DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing διά | all forms | exact matches only
GreekSpanish
αλλαγή συνόρων που επιβάλλεται δια της βίαςcambio de fronteras por la fuerza
απομάκρυνση δια θαλάσσηςexpulsión por vía marítima
αφαίρεση δια κατασ?έσεωςdecomiso
αφαίρεση δια κατασ?έσεωςcomiso
γεγραμμένος δια χειρόςmanuscrito
δια της λειτουργίας του νόμουpor ministerio de la Ley
δια της λειτουργίας του νόμουprevisto por la ley
δια της λειτουργίας του νόμουde oficio
κατοχύρωση του βιολογικού υλικού δια διπλώματος ευρεσιτεχνίαςpatentabilidad de la materia biológica
παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μουlitigar por medio de sus representantes
παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μουactuar por medio de sus representantes
συναίνεση προς δέσμευση δια της συνθήκηςconsentimiento en obligarse por un tratado