Subject | Greek | Spanish |
agric., construct. | άρδευση διά αυλάκων πλαγίων προς την κλίση | riego por surcos oblicuos a la pendiente |
agric., construct. | άρδευση διά στενών και αβαθών αυλάκων | riego por corrugación |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | riego por aspersión |
agric., construct. | άρδευση δια καταιονήσεως | fertilización con agua de riego de superficie |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | riego por aspersión |
agric., construct. | άρδευση δια τεχνητής βροχής | fertilización con agua de riego de superficie |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως | escurrimiento superficial |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων | riego con agua de avenidas |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων | riego de inundación por avenidas |
agric., construct. | άρδευσις διά διαχύσεως πλημμυρικών υδάτων υδατορρεύματος διαλειπούσης ροής | riego por desviación de aguas de avenidas |
agric., construct. | άρδευσις διά κατακλύσεως | riego por inundación |
agric., construct. | άρδευσις διά κατακλύσεως | riego por desbordamiento |
agric., construct. | άρδευσις διά λεκανών | riego por eras |
agric., construct. | άρδευσις διά μικρών λεκανών | riego por alcorques |
agric., construct. | άρδευσις διά σωλήνος εκ πορώδους υφάσματος | riego por manguera de tejido permeable |
agric., construct. | άρδευσις δια διαλειπούσης κατακλύσεως | riego por anegación con aportación de agua intermitente |
gen. | έγχρωμη σύνθεση δια προσθέσεως | imagen de síntesis de color aditivo |
med. | έκκριση αδένος δια συμπιέσεως | secreción glandular expresada |
med. | έκτασις διά λαβίδος | extensión por clamp |
med. | έκτασις διά μεταλλίνου σύρματος | extensión mediante hilo |
construct. | έργον διαχύσεως διά λεκανών | Proyecto de inundación por balsas |
industr., construct., chem. | Tήξη δια ηλεκτρισμού | fusión eléctrica |
industr., construct., chem. | Kαθάρισμα δια θερμάνσεως | limpieza térmica |
industr., construct., chem. | Kαθάρισμα δια θερμάνσεως | desengrasado térmico |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputación para restablecer la continuidad |
med. | ακρωτηριασμός διά του οστού και όχι διά της αρθρώσεως | amputación en la continuidad |
law | αλλαγή συνόρων που επιβάλλεται δια της βίας | cambio de fronteras por la fuerza |
fin. | αλλαγή χρεογράφων αμοιβαίου κεφαλαίου δια τηλεφώνου | rotación telefónica de títulos |
gen. | αλληλοενημερώνομαι δια της διπλωματικής οδού | informarse por vía diplomática |
industr., construct., chem. | Yαλοσφαιρίδια δια ενίσχυση | microesfera para carga de refuerzo |
industr., construct., chem. | Yαλόφραξη δια την ανάκλαση θερμότητας | vidrio reflectante del calor |
med. | αναγκαστικός ευθυασμός της σπονδυλικής στήλης διά της μεθόδου του CALOT | operación de Calot |
med. | αναισθησία διά ενέσεως φαρμάκου στον ιερό σωλήνα | raquianestesia epidural |
coal., met. | αντίστασις εις τον κερματισμόν δια κρούσεως | resistencia al impacto |
el. | ανταλλαγή φορτίου δια συντονισμού | intercambio de carga por resonancia |
med. | ανώμαλος ικανότης να αναγνωρίζει κανείς τα αντικείμενα διά της αφής | disimbolia |
fin. | απαγόρευση να παγιοποιούντα κράτη μέληδια διεθνών συμφωνιών τους δασμούς | prohibición de consolidar los derechos de aduana por acuerdos internacionales |
health., IT, nat.sc. | απεικόνιση δια μαγνητικού συντονισμού | formación de imágenes por resonancia magnética |
earth.sc., environ. | απεσκληρυμμένη στρώσις διά σιδήρου | capa ferruginosa |
med. | αποβολή υγρού υδατίδος δια βηχός | emisión del lΑquido hidatΑdico por golpes de tos |
agric. | αποβουτύρωση διά φυγοκέντρισης | desnate por centrífuga |
life.sc. | απογύμνωσις διά βροχής | erosión pluvial |
life.sc. | απογύμνωσις διά βροχής | denudación pluvial |
med. | απολίνωση δια περιστροφής | ligadura para rotación |
agric. | απολύμανση δια της υγράς οδού | tratamiento líquido |
chem. | απομάκρυνση διά ψύξεως | extracción al frío |
chem. | απομάκρυνση διά ψύξεως | captura al frío |
law | απομάκρυνση δια θαλάσσης | expulsión por vía marítima |
agric. | απομάκρυνσις παρακρατημάτων διά μιας | método de corta de abrigo único |
agric., construct. | αποστράγγιση διά σωλήνων | drenaje por tubos |
agric., construct. | αποστράγγιση διά σωλήνων | drenaje con tuberías |
med. | απόγονος αναπαραγωγής διά τμήσεως | merogonia híbrida |
life.sc. | απόθεση δια της βαρύτητος | sedimentación gravitacional |
industr. | απόφαση δια συναινέσεως | decisión por consenso |
med. | απώλεια θερμότητας δια της εξαερώσεως | pérdida de calor por evaporación |
agric., construct. | αρδευτικόν δίκτυον υδροδοτούμενον διά μπαντχάρας | riego por bandharas |
met. | αφαίρεση διά της κοπής | cizallamiento |
law | αφαίρεση δια κατασ?έσεως | decomiso |
law | αφαίρεση δια κατασ?έσεως | comiso |
met. | αφαιρώ διά της κοπής | tronzar |
met. | αφαιρώ διά της κοπής | cortar |
coal., met. | βαγονέτο μεταφοράς δια σβέσιν | vagón de apagado |
earth.sc., mech.eng. | βαλβίδα με διατομή παραμορφούμενη διά συσφίξεως | válvula de presión |
