των δακτύλων των χει ρών | líneas de Beau |
gen. | Γραφείo Καταστoλής Ναρκωτικώv τωv Ηvωμέvωv Πoλιτειώv της Αμερικής | Agencia de los Estados Unidos de América para el control de los estupefacientes |
med. | γυναικεία πύελος της οποίας η είσοδος ειναι στρογγύλη | pelvis ginecoide |
gen. | δέσμευση ή κατάσχεση | embargo preventivo o incautación |
gen. | δήλωση ή πρακτικό | declaración o acta |
gen. | δεν δύναται να ζητηθεί η γνώμη των ειδικευμένων τμημάτων ανεξαρτήτως της επιτροπής | las secciones especializadas no podrán ser consultadas con independencia del Comité |
gen. | Δεύτερη Σύμβαση ΑΚΕ-ΕΟΚ η οποία υπεγράφη στο Λομέ στις 31 Οκτωβρίου 1979 | Segunda Convención ACP-CEE de Lomé |
gen. | Δεύτερο Πρωτόκολλο για την ανάθεση ορισμένων αρμοδιοτήτων στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όσον αφορά την ερμηνεία της Σύμβασης για το εφαρμοστέο Δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία είναι ανοικτή προς υπογραφή στή Ρώμη από τις 19 Ιουνίου 1980 | Segundo Protocolo por el que se atribuyen al Tribunal de Justicia de las Comunidades Europeas determinadas competencias en materia de interpretación del convenio sobre la ley aplicable a las obligaciones contractuales, abierto a la firma en Roma el 19 de junio de 1980 |
gen. | δηλώσεις ή επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι αντιπροσωπίες | declaraciones o reservas formuladas por las delegaciones |
gen. | δημοτικό ή κοινοτικό εκτελεστικό όργανο | gobierno municipal |
gen. | δημοτικός ή κοινοτικός εκπρόσωπος | elegido municipal |
gen. | Δημόσια συζήτηση "H EK και η Ανατολική Ευρώπη" | Coloquio sobre la CE y la Europa del Este |
gen. | δημόσιες διαρθρωτικές δαπάνες ή εξομοιούμενες με αυτές | gastos estructurales públicos o asimilables |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | subasta pública |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | subasta abierta |
gen. | δημόσιος ή ανοικτός μειοδοτικός διαγωνισμός | licitación pública abierta |
gen. | διάθεση των κερδών ή κάλυψη των ζημιών | afectación de los resultados |
gen. | Διάσκεψη "Η οικονομία της Ανατολικής Ευρώπης" | Conferencia "La economía de la Europa del Este" |
gen. | Διάσκεψη της ΄Ενωσης και της Ομάδας " Η Μεσογειακή Ευρώπη" | Conferencia de la Unión y del Grupo sobre la Europa Mediterránea |
gen. | Διακομματική Ομάδα "Η επιστήμη και η κοινωνία" | Intergrupo sobre la ciencia en la sociedad |
gen. | διατάσσω αναστολή της σύμβασης μέχρι να εκδοθεί η απόφαση | ordenar la supresión del contrato hasta que se pronunciara la sentencia |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | consérvese únicamente en el recipiente de origen y a temperatura no superior a...°C a especificar por el fabricante |
gen. | διατηρείται μόνο μέσα στο αρχικό δοχείο σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47/49 |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | consérvese a una temperatura no superior a...°C a especificar por el fabricante |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | consérvese a una temperatura no superior a...grados a especificar por el fabricante |
gen. | διατηρείται σε θερμοκρασία ίση ή κατώτερη των...°Cκαθορίζεται από τον κατασκευαστή | S47 |
med. | διατομή συνδέσμου ή ταινίας | comisurotomía |
gen. | δικτύωμα Η | red en H |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | escrito administrativo |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | carta administrativa por la que se archiva el asunto |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | carta administrativa de compatibilidad |
gen. | διοικητική επιστολή σχετικά με το ότι η υπόθεση μπήκε στο αρχείο | carta administrativa |
gen. | διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό όργανο | órgano de administración, de dirección o de control |
gen. | διοικητικός ή υγειονομικός έλεγχος της εργασίας | control administrativo o médico del trabajo |
gen. | εάν ο Πρόεδρος παραιτηθεί ή απαλλαγεί από τα καθήκοντά του ή αποβιώσει | en caso de dimisión, cese o fallecimiento |
gen. | είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής αποζημιώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου | cabrá interponer un recurso de indemnización ante el Tribunal |
med. | εγκυμοσυνική γλυκοξουρία ή σακχαρουρία | glucosuria gravídica |
med. | εγχείρησις του BECK ή εγχειρητική συγκόλλησις του μυοκαρδίου | operación de Beck |
med. | εγχείρησις του BECK ή εγχειρητική συγκόλλησις του μυοκαρδίου | cardiomiopexia |
gen. | εθvική επoπτική αρ?ή | autoridad nacional de control |
med. | εθισμός προς τα φάρμακα ή δηλητήρια | toxicodependencia |
med. | εθισμός στην χρήση καψικού ή πιπεριάς | capsicismo |
gen. | ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας | excedencia especial por servicio militar o nacional |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | peligro de explosión, lo mismo en contacto que sin contacto con el aire |
gen. | εκρηκτικό σε επαφή ή χωρίς επαφή με τον αέρα | R6 |
med. | εκτέλεσις δεύτερης τομής ή οπής επί αποστήματος,επί της αντίθετης πλευράς της πρώτης για να διευκολύνει την παροχέτευση | segundo punto de punción |
gen. | εκχώρηση ή κατάσχεση σε χέρια τρίτου | cesión |
med. | ελαστική σφαίρα για την διαστολή του στόματος ή του αυχένος της μήτρας | dilatador de Barnes |
med. | ελαττωμένο ποσό οξυγόνου ή ελαττωμένη τάση οξυγόνου του εισπνεομένου αέρα | hipoxia respiratoria |
med. | ελαττωμένο ποσό οξυγόνου ή ελαττωμένη τάση οξυγόνου του εισπνεομένου αέρα | hipoxia |
med. | εμβρυϊκό-κοιλιακή αντιτυπία ή ταλάντευσις,της κεφαλής του εμβρύου | peloteo abdominal |
med. | εμβρυϊκό-κολπική αντιτυπία ή ταλάντευσις | peloteo vaginal |
gen. | ενέργειες συνεργασίας με τρίτες χώρες ή διεθνείς οργανισμούς | acciones de cooperación con países terceros u organizaciones internacionales |
gen. | ενδέχεται να αποσυντεθεί με έκρηξη σε περίπτωση κτυπήματος,τριβής ή πρόσκρουσης | puede descomponerse con explosión por choque, fricción o sacudida |
gen. | ενισχύεται η προβολή των θέσεων της ΕΕ; προβάλλονται αποτελεσματικότερα οι θέσεις της ΕΕ | aumentar la proyección pública de la UE |
gen. | επίβλεπτη μέτρηση,παρακολούθηση ή επιτήρηση | operación de medición, control o vigilancia sin presencia |
gen. | επίδομα επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία | indemnización de disponibilidad en el lugar de trabajo o a domicilio |
med. | επαγγελματική νόσος των εργαζόμενων στην συγκόλληση μετάλλων ή σε άλλες εργασίες με μέταλλα | fiebre del fundidor de latón |
med. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση | exposición prolongada o repetida |
med. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση με εισπνοή | exposición a inhalación prolongada o repetida |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή | contacto prolongado o repetido |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή ενδέχεται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση του δέρματος | el contacto prolongado o repetido puede producir sensibilización de la piel |
