DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Marketing containing εμπόρευμα | all forms
GreekSpanish
βασικό εμπόρευμαproducto primario
βασικό εμπόρευμαproducto básico
διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς προθεσμιακών συμβολαίων σε εμπόρευμα σόγιας και τιμή πώλησης αυτώνdiferencial de crush
διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς προθεσμιακών συμβολαίων σε εμπόρευμα σόγιας και τιμή πώλησης αυτώνcrush spread
εμπόρευμα εύθραυστοmercancía frágil
εμπόρευμα εύφλεκτοmercancía inflamable
εμπόρευμα με προστατευτική συσκευασίαmercancía acondicionada
εμπόρευμα με προχρηματοδότησηmercancía con financiación anticipada
εμπόρευμα παραδοτέο κατ'οίκονmercancía dirigida a domicilio
εμπόρευμα που δεν έχει ελευθερωθεί σε κοινοτικό επίπεδοproducto no liberalizado en la Comunidad
εμπόρευμα σε συσκευασίαmercancía embalada
εμπόρευμα σε συσκευασίαcarga embalada
εμπόρευμα σε συσκευασία ασφαλείαςmercancía acondicionada
εμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία μείωση της αξίαςmercancía susceptible de rápido deterioro
εμπόρευμα υποκείμενο σε ταχεία φθοράmercancía susceptible de rápido deterioro
εμπόρευμα υποκείμενο στον ανταγωνισμόmercancía sujeta a competencia de transportes
εμπόρευμα υπό διαμετακόμισηmercancía en tránsito
εμπόρευμα χωρίς προστατευτική συσκευασίαmercancía no acondicionada
εμπόρευμα χωρίς συσκευασίαmercancía no embalada
εμπόρευμα χωρίς συσκευασία ασφαλείαςmercancía no acondicionada