earth.sc., mech.eng. | βαλβίδα με διατομή παραμορφούμενη διά συσφίξεως | válvula de pinza |
met. | βαφή διά ψεκασμού | temple por aspersión |
construct. | βυσμάτωσις διά τσιμέντου και άμμου | pasta seca |
med. | γάζαι κοιλίας διά χειρουργικήν χρήσιν | compresas operatorias abdominales |
construct. | γέφυρα διά πλακός | puente de losa |
met. | γαλβανοποίησις δια καταβυθίσεως εν θερμώ | galvanización por inmersión en caliente |
law | γεγραμμένος δια χειρός | manuscrito |
gen. | Γενική συμφωνία "επί οικονομικού κανονισμού διά διεθνείς οδικάς μεταφοράς" | Acuerdo general por el que se establece una normativa económica de los transportes internacionales por carretera |
life.sc., construct. | γεώτρησις ανορυχθείσα διά τρυπάνου | pozo perforado |
coal., construct. | γεώτρησις διά γεωτρυπάνου επί τροχών | perforación con perforadora montada sobre carro |
coal., mech.eng. | γεώτρησις διά τρυπάνου με συρματόσχοινον | perforación con cable |
med. | γνώση δια του υποσυνείδητου | intuición |
industr., construct., chem. | Γυάλινη ίνα δια πλέξιμο υφάσματος | tejido de verranne |
industr., construct., chem. | Γυαλί δια την προστασία εκ της θερμότητος | vidrio de protección contra el calor |
nat.sc., agric. | δασοκάλυψις κατάλληλος διά καταφύγιον της αγρίας πανίδος | refugio |
nat.sc., agric. | δασοκάλυψις κατάλληλος διά την ανάπτυξιν της αγρίας πανίδος | mancha de vegetación |
health. | δασοκομικοί χειρισμοί διά βελτίωσιν ξυλαποθέματος | técnicas de mejora forestal |
med. | δηλητηρίαση δια μολύβδου | saturnismo crónico |
environ. | διά βίου συνεχιζόμενη εκπαίδευση | formación permanente |
fin. | διά θαλάσσης | por vía marítima |
fin. | διά ξηράς | por vía terrestre |
gen. | διά πεπιεσμένου αέρος | neumática |
gen. | διά πεπιεσμένου αέρος | de aire comprimido |
earth.sc. | διά της βαρύτητας πίπτων απορροφητής | absorbente de caída por gravedad |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | salto a mano |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | servicio a corralLA |
nat.sc., agric. | διά της χειρός ελεγχόμενη οχεία | cubricion a mano |
earth.sc., agric. | διάβρωση διά ροής | erosión por escorrentía |
earth.sc., agric. | διάβρωση διά ροής | erosión en surcos |
earth.sc., agric. | διάβρωσις διά χαραδρώσεων | erosión en cárcavas |
earth.sc., agric. | διάβρωσις διά χαραδρώσεων | erosión en cárcava |
coal., construct. | διάτρησις διά πεπιεσμένου αέρος | perforación por aire comprimido |
coal., construct. | διάτρησις διά πεπιεσμένου αέρος | perforación en seco |
gen. | διέλευση δια ξηράς | expulsión por vía terrestre |
nucl.phys. | διέλευση δια του προστατευτικού περιβλήματος | penetraciones del sistema de contención |
life.sc. | διέλευσις παλιρροίας διά στενωπού | canal de marea |
ed., empl. | δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση | aprendizaje permanente |
ed. | δια βίου κατάρτιση | formación durante toda la vida |
ed., empl. | δια βίου μάθηση | aprendizaje permanente |
gen. | δια?είριση βάσης δεδoμέvωv | gestión de la base de datos |
gen. | δια?είριση τoυ συστήματoς | sistema de gestión |
nat.sc., industr. | δια λίπους παραλαβή | maceración |
econ. | δια της απογραφής των παραγωγικών δυνατοτήτων και αναγκών | estableciendo el balance de los recursos y necesidades |
econ. | δια της ευνο2bκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής | favoreciendo a determinadas empresas o producciones |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | por ministerio de la Ley |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | previsto por la ley |
law | δια της λειτουργίας του νόμου | de oficio |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εις κορμόν μετά φυλλώματος | tratamiento por desplazamiento de la savia en árboles con copa |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εν κενώ | tratamiento por desplazamiento de savia bajo vacío |
agric. | διακυβέρνηση πλοίου διά εντολών | llevar la derrota |
med. | διαφραγματοκήλη διά του οισοφαγικού τμήματος | síndrome de Bergmann |
med. | διαφραγματοκήλη διά του οισοφαγικού τμήματος,του Barret | hernia hiatal de Barret |
med. | διαφραγματοκήλη δια του οισοφαγικού τρήματος | hernia hiatal (hernia hiatica) |
med. | διαφραγματοκήλη δια του οισοφαγικού τρήματος | hernia diafragmática (hernia hiatica) |
earth.sc. | διαχέω διά τινος μέσου | propagar a través de algo |
gen. | διαχωρισμός των μερών δια της βίας | interposición con uso de la fuerza |
health., anim.husb. | Διεθνές Σύμφωνο "διά την ίδρυσιν εν Παρισίοις Διεθνούς Γραφείου Επιζωοτιών" | Acuerdo por el que se crea una Oficina Internacional de Epizootias |
min.prod., UN | Διεθνής Σύμβαση "περί αποφυγής ρυπάνσεως της θαλάσσης διά πετρελαίου" | Convenio internacional para la prevención de la contaminación del mar por hidrocarburos |
min.prod. | Διεθνής Σύμβαση "περί ενοποιήσεως κανόνων τινών αφορώντων εις τα αρμόδια διά την επίλυσιν ιδιωτικών διαφορών εκ συγκρούσεως πλοίων δικαστήρια" | Convenio internacional para la unificación de ciertas reglas relativas a la competencia civil en materia de abordajes |