gen. | επανειλημμένη ή παρατεταμένη επαφή με το δέρμα ενδέχεται να προκαλέσει δερματίτιδα | el contacto prolongado o repetido con la piel puede producir dermatitis |
med. | επανενεργοποίηση χημικής ή ορολογικής αντίδρασης | reactivación |
gen. | επιβαρύνσεις των ασφαλίστρων στην περίπτωση καταβολής ανά εξάμηνο, τρίμηνο ή σε μηνιαία βάση | suplementos de prima en caso de pagos semestrales, trimestrales o mensuales |
gen. | Επικίνδυνο προϊόν - Δεν επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία - Κανονισμός ΕΟΚ αριθ. , | Producto peligroso - no se autoriza su despacho a libre práctica - Reglamento CEE no |
gen. | Επιστημονική ομάδα για τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | Comisión Técnica de Aditivos y Productos o Sustancias Utilizados en los Piensos para Animales |
gen. | επιτοκιακά ή νομισματικά swap | contratos de permuta sobre tipos de interés o sobre divisas |
gen. | Επιτροπή για την επίδοση και κοινοποίηση στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Comité relativo a la notificación y al traslado en los Estados miembros de documentos judiciales y extrajudiciales en materia civil o mercantil |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών | Comité de aplicación de la directiva relativa a la cualificación inicial y la formación continua de los conductores de determinados vehículos destinados al transporte de mercancías o de viajeros por carretera |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προώθηση της χρήσης βιοκαυσίμων ή άλλων ανανεώσιμων καυσίμων για τις μεταφορές | Comité de aplicación de la directiva relativa al fomento del uso de biocarburantes u otros combustibles renovables en el transporte |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για να αποφευχθεί η εκτροπή του εμπορίου ορισμένων βασικών φαρμακευτικών προϊόντων προς την Ευρωπαϊκή Ένωση | Comité de aplicación del reglamento destinado a evitar el desvío comercial hacia la Unión Europea de determinados medicamentos esenciales |
gen. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κανονισμού για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών κατά τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Comité de aplicación del reglamento relativo a la cooperación entre los órganos jurisdiccionales de los Estados miembros en el ámbito de la obtención de pruebas en materia civil o mercantil |
gen. | Επιτροπή για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο της οδηγίας περί της ποιότητος των γλυκών υδάτων που έχουν ανάγκη προστασίας η βελτιώσεως για τη διατήρηση της ζωής των ιχθύων | Comité de adaptación al progreso científico y técnico de la directiva relativa a la calidad de las aguas continentales que requieren protección o mejora para ser aptas para la vida de los peces |
gen. | Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα, και των μέτρων που βασίζονται σ'αυτούς ή απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμού | Comité de la protección contra los efectos de la aplicación extraterritorial de la legislación adoptada por un tercer país, y contra las acciones basadas en ella o derivadas de ella |
gen. | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς | Comité textil régimen autónomo |
gen. | Επιτροπή για τους κοινούς κανόνες σχετικά με τις εισαγωγές κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από ορισμένες τρίτες χώρες τα οποία δεν καλύπτονται από διμερείς συμφωνίες, πρωτόκολλα ή άλλους διακανονισμούς | Comité de régimen común aplicable a las importaciones de productos textiles de determinados países terceros que no estén cubiertos por acuerdos bilaterales, protocolos, o otros acuerdos |
gen. | Επιτροπή κοινοτικού πλαισίου συνεργασίας στον τομέα της ακούσιας ή εκούσιας θαλάσσιας ρύπανσης | Comité del marco comunitario de cooperación en el ámbito de la contaminación marina accidental o deliberada |
gen. | επιτόπια έρευνα ή εξακρίβωση | investigación o comprobación in situ |
med. | επιφανειακή ιριδίτις ή ιρίτις | iritis superficial |
gen. | εργασίες σχεδιασμού, αναλύσεως ή συνθέσεως | trabajos de concepción, análisis o síntesis |
med. | εσωτερική διαταραχή τμήματος ή οργάνου | lesión interna de la articulación de la rodilla |
gen. | ετήσια γραπτή έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει σημειώσει η Ενωση | informe escrito anual relativo a los progresos realizados por la Unión |
gen. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση "περί καταργήσεως της επικυρώσεως των εγγράφων των συνταχθέντων υπό διπλωματικών ή προξενικών πρακτόρων" | Convenio Europeo relativo a la supresión de la legalización de documentos extendidos por los Agentes diplomáticos y consulares |
gen. | ζεαξανθίνη ; Ε 161 η | zeaxantina |
gen. | ζεαξανθίνη ; Ε 161 η | E=161=h |
med. | ζελατινώδης θήκη διά δυσάρεστα ή δύσληπτα φάρμακα | cápsula gelatinosa |
gen. | η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους | el dictamen especificará el voto emitido por cada uno de los miembros |
gen. | η έκθεση της Eπιτροπής | informe de la Comisión |
gen. | η ένδειξη της σχέσης μεταξύ οσμής και ορίου έκθεσης δεν παρέχεται | no puede indicarse la relación entre el olor y el límite de exposición laboral |
gen. | η ακυρωτική απόφαση | la decisión de nulidad |
gen. | η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων | el reconocimiento recíproco de las decisiones judiciales |
gen. | η ανάγκη απλουστεύσεως των επιβαλλομένων στο εμπόριο διατυπώσεων | la necesidad de reducir las formalidades impuestas al comercio |
gen. | η ανισότης μεταξύ των διαφόρων περιοχών | las diferencias entre las diversas regiones |
gen. | η ανοιχθείσα ποσόστωση | el contingente abierto |
gen. | η απασχόληση στη δημόσια διοίκηση | los empleos en la administración pública |
gen. | η απόφασή του δεσμεύει όλα τα Kράτη μέλη | su decisión vinculará a todos los Estados miembros |
gen. | η απόφαση καθώς και η αιτιολόγησή της | la decisión y su motivación |
gen. | η αρχή "γη έναντι ειρήνης" | principio de "paz por territorios" |
gen. | η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος | concepto de interés común |
gen. | η αρχή του κοινού συμφέροντος | concepto de interés común |
gen. | η βέλτιστη πρακτική τεχνολογία ελέγχου προς το παρόν διαθέσιμη | mejor tecnología de control práctica actualmente disponible |
gen. | 15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος | Conferencia de Copenhague |
gen. | 15η Διάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της Σύμβασης πλαισίου των ΗΕ για την αλλαγή του κλίματος | 15.ª Conferencia de las Partes en la Convención Marco de las Naciones Unidas sobre el Cambio Climático |
gen. | η διακυβερνητική συνδιάσκεψη | conferencia intergubernamental |
gen. | η διαπίστωση αυτή γίνεται από το Συμβούλιο που αποφασίζει ομοφώνως | dicha comprobación será efectuada por el Consejo, que decidirá por unanimidad |
gen. | η διευρυμένη Ευρωπαϊκή'Ενωση | la Unión Europea ampliada |
gen. | η δράση της Kοινότητος περιλαμβάνει | la acción de la Comunidad llevará consigo... |
