Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Croatian
English
French
German
Italian
Polish
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Marketing
containing
εμπόρευμα
|
all forms
Greek
Spanish
βασικό
εμπόρευμα
producto primario
βασικό
εμπόρευμα
producto básico
διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς προθεσμιακών συμβολαίων σε
εμπόρευμα
σόγιας και τιμή πώλησης αυτών
diferencial de crush
διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς προθεσμιακών συμβολαίων σε
εμπόρευμα
σόγιας και τιμή πώλησης αυτών
crush spread
εμπόρευμα
εύθραυστο
mercancía frágil
εμπόρευμα
εύφλεκτο
mercancía inflamable
εμπόρευμα
με προστατευτική συσκευασία
mercancía acondicionada
εμπόρευμα
με προχρηματοδότηση
mercancía con financiación anticipada
εμπόρευμα
παραδοτέο κατ'οίκον
mercancía dirigida a domicilio
εμπόρευμα
που δεν έχει ελευθερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο
producto no liberalizado en la Comunidad
εμπόρευμα
σε συσκευασία
mercancía embalada
εμπόρευμα
σε συσκευασία
carga embalada
εμπόρευμα
σε συσκευασία ασφαλείας
mercancía acondicionada
εμπόρευμα
υποκείμενο σε ταχεία μείωση της αξίας
mercancía susceptible de rápido deterioro
εμπόρευμα
υποκείμενο σε ταχεία φθορά
mercancía susceptible de rápido deterioro
εμπόρευμα
υποκείμενο στον ανταγωνισμό
mercancía sujeta a competencia de transportes
εμπόρευμα
υπό διαμετακόμιση
mercancía en tránsito
εμπόρευμα
χωρίς προστατευτική συσκευασία
mercancía no acondicionada
εμπόρευμα
χωρίς συσκευασία
mercancía no embalada
εμπόρευμα
χωρίς συσκευασία ασφαλείας
mercancía no acondicionada
Get short URL