DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing εργασία | all forms
GreekSpanish
εργασία πάνω σε καλαπόδιtrabajo sobre la horma
εργασία πυρόλυσηςoperación de pirólisis
Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασίαConvenio sobre la seguridad en la utilización de los productos químicos en el trabajo
Σύμβαση σχετικά με την ασφάλεια κατά τη χρήση χημικών προϊόντων στην εργασίαConvenio sobre los productos químicos
Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασίαConvenio sobre los productos químicos
Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1990 για την ασφάλεια κατά τη χρησιμοποίηση των χημικών προϊόντων στην εργασίαConvenio sobre la seguridad en la utilización de los productos químicos en el trabajo