gen. | η δυνατότης συγχωνεύσεως εταιριών | la posibilidad de fusión de sociedades |
gen. | Η ΕΕ και η Αφρική: προς μία στρατηγική εταιρική σχέση | Estrategia de la UE para África |
gen. | η εκδίκαση ορισμένων κατηγοριών υποθέσεων | conocer en determinadas categorías de asuntos |
gen. | η εκπλήρωση των υποχρεώσεων | el cumplimiento de las obligaciones |
gen. | η εκτέλεση των συμφωνιών ή των συμβάσεων αυτών | la ejecución de dichos acuerdos o contratos |
gen. | η ενεργοποίηση του ψυκτικού και των υλικών κατασκευής του αντιδραστήρα | la activación del medio refrigerante y de los materiales de construcción del reactor |
gen. | η εξαφάνιση εκηρύχθη με δικαστική απόφαση που αποτελεί δεδικασμένο | declarado ausente por sentencia firme |
gen. | η εξόρυξη με υποσκαφή εν ξηρώ προκαλεί έμφραξη των εκτοξευτήρων σωλήνων | La rozadora en seco provoca el taponamiento de las toberas. |
gen. | η επί τόπου ασφάλεια | seguridad sobre el terreno |
gen. | η επανεκλογή του προέδρου επιτρέπεται | el mandato del presidente será renovable |
gen. | η επεξεργασία σχεδίων γνωμών τα οποία υποβάλλουν στην κρίση της επιτροπής αυτής | elaborar proyectos de dictámenes que someterán a la deliberación del Comité |
gen. | η επιτροπή περιλαμβάνει ειδικευμένα τμήματα για τους κύριους τομείς | el Comité comprenderá secciones especializadas para las principales materias |
gen. | Η Επιτροπή του αύριο | La Comisión de mañana |
gen. | η ερμηνεία των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθησαν με πράξη του Συμβουλίου | la interpretación de los estatutos de los organismos creados por un acto del Consejo |
gen. | η εσωτερική ρύθμιση | regulación interna |
gen. | η ευημερία των υπερποντίων χωρών | la prosperidad de los países de Ultramar |
gen. | Η ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανάπτυξη | consenso europeo sobre desarrollo |
gen. | Η ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανάπτυξη | El consenso europeo sobre desarrollo |
gen. | η Ευρωπαϊκή Κοινότητα | la Comunidad europea |
gen. | Η Ευρώπη και η παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας | Europa y la sociedad global de la información |
gen. | η Ευρώπη των πολιτών | Europa de los ciudadanos |
gen. | η εφαρμογή των αρχών που αναφέρονται στο άρθρο... | la aplicación de los principios enunciados en el artículo... |
gen. | η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου... | la aplicación de las disposiciones del artículo... |
gen. | η θέρμανση ενδέχεται να προκαλέσει βίαιη καύση ή έκρηξη | el calentamiento intenso puede originar combustión violenta o explosión |
gen. | η θητεία των μελών της Eπιτροπής | el mandato de los miembros de la Comisión |
gen. | η καθυστέρηση των λιγότερο ευνοημένων περιοχών | el retraso de las regiones menos favorecidas |
gen. | η κατάργηση των δασμών μεταξύ των Kρατών μελών | supresión de los derechos de aduana entre los Estados miembros |
gen. | η καύση σε κλειστό χώρο μπορεί να μετατραπεί σε εκτόνωση | la combustión en un espacio cerrado puede derivar en detonación |
gen. | η κοινή αγορά πραγματοποιείται προοδευτικώς | el mercado común se establecerá progresivamente |
gen. | η κοινοποίηση της πράξεως αυτής στον προσφεύγοντα | la notificación del acto al recurrente |
gen. | η κοινωνική ασφάλιση | la seguridad social |
gen. | η λήξη της μεταβατικής περιόδου | la expiración del período transitorio |
gen. | η μεταβατική περίοδος διαιρείται σε τρία στάδια | el período transitorio se dividirá en tres etapas |
gen. | η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών | el incumplimiento de sus funciones |
gen. | η νομιμότης των πράξεων του Συμβουλίου και της Eπιτροπής | la legalidad de los actos del Consejo y de la Comisión |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο εσωτερικής φύσεως | la Alta Autoridad adoptará todas las medidas de orden interno |
gen. | η Aνωτάτη Aρχή,η οποία επικουρείται από μία Συμβουλευτική Eπιτροπή | una Alta Autoridad asistida por un Comité Consultivo |
gen. | η Kοινή Συνέλευση,η οποία καλείται στο εξής "η Συνέλευση" | una Asamblea Común, denominada en lo sucesivo "Asamblea" |
gen. | η Kοινότης εκπληρώνει την αποστολή της με περιορισμένες παρεμβάσεις | la Comunidad cumplirá su misión mediante intervenciones limitadas |
gen. | Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται με επιφύλαξη των θέσεων ως προς το καθεστώς και συνάδει με την Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών 1244 και τη γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου σχετικά με τη Διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου | Esta denominación se entiende sin perjuicio de las posiciones sobre su estatuto y está en consonancia con la Resolución 1244 1999 del Consejo de Seguridad de las Naciones Unidas y con la Opinión de la Corte Internacional de Justicia sobre la declaración de independencia de Kosovo. |
gen. | η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά | la votación nominal se efectuará por orden alfabético |
gen. | η οσμή δεν αποτελεί προειδοποίηση για την ύπαρξη ή όχι τοξικών συγκεντρώσεων | a concentraciones tóxicas no hay alerta de olor |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση | la substancia se descompone al calentar suavemente |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς | la substancia se descompone al calentar suavemente, lo que aumenta el peligro de incendio |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με ελαφρά θέρμανση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης | la substancia se descompone al calentar suavemente, causando peligro de incendio o explosión |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση... | la substancia se descompone al calentar intensamente |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με θέρμανση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς | la substancia se descompone al calentar intensamente, lo que aumenta el peligro de incendio |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με καύση | la substancia se descompone al arder |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με καύση,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς | la substancia se descompone al arder, lo que aumenta el peligro de incendio |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται με καύση,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης | la substancia se descompone al arder, causando peligro de incendio o explosión |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με... | la substancia se descompone en contacto con... |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς | la substancia se descompone en contacto con..., lo que aumenta el peligro de incendio |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται σε επαφή με...,προκαλώντας κίνδυνο πυρκαγιάς και έκρηξης | la substancia se descompone en contacto con..., causando peligro de incendio o explosión |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση... | la substancia se descompone bajo la influencia de... |