gen. | Διερευνητικές δράσεις στον τομέα των εκδόσεων δια πολλαπλών μέσων | Acciones exploratorias en el ámbito de la edición multimedia |
gen. | διορίζονται δια κοινής συμφωνίας από τις κυβερνήσεις | serán nombrados de común acuerdo por los gobiernos |
med. | διπλή δοκιμασία με παθητική μεταφορά αντισωμάτων δια καταπόσεως | prueba doble con transferencia pasiva de anticuerpo por vía digestiva |
industr., construct., chem. | Διπλός υαλοπίναξ διά συντήξεως | doble acristalamiento sólo de vidrio |
life.sc. | διόρθωση θερμοκρασίας δια ψύξεως | corrección de reenfriamiento de la temperatura |
life.sc., tech. | δοκιμή διά σουπάπας | prueba con válvula |
coal., met. | δοκιμή διά τυμπάνου | ensayo micum |
coal., met. | δοκιμή διά τυμπάνου | ensayo en tambor |
industr., construct. | δοκιμήπείραμαδια παραχώματος | ensayo enterrado |
med. | δοκιμασία διά τας χολοχρωστικάς του BAUDOUIN | reacción de los pigmentos biliares de Baudouin |
med. | δοκιμασία δια της ισταμίνης | reacción cutánea a la histamina |
med. | δοκιμασία δια της ιτεϋλικής φαινόλης | prueba del salol de Ewald |
construct. | δοσομετρική εγκατάστασις διά μαλακτήρας επί φορτηγών οχημάτων | planta central mezcladora para carga sobre camión |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής | posibilidad de sensibilización por inhalación |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización por inhalación y en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση διά της επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | posibilidad de sensibilización por inhalación |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής | R42 |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización por inhalación y en contacto con la piel |
gen. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της εισπνοής και επαφής με το δέρμα | R42/43 |
health. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της επαφής με το δέρμα | posibilidad de sensibilización en contacto con la piel |
health. | δύναται να προκαλέσει ευαισθητοποίηση δια της επαφής με το δέρμα | R43 |
med. | εγκεφαλοκήλη διά μέσου της σχισμής των αυχενικών σπονδύλων | derencefalocele |
construct. | εγκοπή διά πτύου | sangría |
construct. | εγκοπή διά πτύου | sangradura |
agric. | εκθάμνωσις διά σιδηροδρομικής ράβδου | "railing" |
polit. | εκλέγω διά βοής | elección por aclamación |
agric. | εκμετάλλευσις διά κορμοτεμάχια μεγάλου μήκους | explotación en grandes largos |
agric. | εκμετάλλευσις διά πλήρους εκριζώσεως | saca de árboles completos |
agric. | εκτίμησις δασοσυστάδος δια της μεθόδου της σταθεράς γωνίας | muestreo por puntos |
cust., transp., mil., grnd.forc. | Tελωνειακή Σύμβαση περί διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων δια των δελτίων TIRΣύμβαση TIR-Γενεύη 19 | Convenio aduanero relativo al transporte internacional de mercancías al amparo de los cuadernos TIR Convenio T |
fin., polit. | Tελωνειακή Σύμβαση "περί της παροχής διευκολύνσεων διά την εισαγωγήν εμπορευμάτων προοριζομένων προς επίδειξιν ή χρησιμοποίησιν εις εκθέσεις, πανηγύρεις, συνέδρια ή παρομοίας εκδηλώσεις" | Convenio aduanero relativo a las facilidades concedidas para la importación de mercancías destinadas a ser presentadas o utilizadas en exposiciones, ferias, congresos o manifestaciones similares |
agric. | εμβολιασμός διά προσεγγίσεως | injerto por aproximación |
agric. | εμβολιασμός δια εγκοπής | injerto de incrustación |
agric. | εμβολιασμός δια εγκοπής | injerto de costado |
health. | εμβολιασμός δια του στόματος | vacuna oral |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με κινητόν συρματόσχοινον | transporte por cable aéreo por gravedad de cable móvil |
agric., mech.eng. | εναέριος μεταφορά δια της βαρύτητος με σταθερόν συρματόσχοινον | transporte por cable aéreo por gravedad de cable fijo |
chem. | ενεργοποιημένον προσκολλητικόν μέσον,συγκολλητικόν μέσον ενεργοποιημένον δια διαλύτου | cola de pegado rápido |
agric. | εντομή διά μεμονωμένων εγκοπών | incisión por muescas disjuntas |
industr., construct., chem. | Kενό δια χειρός | ventosa de mano |
med. | εξέταση δια πρισμάτων του Duane | prueba de Duane |
med. | εξέτασις διά οργάνου του παχέως εντέρου | colonoscopia |
med. | εξαίρεσις διά κρανιοτομίας | excerebración |
econ., fin. | εξαγορά επιχείρησης από διοικητικά στελέχη της διά δανεισμού | compra apalancada por ejecutivos |
mining. | εξορυκτική διά γεωτρήσεως βιομηχανία | industria extractiva por sondeos |
fin. | εξόφληση διά κληρώσεως | amortización por sorteo |
med. | επέκταση δια της συνεχείας των ιστών | extensión por continuidad |
fin. | επέμβαση δια πράξεως ή παραλείψεως | intervención por acción u omisión |
agric., construct. | επένδυσις διά χλωροτάπητος | revestimiento continuo de tepes |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων | revestimiento con tepes |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων κατά λωρίδας | revestimiento con tepes en fajas |
agric., construct. | επένδυσις διά χορτοπλίνθων κατά τόπους | revestimiento con tepes dispersos |
med. | επίδεσμος διά κολόβωμα | vendaje en capelina (capitalis reflexa) |
