DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing εργασία | all forms
GreekSpanish
γενική εργασία υπεργολαβίαςsubcontratación general
ενσωματωμένη εργασία,υλοποιημένη εργασία,νεκρή εργασίαaportación material
εργασία σε εξέλιξηproductos semiterminados
εργατικό δυναμικό που προσφέρει εξαρτημένη εργασίαtrabajadores asalariados
εργατικό δυναμικό που προσφέρει εξαρτημένη εργασίαfuerza de trabajo asalariada
πρόβλεψη ζημίας από εργασία παροχής υπηρεσιών σε εξέλιξηprovisiones para depreciación de producción en curso de servicios