gen. | η ουσία αποσυντίθεται υπό την επίδραση...,που αυξάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς | la substancia se descompone bajo la influencia de..., lo que aumenta el peligro de incendio |
gen. | η ουσία αυτή είναι ενδεχομένως καρκινογόνος για τον άνθρωπο | esta sustancia es posiblemente carcinógena para los seres humanos |
gen. | η ουσία αυτή είναι καρκινογόνος για τον άνθρωπο | esta sustancia es carcinógena para los seres humanos |
gen. | η ουσία αυτή είναι μάλλον καρκινογόνος για τον άνθρωπο | esta sustancia es probablemente carcinógena para los seres humanos |
gen. | η ουσία είναι ασθενές οξύ | la sustancia es un ácido débil |
gen. | η ουσία είναι ασθενής βάση | la sustancia es una base débil |
gen. | η ουσία είναι διαβρωτική για... | la sustancia es corrosiva para... |
gen. | η ουσία είναι διαβρωτική για τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό | la sustancia es corrosiva para los ojos, la piel y las vías respiratorias |
gen. | η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε... | la sustancia puede tener efectos sobre... |
gen. | η ουσία ενδέχεται να έχει επιπτώσεις σε...,με αποτέλεσμα... | la substancia puede tener efectos sobre..., dando lugar a... |
gen. | η ουσία ερεθίζει | la sustancia irrita |
gen. | η ουσία ερεθίζει τα μάτια,το δέρμα και την αναπνευστική οδό | la sustancia irrita los ojos, la piel y las vías respiratorias |
gen. | η ουσία μπορεί εύκολα να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar fácilmente peróxidos explosivos |
gen. | η ουσία μπορεί μάλλον να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar presumiblemente peróxidos explosivos |
gen. | η ουσία μπορεί να αναφλεγεί αυτόματα σε επαφή με τον αέρα | la sustancia puede incendiarse espontáneamente en contacto con el aire |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα διαμέσου του δέρματος | la substancia se puede absorber en el cuerpo a través de la piel |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή και διαμέσου του δέρματος | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación y a través de la piel |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή του αερολύματός της | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación de su aerosol |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με εισπνοή του ατμού της | la substancia se puede absorber en el cuerpo por inhalación de su vapor |
gen. | η ουσία μπορεί να απορροφηθεί από το σώμα με κατάποση | la substancia se puede absorber en el cuerpo por ingestión |
gen. | η ουσία μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια | la sustancia puede formar peróxidos explosivos |
gen. | η ουσία...πολυμερίζεται με ελαφρά θέρμανση | la substancia...polimeriza debido al calentamiento suave |
gen. | η ουσία...πολυμερίζεται με κίνδυνο πυρκαγιάς ή έκρηξης | la substancia...polimeriza con peligro de incendio o explosión |
gen. | η ουσία...πολυμερίζεται υπό την επίδραση... | la substancia...polimeriza bajo la influencia de... |
gen. | η παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού | la producción o el comercio de armas, municiones y material de guerra |
gen. | η παρούσα συνθήκη συντάσσεται σε ένα μόνο αντίτυπο | el presente Tratado redactado en un ejemplar único |
gen. | η περίοδος συνόδου υποδιαιρείται σε ημερήσιες συνεδριάσεις | el período parcial de sesiones se dividirá en sesiones |
gen. | η Eπιτροπή δημοσιεύει τον κανονισμό της | la Comisión asegurará la publicación del reglamento interno |
gen. | η Eπιτροπή διατυπώνει συστάσεις | la Comisión formulará recomendaciones |
gen. | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση | la Comisión podrá modificar su propuesta inicial |
gen. | η Eπιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό | la Comisión ejecutará el presupuesto |
gen. | η Eπιτροπή εξετάζει περιοδικώς... | la Comisión examinará periódicamente |
gen. | η Eπιτροπή επισυνάπτει γνώμη η οποία δύναται να περιέχει αποκλίνουσες προβλέψεις | la Comisión adjuntará un dictamen que podrá contener previsiones diferentes |
gen. | η Eπιτροπή καθοδηγούμενη από τους κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο... | la Comisión se inspirará en las normas del artículo... |
gen. | η Eπιτροπή με δική της πρωτοβουλία,εξετάζει... | la Comisión por propia iniciativa examinará... |
gen. | η Eπιτροπή πραγματοποιεί τις επαφές | la Comisión procederá a establecer los contactos |
gen. | η Eπιτροπή προβαίνει στις μελέτες | la Comisión procederá a los estudios |
gen. | η Eπιτροπή συνεδριάζει εγκύρως,όταν... | sólo podrá reunirse válidamente la Comisión cuando... |
gen. | η ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας | la calidad de la redacción de la legislación comunitaria |
gen. | η προεδρία ασκείται διαδοχικώς από... | ...ejercerá por rotación la presidencia |
gen. | η προπαρασκευή των συσκέψεων | preparar las deliberaciones |
gen. | η προσαρμογή των ισχυουσών δασμολογικών συμφωνιών με τρίτες χώρες | adaptación de los acuerdos arancelarios vigentes con terceros países |
gen. | η προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας των Kρατών μελών | la protección de los intereses esenciales de la seguridad de los Estados miembros |
gen. | η προσωπική ευθύνη των υπαλλήλων έναντι της Kοινότητος | la responsabilidad personal de los agentes ante la Comunidad |
gen. | η σειρά με την οποία θα εξετασθούν οι ερωτήσεις | el orden de tramitación de las preguntas |
gen. | η συμμετοχή σε προμήθειες είναι ελεύθερη για... | la participación en las convocatorias para suministros quedará abierta a... |
gen. | η Συνέλευση ασκεί τις συμβουλευτικές εξουσίες | la Asamblea ejercerá las competencias de deliberación |
gen. | η Συνέλευση δύναται να συνέλθει σε έκτακτη σύνοδο | la Asamblea podrá reunirse en sesión extraordinaria |
gen. | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρο και το προεδρείο της | la Asamblea designará de entre sus miembros al presidente y a la Mesa |
gen. | η Συνέλευση εκλέγει μεταξύ των μελών της τον πρόεδρό της | la Asamblea designará de entre sus miembros al presidente |
gen. | η Συνέλευση συνέρχεται σε ετήσια σύνοδο | la Asamblea celebrará cada año un periodo de sesiones |
gen. | η σύσταση του μαρτενσίτη είναι ταυτόσημη μ'αυτήν της αρχικής φάσης | la martensita tiene una composición idéntica a medida que aumenta la temperatura |
gen. | η υπηρεσιακή κατάσταση του γραμματέα | el estatuto del secretario |
gen. | η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τις υποχρεώσεις που... | esta obligación sin perjuicio de la que... |
med., pharma. | 2η φάση κλινικής δοκιμασίας | ensayo clínico fase II |
med., pharma. | 1η φάση κλινικής δοκιμασίας | ensayo clínico fase I |
gen. | η ψηφοφορία του Συμβουλίου | la votación del Consejo |
gen. | ηλεκτρόδιο στο οποίο η επένδυση είναι σε διαμήκη κανάλια,στον μεταλλικό πυρήνα του ηλεκτροδίου | electrodo con revestimiento longitudinal incrustado |
gen. | θέμα για το οποίο η Επιτροπή συνεκάλεσε το Συμβούλιο | asunto que la Comisión haya sometido al Consejo |