med. | επίδεσμος του VON BAEYER διά την διόρθωσιν της κυφοσκολιώσεως | corsé de Baeyer |
mater.sc. | επίχριση με μαχαίρι κοπής δια αέρος | revestimiento por cepillo o brocha |
mater.sc. | επίχριση με μαχαίρι κοπής δια αέρος | revestimiento con cuchilla de aire |
industr., construct., chem. | επεξεργασία δια θερμικής διαστολής | tratamiento por dilatación térmica |
met. | επικάλυψη με σκληρό μέταλλο διά της τήξης | aportación de soldadura dura |
life.sc., environ. | επικονίαση δια του ανέμου | anemogamia |
life.sc., environ. | επικονίαση δια του ανέμου | anemofilia |
med. | επιλογή διά μεταλλαγής | selección por mutación |
med. | επιλογή διά μεταλλαγής | procreación por mutación |
chem. | επιπλέον διά βίου κίνδυνος | suplemento de riesgo aceptable durante toda la vida |
anim.husb. | επισήμανσις δια σιδήρου | marca a fuego |
anim.husb. | επισήμανσις δια σιδήρου | marca a hierro candente |
anim.husb. | επισήμανσις δια σιδήρου | marcaje al hierro |
anim.husb. | επισήμανσις δια σιδήρου | hierraArg. |
social.sc. | Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας όσον αφορά τη συνδρομή κατά τη διέλευση σε περίπτωση απομάκρυνσης διά της αεροπορικής οδού | Comité de aplicación de la Directiva sobre la asistencia en casos de tránsito a efectos de repatriación o alejamiento por vía aérea |
met. | επιψευδαργύρωσις δια καταβυθίσεως εν θερμώ | galvanización por inmersión en caliente |
med. | ερεθισμός δια διατάσεως | estimulación por dilatación |
health. | ευαισθητοποίηση δια της επαφής με το δέρμα | sensibilización por contacto cutáneo |
chem. | ευαισθητοποιητική διά της επαφής | sensibilizante de contacto |
chem. | ευαισθητοποιητική διά της επαφής | sensibilizante cutáneo |
social.sc., ed. | ευρωπαϊκό έτος της διά βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης | Año europeo de la educación y de la formación a lo largo de toda la vida |
ed. | Ευρωπαϊκό έτος της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης | Año europeo de la educación y la formación a lo largo de toda la vida |
ed. | Ευρωπαϊκό έτος της δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης | Año Europeo de la Educación y de la Formación Permanentes |
ed. | Ευρωπαϊκό πλαίσιο επαγγελματικών προσόντων για τη δια βίου μάθηση | Marco Europeo de Cualificaciones |
el. | εφεδρική μονάδα εν λειτουργία έτοιμη διά αργή/ταχεία προσφορά ισχύος | reserva giratoria capaz de subir carga lentamente |
el. | εφεδρική μονάδα εν λειτουργία έτοιμη διά αργή/ταχεία προσφορά ισχύος | reserva giratoria capaz de subir carga rápidamente/lentamente |
med. | ζελατινώδης θήκη διά δυσάρεστα ή δύσληπτα φάρμακα | cápsula gelatinosa |
med. | η διά μηχανικών μέσων τελουμένη τεχνητή αναπνοή | respiración artificial mecánica |
med. | η διά των χειρών τελουμένη τεχνητή αναπνοή | respiración artificial manual |
coal. | ηλεκτρικό καψύλλιο εναυώμενο δια σπινθήρος | cebado eléctrico por chispa |
life.sc., el. | ηλιακά κεραμíδια | teja solar |
life.sc., el. | ηλιακά κεραμíδια | colector de tejas solares |
agric., construct. | ημιμόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | sistema mixto de riegos por aspersión |
agric., construct. | ημιμόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método semiportátil de riego por aspersión |
patents. | Ηνωμένα Διεθνή Γραφεία για την Προστασία της Πνευματικής Ιδιοκτησίας; "Ηνωμένα Διεθνή Γραφεία δια την προστασίαν της ιδιοκτησίας επί των έργων διανοίας" | Oficinas Internacionales Reunidas para la Protección de la Propiedad Intelectual |
industr., construct., chem. | Mηχανές τροφοδοτούμενες δια βαρύτητος | máquina de alimentación por gravedad |
industr., construct., chem. | Mηχανή κοπής άκρων δια τήξεως | máquina cortadora y rebordeadora al fuego de tubos |
chem., el. | θάλαμος ανακτήσεως διά συγκρούσεως εκτοξευομένων φλεβών | recuperador por impacto de chorros |
chem., el. | θέρμανση διά προσκρούσεως εκτοξευομένων φλεβών | calentamiento por impacto de chorros |
industr., construct. | θέρμανσις διά κανονικής τάσεως | calentamiento por tensión normal |
gen. | θεραπεία ή ίασις διά της πίστεως ή των προσευχών | curación |
med. | θεραπεία διά επιθέσεως ελαίου επί του τραύματος | apósito de aceite |
med. | θεραπεία διά ουσιών των γεννητικών αδένων | gonadoterapia |
med. | θεραπεία διά περιτυλίξεως πουρέ πατάτας | envoltura de puré de patatas |
med. | θεραπεία διά της πίστεως και των προσευχών | conjuro |
med. | θεραπεία διά της πειθούς | terapéutica persuasiva |
energ.ind. | θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο δια συνδυασμένη παραγωγή ρεύματος και θερμότητος | central térmica de ciclo combinado |
construct. | θραυστήρ διά δακτυλίων | molino de anillos |
construct. | θραυστήρ διά κώνου | machacadora de cono |
med. | ιατρική αγωγή δια του ψύχους | criomedicina |
life.sc., chem. | ισοδύναμον υγρασίας διά ξυλενίου | equivalente al xileno |
industr., construct. | κάμινος θερμαινομένη δια καύσεως πετρελαίου | horno de combustible líquido |
med. | κήλη δια μέσου των ορθών κοιλιακών | hernia inguinointersticial |