gen. | θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών | curación |
gen. | θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική | cura posoperatoria |
gen. | θεραπεία αναρρωτική ή μετεγχειρητική | cura de convalecencia |
med. | θυλακιωδικό αδιαφοροποίητο πρωτοπλασματικό στρώμα ωρισμένων ωαρίων ή εμβρύων | blastema folicular |
med. | ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό | facultativo |
med. | ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό | profesional sanitario |
med. | ιατρός ή παραϊατρικό προσωπικό | experto sanitario |
gen. | ιδιωτικές ή δημόσιες εταιρείες που ασχολούνται κυρίως με ασφάλιση | sociedades de capital cuya función principal consiste en asegurar |
med. | ινώδης ή καλοήθης επουλίς | épulis fibroso (epulis fibromatosa) |
gen. | κάθε αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου | toda modificación o suspensión autónoma de los derechos del arancel aduanero común |
gen. | κάλυμμα που επιτρέπει την απαγωγή πλεονάζοντος αερίου ή ρητίνης | tela de purga |
med. | κάταγμα του σπλαγχνικού ή προσωπικού κρανίου | fractura del cráneo |
gen. | κέρδη που έχουν ήδη δηλωθεί ή οριστικοποιηθεί | beneficios ya abonados |
gen. | κίνδυνος απώλειας των αισθήσεων ή θανάτου | riesgo de pérdida de conocimiento o muerte |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | riesgo de explosión por choque, fricción, fuego u otras fuentes de ignición |
gen. | κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | R2 |
gen. | καθαρό κέρδος ή ζημία από τις αγοραπωλησίες τίτλων | saldo en beneficio/pérdida en operaciones con títulos |
gen. | καθιστάμενος πνευματικά ή σωματικά ανίκανος | afectado de incapacidad mental o física |
gen. | κακή διοίκηση στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων ή οργανισμών | mala administración en la acción de las instituciones u órganos comunitarios |
med. | κατάστασις κατά την οποία επέρχεται εύκολα η υπεργλυκαιμία με ελάχιστη ποσότητα γλυκόζης | glucofilia |
med. | κατάστασις κατά την οποία η άνω μετωπιαία γνάθος προεξέχει κατά την σύγκλειση | oclusión frontal de los dientes |
med. | κατάστασις κατά την οποία η οπτική οξύτης είναι μεγαλύτερη στο δεξιό οφθαλμό και για αυτό χρησιμοποιείται περισσότερο του αριστερού | dextroocularidad |
gen. | καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου | alegaciones de infracción o de mala administración en la aplicación del Derecho comunitario |
gen. | καταθέσεις όψεως και προθεσμίας ή με προειδοποίηση | depósitos a la vista, a plazo o con preaviso |
med. | καταλυτική δράση η οποία παίρνει μέρος σε ανοσοποιητικές αντιδράσεις | inmunocatálisis |
gen. | καταργούν ή τροποποιούν τις διατάξεις | derogar o modificar las disposiciones |
gen. | κoιvή επoπτική αρ?ή | autoridad común de control |
med. | κινησίμετρον ή κινησιόμετρον | cinesímetro |
gen. | κoιvoτικό πρόγραμμα πoλιτικής και δράσης σχετικά με τo περιβάλλov και τηv αειφόρo αvάπτυξη "Στόχoς η αειφoρία" | Programa comunitario de política y de acción en materia de medio ambiente y desarrollo sostenible "Hacía un desarrollo sostenible" |
med. | κληρονομικότης γεννητικού χρωμόσομου ή ετεροχρωματοσωμάτιου | herencia ligada al cromosoma Y |
med. | κνίδωσις από επαφή με πάγο,παγωμένο αέρα ή νερό | urticuria a frigore |
gen. | κοινοτικά όργανα ή οργανισμοί | instituciones u organismos de la Comunidad |
gen. | κοινοτικά όργανα ή οργανισμοί | instituciones u organismos comunitarios |
med. | κοκκώδης υμήν ή επιθήλιον του ωοθηλακίου | granulosa |
med. | κοπτήρας καμπύλης διατομής για την εκτομή της σιαγόνας ή της σιαγονικής κοιλότητας | gubia para la resección de la mandíbula y del seno maxilar |
gen. | κράμβη η λαχανώδης ποικ.η ερυθρά | berza roja (Brassica oleracea convar. capitata var. rubra) |
gen. | κρυπτoγραφημέvη επιστoλή | correo cifrado |
gen. | κυάνωση των χειλιών ή των άκρων δακτύλων του χεριού | uñas de las manos o labios azulados |
med. | κυστικό νευρικό ή φλεβώδες πλέγμα | plexo vesical (plexus vesicalis) |
med. | λαπαροτομία ή κοιλιοτομία του Battle | laparotomía de Battle |
med. | λαπαροτομία ή κοιλιοτομία του Battey | laparotomía de Battey |
gen. | λειτoυργία πρoσαvατoλισμέvη στo ?ρήστη | servicio orientado al usuario |
gen. | λοίμωξις από βαρτονέλλα ή βακιλλόμορφος ή νόσος του Carrion | bartoneliasis |
med. | λουτρόν καθ'ο η θερμοκρασία βαθμιαίως αυξάνει | baño de temperatura creciente |
med. | λουτρόν του οποίου η θερμοκρασία ελαττούται προοδευτικώς | baño graduado |
gen. | λόγω του απορρήτου ή του επείγοντος χαρακτήρος | por razones de secreto o de urgencia |
gen. | λύση ή αναστολή της σύμβασης | interrupción o suspensión del contrato |
gen. | μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση | Parte contratante requerida |
med. | μήκων η ροιάς | ababol (Papaver rhoeas L., Papaver rhoeas) |
med. | μήκων η ροιάς | amapola común (Papaver rhoeas L., Papaver rhoeas) |
med. | μήκων η ροιάς | amapola de los campos (Papaver rhoeas L., Papaver rhoeas) |
med. | μήκων η ροιάς | flor de chivo (Papaver rhoeas L., Papaver rhoeas) |
med. | μήκων η ροιάς | ababa (Papaver rhoeas L., Papaver rhoeas) |
med. | μαντζουράνα η κοινή | orégano (Origanum vulgare) |
gen. | με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει η συνθήκη αυτή | sin perjuicio de las excepciones previstas en este Tratado |
med. | μεγάλη απειλή για τη σωματική ή ψυχική υγεία της μητέρας | peligro grave para la salud de la madre |
med. | μεγάλη απειλή για τη σωματική ή ψυχική υγεία της μητέρας | grave peligro para la salud de la mujer |
gen. | μεθόδευση διαπραγματεύσεων και σύναψης συμφωνιών για νομισματικά ή συναλλαγματικά θέματα | modalidades de negociación y celebración de acuerdos en materia de régimen monetario o de régimen cambiario |
gen. | Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη Νορβηγία | Comité mixto del Acuerdo entre la CE, Islandia y Noruega relativo a los criterios y mecanismos para determinar el Estado responsable de examinar las peticiones de asilo presentadas en un Estado miembro o en Islandia o Noruega |
gen. | μη επιτρεπόμεvη πρόσβαση | acceso no autorizado |
gen. | ΜΗ χρησιμοποιείτε πεπιεσμένο αέρα για το γέμισμα,το άδειασμα ή το χειρισμό | no utilizar aire comprimido para llenar, vaciar o manipular |
gen. | μη χρησιμοποιηθείσα ή ακυρωθείσα κράτηση | no presentación |
gen. | ΜΗΝ απορροφήστε σε πριονίδι ή άλλο καύσιμο απορροφητικό υλικό | no absorber en serrín u otros absorbentes combustibles |
gen. | ΜΗΝ εκθέτετε σε τριβή ή κτυπήματα | no exponer a fricción o choque |
gen. | μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε κατά τη διάρκεια της εργασίας | no comer ni beber ni fumar durante el trabajo |
gen. | μηχανισμός διαχείρισης της χρηματοδότησης των κοινών εξόδων των επιχειρήσεων της ΕΕ που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στον τομέα της άμυνας | mecanismo para administrar la financiación de los costes comunes de las operaciones de la Unión Europea que tengan repercusiones en el ámbito militar o de la defensa |
gen. | μηχανισμός διαχείρισης της χρηματοδότησης των κοινών εξόδων των επιχειρήσεων της ΕΕ που έχουν στρατιωτικές συνέπειες ή συνέπειες στον τομέα της άμυνας | mecanismo ATHENA |
med. | μυλικοί ή γομφιακοί αδένες | glándulas molares |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗΕΓΚΥΩΝΓΥΝΑΙΚΩΝ! | ¡evitad la exposición de mujeres embarazadas! |
gen. | ΝΑ ΑΠΟΦΕΥΓΕΤΑΙ Η ΕΚΘΕΣΗ ΕΦΗΒΩΝ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙΩΝ! | ¡evitad la exposición de adolescentes y niños! |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | no verter en desagües o en el medio ambiente. Elimínese en un punto autorizado de recogida de residuos |
gen. | να μη διοχετευθεί σε δίκτυο υπονόμων ή στο περιβάλλον.Να διατεθεί σε εγκεκριμένο χώρο συλλογής αποβλήτων | S56 |
med. | νανοσωμία ή νανισμός του Paltauf | enanismo hipofisario de Paltauf |
med. | νόσος του BECHTEREW ή αγκυλωτική σπονδυλίτις | espondilitis anquilosante (spondylitis ancylopoetica) |
med. | νόσος του BECHTEREW ή αγκυλωτική σπονδυλίτις | enfermedad de Bechterew (spondylitis ancylopoetica) |
med. | νόσος του BAELZ ή επιχείλιος έρπης | enfermedad de Baelz (cheilitis glandularis suppurativa superficialis) |
med. | νόσος του BEAY ή καρδιακή ανεπάρκεια | insuficiencia cardíaca |
med. | νόσος του BEAY ή καρδιακή ανεπάρκεια | enfermedad de Beau |
med. | νόσος του BAYLE ή προϊούσα γενική παράλυσις | enfermedad de Bayle |
med. | νόσος του BEAUVAIS ή χρόνιος αρθρικός ρευματισμός | reumatismo articular crónico |
med. | νόσος του BEAUVAIS ή χρόνιος αρθρικός ρευματισμός | enfermedad de Beauvais |
gen. | ξεπλύνετε το δέρμα με άφθονο νερό ή κάντε ντους | aclarar la piel con agua abundante o ducharse |
gen. | Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου εξουσιοδοτείται να ορίσει το ή τα πρόσωπα που είναι αρμόδια να υπογράψουν τη συμφωνία εξ ονόματος της Ένωσης υπό την επιφύλαξη της σύναψής της και να προβούν στην ακόλουθη δήλωση/ κοινοποίηση, η οποία επισυνάπτεται στην (τελική πράξη) της συμφωνίας…]: | Se autoriza al Presidente del Consejo para que designe a las personas facultadas para firmar el Acuerdo en nombre de la Unión a reserva de su celebración y para hacer la siguiente declaración / notificación , que se adjunta al [(Acta Final del) Acuerdo/…] : |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | Directiva relativa a los requisitos de asilo |
gen. | Οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απατρίδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας | Directiva por la que se establecen normas relativas a los requisitos para el reconocimiento de nacionales de terceros países o apátridas como beneficiarios de protección internacional, a un estatuto uniforme para los refugiados o para las personas con derecho a protección subsidiaria y al contenido de la protección concedida |
med. | οδούς ή δόντι του Fonzi | dentadura artificial de Fonzi |
gen. | οι αποχές παρόντων ή αντιπροσωπευομένων μελών | las abstenciones de los miembros presentes o representados |
gen. | οι πνεύμονες ενδέχεται να προσβληθούν από επανειλημμένη ή παρατεταμένη έκθεση σε... | los pulmones pueden ser afectados por la exposición prolongada o repetida |
gen. | οι φορολογικές επιβαρύνσεις ή τα τέλη που εισπράττονται από τον μεταφορέα | los derechos o cánones que exija un transportista |
med. | οικολογικός τόπος ή χώρος | ecotopo |
med. | ομάδα μάρτυρας η οποία δεν εκτίθεται στο έκδοχο | grupo de control que no se expondrá al vehículo |
gen. | Ομάδα με θέμα τις πρόσθετες ύλες και τα προϊόντα ή ουσίες που χρησιμοποιούνται στις ζωοτροφές | Comisión Técnica de Aditivos y Productos o Sustancias Utilizados en los Piensos para Animales |
med. | οξεία κολπίτις μέρους ή όλων των κόλπων του προσώπου,οφειλομένη εις τα λου τρά | sinusitis de los baños |
med. | οξεία πίεση της καρδιάς από έγχυση υγρού ή αίματος στο περικάρδιο | taponamiento cardíaco |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | no combustible pero produce gas inflamable en contacto con agua o aire húmedo |
med. | παλαμο-πελματική βλατιδώδης ή κηλιδώδης κεράτωσις | síndrome de Brauer (keratosis palmoplantaris papulosa siehe maculosa) |
med. | παλαμο-πελματική βλατιδώδης ή κηλιδώδης κεράτωσις | queratosis palmoplantar maculopapular (keratosis palmoplantaris papulosa siehe maculosa) |
med. | παλαμο-πελματική ραβδωτή ή γραμμοειδής κεράτωσις του Brunauer-Fuhs | queratosis palmoplantar estriada o lineal de Bruenauer-Fuhs (keratosis palmoplantaris striata siehe linearis BRUNAUER-FUHS) |
med. | παράγοντας επιδεκτικότητας ή προστασίας | factor de susceptibilidad y protección |
med. | παράγοντας Η | factor H |
gen. | Παροχή υπηρεσιών εμπειρογνώμονα εκ μέρους ερευνητικών οργανισμών ή ιδιωτών ερευνητών στον τομέα της αξιολόγησης επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών-Αξιολόγηση Επιστημονικών και Τεχνολογικών Επιλογών | Servicios de expertos prestados por organizaciones de investigación o investigadores individuales en el ámbito de la evaluación de las opciones científicas y tecnológicas-Evaluación de las Opciones Científicas y Tecnológicas |
med. | πεπιεσμένη δέσμη χάρτου ή γάζας | pelota |
med. | πεπιεσμένη δέσμη χάρτου ή γάζας | almohadilla |
gen. | φάση περίοδος προ των επιχειρήσεων ή προ-επιχειρησιακή φάση | fase previa a las operaciones |
gen. | φάση περίοδος προ των επιχειρήσεων ή προ-επιχειρησιακή φάση | fase preoperativa |
med. | περιγεγραμμένη ή εντοπισμένη περιτονίτις | peritonitis localizada (peritonitis circumscripta) |
med. | περιγεγραμμένη ή εντοπισμένη περιτονίτις | peritonitis parcial (peritonitis circumscripta) |
med. | περιγεγραμμένη ή εντοπισμένη περιτονίτις | peritonitis circunscrita (peritonitis circumscripta) |
gen. | περιορισμός ή κατάργηση του δικαιώματος συντάξεως λόγω αρχαιότητας | reducción o supresión del derecho a pensión de jubilación |
gen. | περιουσιακά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που απορρέουν από δημοσίευση ή δημόσια ανακοίνωση | derechos de autor de una publicación |
med. | περιστροφική καρέκλα ή κάθισμα | silla rotatoria |
gen. | Eπιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος | Funcionario científico o técnico |
gen. | πληρώ τις προϋποθέσεις εισόδου ή διαμονής | cumplir con las condiciones vigentes de entrada o residencia |
gen. | πολιτικές,φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις | opiniones políticas, filosóficas o religiosas |
gen. | πολλές αντιδράσεις ενδέχεται να προκαλέσουν πυρκαγιά ή έκρηξη | muchas reacciones pueden producir incendio o explosión |
gen. | πολλαπλές δραστηριότητες ή εναλλακτικά εισοδήματα | diversificación de las actividades o rentas alternativas |
gen. | πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | alto riesgo de explosión por choque, fricción, fuego u otras fuentes de ignición |
gen. | πολύ μεγάλος κίνδυνος εκρήξεως από τράνταγμα,τριβή,φωτιά ή άλλες πηγές αναφλέξεως | R3 |
med. | που παράγει κολλαγόνο ή ζελατίνη | colágeno |
med. | που προκαλεί την τερηδόνα ή την καταστροφή του οστού | cariogénico |
gen. | προσπαθούν να επιτύχουν,ώστε η μείωση να φθάσει... | procurarán que la reducción alcance... |