med. | κήλη δια του θυρεοειδούς τρήματος | oodeocele (hernia obturatoria) |
med. | κήλη δια του θυρεοειδούς τρήματος | hernia obturatriz (hernia obturatoria) |
med. | κήλη νήστιδος δια του εκκολπώματος μεταξύ μεσεντερίου και τοιχωματικού περιτόναιου | hernia nesentéricoparietal |
med. | κήλη του βλεννογόνου του ειλεού δια της ειλεοκολικής βαλβίδας | hernia mucosa ileocecal |
met., construct. | καθαρισμός διά μεταλλικής ψήκτρας | decapado con cepillos de alambres |
met., construct. | καθαρισμός διά μεταλλικής ψήκτρας | cepillado con grata |
met. | καθαρισμός διά φλογός | decapado al soplete |
met. | καθαρισμός διά φλογός | decapado a la llama |
fin. | καθεστώς της διεθνούς διαμετακόμισης δια σιδηροδρόμων | régimen de tránsito internacional por ferrocarril |
industr. | καλούπι με εύρος διαχωρισμού δια μέσου ελατηρίων | molde de prensado con boquilla distanciadora y resortes |
life.sc. | κανάλι μαγνητικής ροής μεταξύ Ιώς και Δία | canal de flujo magnético de IO |
gen. | κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως | extinción por faenas especializadas |
met. | κατασκευή καλουπιών δια της πτώσης | moldeo por caída |
met. | κατεργάζομαι διά κοπής | conformar por corte |
met. | κατεργασία διά κοπής | conformación por corte |
law | κατοχύρωση του βιολογικού υλικού δια διπλώματος ευρεσιτεχνίας | patentabilidad de la materia biológica |
nat.sc., industr. | κατόπιν ζυμώσεως δια λίπους παραλαβή | enflorado |
nat.sc., transp. | κινητήρας εσωτερικής καύσης με ανάφλεξη δια σπινθήρα σε σταθερή βάση | motor fijo de combustión interna de encendido por explosión |
agric., construct. | κινητόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | sistema móvil de riego por aspersión |
agric., construct. | κινητόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método de aspersión portátil |
med. | κοιλιακή υστεροπηξία διά μεταλλίνων συρμάτων | histeropexia con hilos metálicos |
med. | κοιλιακή υστεροπηξία διά μεταλλίνων συρμάτων | histerocatafraxis |
med. | κοιλιακόν τραύμα διά πυροβόλου όπλου | herida abdominal por arma de fuego |
med. | κοιλιοκήλη δια της μηνοειδούς γραμμής | hernia de Spiegel |
med. | κοιλιοκήλη δια της Σπιγγελείου γραμμής | hernia de Spiegel |
life.sc., agric. | κοκκομετρική ανάλυσις διά καθιζήσεως | análisis por sedimentación |
industr., construct., chem. | κολλάρισμα διά της μεθόδου του κυλίνδρου,κολλάρισμα κουρτίνα | extendido por cortina |
industr., construct. | κορμόξυλα διά σπίρτα | taco cerillero |
earth.sc., life.sc. | κρίσιμον έλλειμμα ύδατος διά την διαπνοήν | déficit crítico de agua para la transpiración |
life.sc. | κρίσιμος έντασις βροχής διά την απορροήν | intensidad crítica de lluvia para la escorrentía |
industr., construct., chem. | Aκτινοβολία διά βομβαρδισμού ιόντων | radiación inducida por bombardeo iónico |
agric., tech. | κυβισμός δια δασικού παχυμέτρου | cubicación con forcípula |
energ.ind. | κυκλοφορία δια της βαρύτητας | circulación por gravedad |
gen. | κυκλοφορία ψυκτικού μέσου δια του δοχείου του αντιδραστήρα | hacer circular el refrigerante por la vasija del reactor |
med. | κυστεοτομία δια του περινέου | hipocistotomía |
construct. | κυψελοειδές πρόφραγμα διά κυκλικών κελλίων | ataguía de células circulares |
med. | λαβίς διά ξένα σώματα | pinzas para extraer cuerpos extraños |
med. | λαβίς διά την ανατομικής διαμόρφωσιν της περιφερείας του δακτυλίου | alicate moldeador |
industr., construct., chem. | `Eλεγχος δια επαφής | observación por contacto |
industr., construct., chem. | `Eλεγχος δια επαφής | observación por barrido |
med. | λεμφαγγειίτις κατόπιν εμβολιασμού διά BCG | linfangitis por vacuna BCG |
ed. | Λευκό βιβλίο για την εκπαίδευση και τη δια βίου κατάρτιση | Libro blanco sobre la educación y la formación a lo largo de la vida |
health., nat.sc. | λόγος βραχυπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης | relación entre la toxicidad alimentaria a corto plazo y la exposición |
health., nat.sc. | λόγος μακροπρόθεσμης τοξικότητας δια της τροφής/έκθεσης | relación entre la toxicidad alimentaria a largo plazo y la exposición |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά λεκανών κατά τας ισοϋψείς | método de riego por eras según curvas de nivel |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método por aspersión para parcelas |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método de riego por aspersión |
agric., construct. | μέθοδος αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής δι'ακαθόριστον έκτασιν | método de riego por aspersión para superficies varias |
construct. | μέθοδος βυσματώσεως διά τσιμέντου και άμμου | método de relleno en seco |
industr., construct. | μέθοδος διά θειικού άλατος | procedimiento al sulfato |
met. | μέθοδος δια πιέσεως ατμού | tratamiento con vapor |
coal., construct. | μέθοδος διατηρήσεως της σωληνώσεως διά γρύλων | método de perforación por medio de gatos |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά λεκανών | procedimientos de balsas de infiltración |
life.sc., construct. | μέθοδος εμπλουτισμού διά φρεάτων | método de alimentación por pozos |
econ., construct. | μέθοδος λειτουργίας υδροταμιευτήρος διά πλήρους ετησίας χρήσεως υδαταποθηκεύσεως | método de explotación de un embalse para su empleo anual |
industr., construct., chem. | Μέθοδος συντήρησης του ξύλου δια βρασμού σε ατμοσφαιρική πίεση | tratamiento por cocido a presión atmosférica |
earth.sc. | μέσος συντελεστής μεταδόσεως θερμότητος διά συναγωγής | coeficiente medio de transmisión superficial |
life.sc., tech. | μέτρησις παροχής διά πλωτήρων | aforo por flotadores |
earth.sc., tech. | μέτρησις παροχής διά της μεθόδου του νέφους | aforo por nube colorante |
med. | μανία προς αυτοκτονία δια πνιγμού | hidromanΑa |
med. | μαστογραφία διά ενέσεως αδιαφανούς ουσίας | mamografía de contraste |
chem. | μαχαίρι κοπής δια αέρος | chorro de aire dosificador |
chem. | 4,4'-μεθυλεvoδιαvιλίvη | 4,4'-metilendianilina |
chem. | 4,4'-μεθυλεvoδιαvιλίvη | 4,4'-diaminodifenilmetano |
health. | μελέτη για την απορρόφηση διά του δέρματος | estudio de absorción cutánea |
earth.sc. | μετάδοσις θερμότητος διά συναγωγής | termotransferencia por convección |
med. | μεταδιδόμενος δια του αέρος | aerógeno |
med. | μεταδιδόμενος δια του αέρος | aerogénico |
med. | μεταφορά διά μεταδόσεως θερμότητος ή ηλεκτρισμού | transporte por convección |
agric., industr., construct. | μεταφορά διά συρματοσχοίνου | arrastre por cable |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | saca con teleférico |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | saca por cable con motor |
agric., mech.eng. | μεταφορά δια συρματοσχοίνου | saca con cable con motor |
forestr. | μεταφορά κορμοτεμαχίων δια συρματοσχοίνου | cable de desembosque |
agric., mech.eng. | μεταφορά ξυλείας διά σιδηροδρόμου | saca por ferrocarril |
fin. | μεταφορές εμπορευμάτων δια του Pήνου και των ρηνείων οδών | transporte de mercancías a través del Rin y de las vías del Rin |
industr., construct., mech.eng. | μεταφορεύς διά κυλινδρίσκων | rodillos motores |
construct. | μετεξεργασία γεωτρήσεων διά διακοπτομένης αντλήσεως | acondicionamiento del pozo por bombeos intermitentes |
tech., construct. | μετρητής ύδατος διά μυλίσκου | contador de agua por molinete |
tech., construct. | μετρητής ύδατος διά στραγγαλισμού | contador de agua por contracción |
med. | μηχάνημα για την εκτέλεση τεχνητής αναπνοής διά της μεταβολής της πιέσεως του αέρα σε κλειστό θάλαμο | barorrespirador |
environ. | μηχάνημα καθαρισμού αέρα διά ψεκασμού | depurador por pulverización |
coal., met. | μηχανή εξαγωγής οπτάνθρακος δια πιέσεως | deshornadora |
mater.sc., mech.eng. | μηχανή επίχρισης με μαχαίρι κοπής δια αέρος | máquina recubridora con cuchilla de aire |
met. | μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά διατμήσεως | máquina cizalladora |
met. | μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά διατμήσεως | cizalla |
met. | μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά παραμορφώσεως του υλικού | máquina para conformación sin arranque de viruta |
met. | μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά πλαστικής παραμορφώσεως | máquina herramienta para deformación plástica |
environ. | μηχανικός συλλεκτήρας σκόνης διά της αδράνειας | eliminador mecánico de polvos por inercia |
environ. | μηχανικός συλλεκτήρας σκόνης διά της αδράνειας | desempolvador mecánico por inercia |
environ. | μηχανικός συλλεκτήρας σκόνης διά της βαρύτητας | eliminador mecánico de polvos por gravedad |
environ. | μηχανικός συλλεκτήρας σκόνης διά της βαρύτητας | desempolvador mecánico por gravedad |
agric., construct. | μικτόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | sistema mixto de riegos por aspersión |
agric., construct. | μικτόν σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método semiportátil de riego por aspersión |
med. | μόλυνση δια του δημόδηκος | demodicidosis (demodecidosis) |
med. | μόλυνσις δια του πλακούντος | infección transplacentaria |
agric., construct. | μόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | sistema fijo de riego por aspersión |
agric., construct. | μόνιμον σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής | método permanente de riego por aspersión |
industr., construct., chem. | Aνάλυση μάζης δια μικροκυμάτων ιόντων | análisis de masa por microsonda iónica |
industr., construct., chem. | Eνίσχυσις δι'επεξεργασίας διά οξέος | endurecimiento por ácido |
fin. | Aναθεωρημένη σύμβαση περί ναυσιπλοΐας δια του PήνουΠράξη του Mανχάιμ-Mανχάιμ 1868 | Mannheim 1868 |
fin. | Aναθεωρημένη σύμβαση περί ναυσιπλοΐας δια του PήνουΠράξη του Mανχάιμ-Mανχάιμ 1868 | Convenio revisado para la navegación sobre el Rin Acto de Mannheim |
pharma., food.ind., chem. | ξήρανση δια ψεκασμού | secado por pulverización |
pharma., food.ind., chem. | ξήρανση δια ψεκασμού | secado por atomización |
industr., construct., chem. | Oξείδωση δια φλογός | proceso de oxidación a la llama |
agric., industr., construct. | ξύλα διά πρόπλασιν | madera de modelado |
agric., industr., construct. | ξύλα διά φυλλιδιωτά | madera de laminados |