gen. | Προïστάμενος ομάδας μεταφραστών ή διερμηνέων | Jefe de equipo de traducción o de interpretación |
gen. | Προïστάμενος τμήματος μεταφραστών ή διερμηνέων | Jefe de división de traducción o de interpretación |
gen. | πρoστιθέμεvη αξία | valor añadido |
gen. | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων | Protocolo relativo a la prohibición del empleo en la guerra de gases asfixiantes, tóxicos o similares y de medios bacteriológicos |
gen. | Πρωτόκολλο για την απαγόρευση της χρήσεως κατά τον πόλεμο ασφυξιογόνων, τοξικών ή παρομοίων αερίων και βακτηριολογικών μέσων | Protocolo de Ginebra de 1925 |
gen. | Πρωτόκολλο διαδικασιών που διέπουν την αναταξινόμηση συγκεκριμένων τύπων ή παραλλαγών εκπαιδευτικών αεροσκαφών με μηχανικές ικανότητες, σε μη οπλισμένα εκπαιδευτικά αεροσκάφη | Protocolo sobre Reclasificación de Aviones |
gen. | Πρωτόκολλο διαδικασιών που διέπουν την αναταξινόμηση συγκεκριμένων τύπων ή παραλλαγών εκπαιδευτικών αεροσκαφών με μηχανικές ικανότητες, σε μη οπλισμένα εκπαιδευτικά αεροσκάφη | Protocolo sobre los procedimientos por los que se regirá la reclasificación de modelos o versiones específicas de los aviones de entrenamiento con capacidad de combate en aviones de entrenamiento no armados |
gen. | Πρωτόκολλο προσχωρήσεως της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ισπανίας στη Συμφωνία μεταξύ των Κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ενώσεως Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα η οποία υπεγράφη στο Σένγκεν την 14η Ιουνίου 1985, όπως τροποποιήθηκε...βλ. NOTES | Protocolo de Adhesión del Gobierno del Reino de España al Acuerdo entre los Gobiernos de los Estados de la Unión Económica Benelux, de la República Federal de Alemania y de la República Francesa relativo a la supresión gradual de los controles en las fronteras comunes, firmado en Schengen el 14 de junio de 1985, tal como quedó enmendado por el Protocolo de Adhesión del Gobierno de la República Italiana firmado en París el 27 de noviembro de 1990 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών | Protocolo sobre prohibiciones o restricciones del empleo de minas, armas trampa y otros artefactos según fue enmendado el 3 de mayo de 1996 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικά με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των ναρκών, των παγίδων και άλλων μηχανισμών | Protocolo II según fue enmendado el 3 de mayo de 1996 |
gen. | Πρωτόκολλο σχετικό με τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς στη χρήση των εμπρηστικών όπλων | Protocolo sobre prohibiciones o restricciones del empleo de armas incendiarias |
gen. | πρόσωπο του οποίου επετράπη η διέλευση | persona admitida para transitar |
med. | πυριτίασις των εργαζομένων το ανθρακοπυρίτιον ή καρβορούνδιον | silicosis del carborundo |
gen. | πόα η αβησσυνιακή | tef (Eragrostis abessinica, Eragrostis tef, Poa abyssinica) |
gen. | πόροι που υπάγονται ή όχι στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης | recursos estatutarios y no estatutarios |
med. | πόση μικρού ποσού νερού ή υγρού | hipodipsia |
gen. | πόσιμη αλκοόλη; αλκοόλη που προορίζεται ή είναι κατάλληλη για την ανθρώπινη κατανάλωση | alcohol para usos de boca |
med. | ρινοζυγωματικό ύψος ή διάμετρος | diámetro nasomalar |
med. | σαρκώδης ή λιπώδης πτυχή κάτω από το γένειο | doble mentón |
gen. | σε επαφή με θερμές επιφάνειες ή φλόγες η ουσία αυτή αποσυντίθεται σχηματίζοντας... | en contacto con superficies calientes o con llamas esta sustancia se descompone formando... |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | S45 |
gen. | σε περίπτωση ατυχήματος ή αν αισθανθείτε αδιαθεσία,ζητήστε αμέσως ιατρική συμβουλήδείξτε την ετικέτα όπου αυτό είναι δυνατό | en caso de accidente o malestar, acuda inmediatamente al médico si es posible, muéstrele la etiqueta |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | en caso de ingestión, acuda inmediatamente al médico y muéstrele la etiqueta o el envase |
gen. | σε περίπτωση καταπόσεως,να ζητηθεί αμέσως ιατρική συμβουλή και να επιδειχθεί το δοχείο ή η ετικέτα | S46 |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | S42 |
gen. | σε περίπτωση παραγωγής καπνού ή εκνεφώματος χρησιμοποιείτε κατάλληλη αναπνευστική συσκευή ο(οι)κατάλληλος(οι)όρος(οι)να υποδειχθεί(ούν)από τον κατασκευαστή | durante las fumigaciones/pulverizaciones, use equipo respiratorio adecuado.Denominación (es) adecuada a especificar por el fabricante |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | en caso de incendio y/o de explosión no respire los humos |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέεται τους καπνούς | S41 |
gen. | σε περίπτωση πυρκαϊάς ή/και εκρήξεως μην αναπνέετε τους καπνούς | en caso de incendio y/o de explosión no respire los humos |
gen. | σε χρήματα ή σε είδος | en dinero o en especie |
gen. | σιωπηρή/ρητή μείωση ή προεξόφληση | deducción o descuento implícito/explícito |
med. | σπερματικό ή ελικώδες πλέγμα του όρχεως | plexo pampiniforme |
med. | στάδιον παρακμής της νόσου ή του παροξυσμού | remisión |
gen. | σταθερ·ή θ·έση απασχόλησης | puesto de trabajo sostenible |
med. | στιλπνό ή λείο νύχι | uña esmerilada |
med. | στόμιον από το οποίον διέρχεται η υαλοειδής αρτηρία του εμβρύου | conducto hialóideo |
med. | στόμιον από το οποίον διέρχεται η υαλοειδής αρτηρία του εμβρύου | conducto central del vítreo o de Stilling |
gen. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Βολιβίας σχετικά με τις πρόδρομες και χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται συχνά για την παράνομη παρασκευή ναρκωτικών ή ψυχοτρόπων ουσιών | Acuerdo entre la Comunidad Europea y la República de Bolivia relativo a los precursores y sustancias químicas utilizados con frecuencia en la fabricación ilícita de estupefacientes o de sustancias sicotrópicas |
gen. | Συνέδριο ή ΦΣρουμ "Επιστήμη, Τεχνολογία και Κοινωνία: Η πρΣκληση της Μεγάλης Ευρώπης" | Foro sobre Ciencia, Tecnología y Sociedad: El desafío de la Gran Europa |
gen. | σχεδίαση αντιμετώπισης ενδεχόμενων ή έκτακτων καταστάσεων | planificación de emergencia |
gen. | σχεδίαση αντιμετώπισης ενδεχόμενων ή έκτακτων καταστάσεων | planificación para casos de emergencia |
gen. | σχεδίαση αντιμετώπισης ενδεχόμενων ή έκτακτων καταστάσεων | planificación de contingencia |
gen. | σχεδίαση αντιμετώπισης ενδεχόμενων ή έκτακτων καταστάσεων | planeamiento de contingencia |
med. | σχετικός με τη στάση ή τη θέση του σώματος | postural |
gen. | σύζυγος του πατέρα ή της μητέρας | padrastro o madrastra |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | contrato de compraventa o arrendamiento de bienes inmuebles |
gen. | σύμβαση αγοράς ή μίσθωσης ακινήτου | contrato de compra o arrendamiento de inmuebles |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | convenio sobre armas inhumanas |