agric., industr., construct. | ξύλα πριονισμένα δια βιομηχανικήν χρήσιν | madera industrial |
industr., construct. | ξύλο διά παρασκευήν ξυλοβάμβακος | bloque para lana de madera |
agric., industr., construct. | ξύλον επιφανειακώς ξηρόν δια του αέρος | superficialmente seca |
med. | ο γινόμενος διά της ιδέας | psicógeno |
environ. | ο μόλυβδος που εκχυλίζεται σαν άλας διθιζόνης επανακτάται σε διά-λυμα νιτρικού οξέος | el plomo extraído en forma de ditizonato se recupera en solución nítrica |
tax. | ο φόρος εισπράττεται δια παρακρατήσεως στην πηγή | el impuesto se percibirá haciendo una retención en origen |
med. | οισοφαγική διαστολή διά κηρίου | dilatación del esófago con bujía |
med. | οισοφαγική διαστολή διά κηρίου | bougienaje del esófago |
ed. | ολοκληρωμένο πρόγραμμα διά βίου μάθησης | Programa de Aprendizaje Permanente |
h.rghts.act., UN | Ομάδα σχετικά με τις δια της βίας και ακούσιες εξαφανίσεις | Grupo de Trabajo sobre Desapariciones Forzadas o Involuntarias |
fin. | ομολογίες που εξοφλούνται διά μιάς | obligaciones reembolsables en una sola vez |
fin. | οπτικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά που συμβάλλουν στη δια της αφής αναγνώριση | características visuales y táctiles |
agric. | οπώρα διά παρασκευή μηλίτου οίνου | fruto de sidra |
med. | οστεοσύνθεση δια συμπιέσεως | osteosíntesis por compresión |
health. | πάλη διά τεχνητών μέσων | lucha artificial |
health. | πάλη διά φυσικών μέσων | lucha por medios naturales |
health. | πάλη δια βιοτικών μέσων | lucha biótica |
med. | πίεσις διά λαβίδος για αιμόσταση | pinzamiento |
industr., construct. | πίλημα διά βελόνης | fieltro a la aguja |
industr. | πίλημα διάτρητο δια βελόνης | fieltro punzonado |
industr. | πίλημα διάτρητο δια βελόνης | fieltro de aguja |
chem. | παγίδευσις διά ψύξεως | extracción al frío |
chem. | παγίδευσις διά ψύξεως | captura al frío |
fin. | παρέμβαση δια της αγοράς | intervención de compra |
law | παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μου | litigar por medio de sus representantes |
law | παρίσταμαι δια του πληρεξουσίου μου | actuar por medio de sus representantes |
health. | παραγωγή θερμότητας δια του μεταβολισμού | producción metabólica de calor |
nucl.phys. | παροχή ψυκτικού μέσου διά του πυρήνα αντιδραστήρα | velocidad de flujo del refrigerante del núcleo |
tech., construct. | παροχόμετρον διά στραγγαλισμού | medidor de caudal por estrangulamiento |
tech., construct. | παροχόμετρον διά στραγγαλισμού | aforo por contracción |
agric. | πεπηγμένον δια τυρόν γάλα | cuajada |
industr., construct., mech.eng. | πεπλατυσμένος διά θλίψεως | sierra triscada |
life.sc. | περίκεντρο ως προς το Δία | perijovio |
industr. | Eπιφανειακή σκλήρυνσις διά στρώματος αέρος | templado sobre colchón de aire |
med. | πλήρωσις κοιλότητος του σώματος διά βύσματος | plombaje |
industr., construct. | πλούσσα η ονομαζόμενη δια στήμονος | felpa llamada de urdimbre |
med. | πλύση του σιαγόνιου κόλπου διά καταιονήσεως | irrigación del seno maxilar |
health. | προσδιορισμός του σε οξυγόνο κορεσμού του αίματος διά φωτοηλεκτρικού μηχανήματος κατά την διάρκεια της εργασίας | ergooximetría |
agric., construct. | προστασία εδάφους διά χορτοπλίνθων εν διαλύσει | revestimiento con tepes arrancados |
insur. | προσωπικό που ταξιδεύει διά ξηράς | personal móvil |
insur. | προσωπικό που ταξιδεύει διά ξηράς | personal itinerante |
insur. | προσωπικό που ταξιδεύει διά ξηράς | personal de movimiento |
med. | προϊόν βιοψίας ήπατος δια βελόνης | frotis de punción hepática |
h.rghts.act. | Πρωτόκολλο αριθ. 2 της "Συμβάσεως διά την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών διά την παροχήν γνωμοδοτήσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου" | Protocolo número 2 al Convenio para la Protección de los Derechos Humanos y Libertades Fundamentales, por el que se confiere al Tribunal Europeo de Derechos Humanos la competencia para emitir dictámenes consultivos |
environ. | Πρωτόκολλο "αφορών εις την συνεργασίαν διά την καταπολέμησιν της ρυπάνσεως της Μεσογείου Θαλάσσης υπό πετρελαίου και άλλων επιβλαβών ουσιών εις περιπτώσεις επειγούσης ανάγκης" | Protocolo sobre cooperación para combatir en situaciones de emergencia la contaminación del mar Mediterráneo causada por hidrocarburos y otras sustancias perjudiciales |
construct. | Πρωτόκολλο για την κατάρτιση, βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δια προδικαστικών αποφάσεων | Protocolo establecido sobre la base del artículo K.3 del Tratado de la Unión Europea, relativo a la interpretación con carácter prejudicial, por el Tribunal de Justicia de las Comunidades Europeas del Convenio por el que se crea una Oficina Europea de Policía |
gen. | Πρωτόκολλο "θέτοντος υπό διεθνή έλεγχο φάρμακα τινά μη προβλεπόμενα υπό της Συμβάσεως της 13ης Ιουλίου 1931 δια τον περιορισμόν της βιομηχανικής παρασκευής και ρύθμισιν της διανομής των ναρκωτικών, τροποποιηθείσης υπό του υπογραφέντος εις Λέικ Σαξές την 11 Δεκεμβρίου 1946 Πρωτοκόλλου" | Protocolo para la fiscalización internacional de drogas sintéticas no comprendidas en el Convenio de 13 de julio de 1931, para limitar la fabricación y reglamentar la distribución de los estupefacientes, modificado por el Protocolo firmado en Lake Success el 11 de diciembre de 1946 |