gen. | Σύμβαση για την απαγόρευση ή περιορισμό χρήσης ορισμένων συμβατικών όπλων που μπορούν να θεωρηθούν ως εξαιρετικώς επιβλαβή ή ως προκαλούντα αδιακρίτως αποτελέσματα | Convención sobre prohibiciones o restricciones del empleo de ciertas armas convencionales que puedan considerarse excesivamente nocivas o de efectos indiscriminados |
gen. | Σύμβαση για την προσχώρηση του Βασιλείου της Ισπανίας και της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στη Σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 | Convenio relativo a la Adhesión del Reino de España y de la República Portuguesa al Convenio sobre la Ley aplicable a las Obligaciones contractuales, abierto a la firma en Roma el 19 de junio de 1980 |
gen. | Σύμβαση η οποία καταρτίζεται βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Convenio establecido sobre la base del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea, relativo a la protección de los intereses financieros de las Comunidades Europeas |
gen. | Σύμβαση "περί ενοποιήσεως ωρισμένων κανόνων σχετικών με την ποινικήν δικαιοδοσίαν επί συγκρούσεως πλοίων ή άλλων συμβάντων εν τη ναυσιπλοϊα" | Convenio internacional para la unificación de ciertas reglas relativas a la competencia penal en materia de abordaje u otros accidentes de navegación |
gen. | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" | Convenio sobre la edad mínima pañoleros y fogoneros |
gen. | Σύμβαση "περί κατωτάτου ορίου ηλικίας προς πρόσληψιν νέων υπό την ιδιότητα θερμαστού ή ανθρακέως" | Convenio por el que se fija la edad mínima de admisión de los menores al trabajo en calidad de pañoleros o fogoneros |
min.prod. | Σύμβαση "περί των υποχρεώσεων του εφοπλιστού εν περιπτώσει ασθενείας, ατυχήματος ή θανάτου των εργατών θαλάσσης" | Convenio sobre las obligaciones del armador en caso de enfermedad o accidentes de la gente de mar |
min.prod. | Σύμβαση "περί των υποχρεώσεων του εφοπλιστού εν περιπτώσει ασθενείας, ατυχήματος ή θανάτου των εργατών θαλάσσης" | Convenio relativo a las obligaciones del armador en caso de enfermedad, accidente o muerte de la gente de mar |
gen. | Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών μεταξύ κρατών και διεθνών οργανισμών ή μεταξύ διεθνών οργανισμών | Convención de Viena sobre el derecho de los tratados entre Estados y Organizaciones Internacionales o entre Organizaciones Internacionales |
med. | σύνδρομον των CAFFEY-LEFEBR ή παιδική περιοστική υπερόστωσις | síndrome de Caffey-Lefebvre |
gen. | σύστημα αναγνωρίσεως φίλων ή εχθρών | identificación amigo-enemigo |
gen. | σώμα των δημοτικών ή κοινοτικών αντιπροσώπων | órgano representativo municipal |
med. | τέλεια σύμφυση μεταξύ τμημάτων ή επιφανειών | adhesión completa |
gen. | τα καθήκοντα λήγουν κατόπιν παραιτήσεως ή απαλλαγής από αυτά | el mandato de los miembros concluirá definitivamente por dimisión voluntaria o cese |
gen. | τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου που αποτελούν δημόσια αρχή ή ασκούν δημόσιες εξουσίες | miembros del Ayuntamiento que participan en el exercicio de la autoridad pública o en el exercicio de potestades públicas |
gen. | Τα χρώματα του αντιγράφου μπορεί να μην αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά του πρωτοτύπου. Η επισήμανση του πλαστού δεν μπορεί συνεπώς να βασίζεται μόνον στη σύγκριση των χρωμάτων. | Los colores de la reproducción pueden no corresponder exactamente a los del original. En consecuencia, la detección de la falsificación no puede basarse únicamente en la comparación de los colores. |
gen. | τα όργανα διαχειρίσεως ή εποπτείας | órganos de gestión o de control |
gen. | τεκμήριο συναίνεσης του κράτους μέλους από το οποίο ζητείται η έκδοση | presunción de consentimiento del Estado miembro requerido |
gen. | τελικός πλειοδότης ή μειοδότης | adjudicatario |
gen. | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή προβαίνουν σε αμοιβαίες διαβουλεύσεις | el Consejo y la Comisión procederán a consultarse mutuamente |
gen. | το Συμβούλιο και η Eπιτροπή ρυθμίζουν τους τρόπους συνεργασίας τους | el Consejo y la Comisión determinarán las modalidades de su colaboración |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | elimínense el producto y o recipiente como residuos peligrosos |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | elimínense el producto y/o recipiente como residuos peligrosos |
gen. | το υλικό αυτό και/ή το περίβλημά του να θεωρηθούν κατά τη διάθεσή τους επικίνδυνα απόβλητα | S60 |
gen. | το όργανο,του οποίου η παράλειψη εκηρύχθη αντίθετη προς την παρούσα συνθήκη | la institución cuya abstención haya sido declarada contraria al presente Tratado |
gen. | το όργανο,του οποίου η πράξη εκηρύχθη άκυρη | la institución de la que emana el acto anulado |
med. | τομική ή υπερωική θηλή | papila palatina |
med. | τομική ή υπερωική θηλή | papila incisiva |
med. | τονωτικοί παράγοντες ή φάρμακα του αίματος | medicamentos hematológicos |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή προσδιορισμού του σημείου Η | maniquí 3 DH |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή σημείου Η | maniquí tridimensional con punto H |
gen. | τρισδιάστατη μηχανή σημείου Η | maniquí 3 DH |
med. | τυφλό τρήμα ή μετωποηθμοειδές | foramen ciego craneal |
med. | τυφλό τρήμα ή μετωποηθμοειδές | agujero frontoetmoidal |
gen. | υπάλληλοι του επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου | funcionarios de los servicios científico y técnico |
gen. | υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου | voto de calidad |
gen. | Υπουργός Οικογένειας, Υπουργός Προώθησης των Γυναικών, υπεύθυνος και για την πολιτική υπέρ των ατόμων με φυσική ή επίκτητη αναπηρία | Ministro de la Familia, Ministro de la Promociòn Femenina, encargada asimismo de la Política en favor de los minusválidos y de los accidentados de la vida |
gen. | φεστούκα η καλαμοειδής | cañuela alta |
gen. | φύλλο επί του οποίου τίθεται η θεώρηση | impreso para la colocación del visado |
gen. | χώρα που αφορά η προένταξη | país en fase de preadhesión |
gen. | χώρα στην οποία έχει αρθεί η απαγόρευση | país al que se ha levantado el embargo |
med. | ψευδαίσθησις ή και παραίσθησις | percepción imaginaria |
med. | ψευδαίσθησις ή και παραίσθησις | alucinación |
med. | ψύχωσις ή τρέλλα της αμφιβολίας | incapacidad para tomar decisiones |
med. | ψύχωσις ευφορίας ή ευεξίας | psicosis eufórica |
med. | ωχρότης του προσώπου λόγω ξαφνικής πιέσεως του θώρακος ή κοιλίας ή αμφοτέρων | síndrome de asfixia traumática |
gen. | όπλο ισχύος ενός ή περισσοτέρων μεγατόνων | arma de un megatón |
gen. | όταν η απαιτουμένη πλειοψηφία δεν έχει επιτευχθεί | si no se hubiere alcanzado la mayoría requerida |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | no comer, ni beber, ni fumar durante su utilización |
gen. | όταν το χρησιμοποιείτε μην τρώτε,πίνετε ή καπνίζετε | S20/21 |
med. | ύπαρξη μιας ή περισσοτέρων φαλάγγων μεγαλύτερου μήκους | hiperfalangismo |
gen. | Kύριος επιστημονικός ή τεχνικός υπάλληλος | Funcionario científico o técnico principal |
gen. | ύψος του κατ'αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής | importe de la suma a tanto alzado o de la multa coercitiva |