ed., UN | Πρωτόκολλο "ιδρύον Επιτροπήν Συνδιαλλαγής και Καλών Υπηρεσιών, υπεύθυνον διά την επιδίωξιν διευθετήσεως οιωνδήποτε διαφορών δυναμένων να εμφανισθούν μεταξύ των κρατών μελών της Συμβάσεως κατά των διακρίσεων εις την εκπαίδευσιν" | Protocolo para instituir una Comisión de conciliación y buenos oficios facultada para resolver las controversias a que pueda dar lugar la Convención relativa a la lucha contra las discriminaciones en la esfera de la enseñanza |
health. | Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Συμφωνίας "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα, προς τον σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" | Protocolo adicional al Acuerdo para la importación temporal en régimen de franquicia aduanera, a título de préstamo gratuito y con fines de diagnóstico o terapéutico, de material médico-quirúrgico y de laboratorio destinado a los establecimientos sanitarios |
med. | πρώιμος διαστολή διά κηρίου | dilatación con bujías precoz |
med. | πυελομέτρησις διά της χειρός | exploración manual de la cavidad pélvica |
chem. | πυρηνικός απαρριθμητής διά συμπυκνώσεως | contador del núcleo de condensación |
chem. | πυρηνικός απαρριθμητής διά συμπυκνώσεως | contador de núcleos de condensación |
nat.sc. | πόρος του ασκού μυκήτων διά του οποίου ελευθερώνονται τα περιθήκια | ostiolo |
earth.sc., mech.eng. | ρύθμιση διά πιέσεως | mando a presión |
gen. | ρύθμιση της κατάστασης δια της διαπραγματευτικής οδού | solución negociada del conflicto |
life.sc., construct. | ρύθμισις υδροταμιευτήρος διά συνδυασμού μεγίστης επωφελούς χρήσεως και ελέγχου της κατά μελέτην πλημμύρας | regulación de un embalse combinando su utilización más ventajosa con el control de la máxima avenida de proyecto |
environ. | ρύπανση δια των λογοτύπων | contaminación por la vía de los logotipos |
agric. | σβώλος διά σποράν | briqueta para siembra |
med. | σεξουαλική ικανοποίησις διά της κλοπής | cleptomanía sexual |
agric. | σκάπτω διά λίσγου | cavar |
met. | σκλήρωση διά της εκτόξευσης σφαιριδίων χάλυβα | granallado |
met. | σκλήρωση διά της εκτόξευσης σφαιριδίων χάλυβα | endurecimiento por granallado |
met. | σκλήρωση διά της σφυρηλάτησης | martillar en frío |
met. | σκλήρωση διά της σφυρηλάτησης | endurecer en frío |
commer., transp., avia. | στίγμα διά διαδοχικών διοπτεύσεων | punto transportado |
gen. | στίγμα διά διαδοχικών διοπτεύσεων | posición determinada por marcaciones |
agric., mech.eng. | σταθερή τροχαλία μηχανισμού μετατοπίσεως ξυλείας διά συρματοσχοίνου | polea de ángulo |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | drenaje abierto |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | drenaje por zanjas |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | drenaje por zanjas abiertas |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | drenaje de superficie |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | drenaje a cielo abierto |
agric., construct. | στράγγισις διά τάφρων | azarbe |
construct. | στραγγίζω διά σωληνωτών αγωγών | drenar con tubos |
industr., construct. | στρογγύλη ξυλεία διά βαρελοσανίδας | cachón para duelas |
industr., construct. | στρογγύλη ξυλεία δια ξυλοπολτόν | tronco para pasta de papel |
coal., mech.eng. | συγκρότημα κρουστικού γεωτρυπάνου διά συρματοσχοίνου άνευ ταλαντευτού | aparato de perforación por hinca con cable sin balancín. |
industr., construct., chem. | Συγκόλληση δια τήξεως | empalme por fusión |
environ. | συλλεκτήρας σκόνης διά πορώδους στρώματος | eliminador de polvos de capa porosa |
environ. | συλλεκτήρας σκόνης εν ξηρώ διά της αδράνειας | colector en seco por inercia |
social.sc. | Συμπληρωματική Σύμβαση "διά την κατάργησιν της δουλείας, της εμπορίας των δούλων και παρεμφερών προς την δουλείαν θεσμών και πρακτικής" | Convención complementaria sobre la abolición de la esclavitud, la trata de esclavos y las instituciones y prácticas similares a la esclavitud |
industr., construct. | συμπύκνωση του γαλακτώματος ελαστικού δια διαχωρισμού | flotación |
insur., transp., nautic. | συμφωνία για αντικείμενα μεταφερόμενα διά θαλάσσης | acuerdo de a bordo |
law | συναίνεση προς δέσμευση δια της συνθήκης | consentimiento en obligarse por un tratado |
industr., construct. | συναρμογή δια παραθέσεως | juntar chapas en longitud |
industr., construct. | συναρμογή δια πολλαπλών εντομών | junta en dedos |
industr., construct. | συναρμογή δια πολλαπλών εντομών | junta por entalladura múltiple |
industr., construct. | συναρμογή δια πολλαπλών εντομών | juntura digital |
industr., construct. | συναρμογή δια πολλαπλών εντομών | empalme a cola de pescado |
fin. | συνεχής διαᄎανονισμός | liquidación rodada |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια περιδέσεως | tratamiento por vendaje |
nat.sc., agric. | Συντήρηση δια τομής και περιδέσεως | tratamiento por entalladura y vendaje |
med. | συρραφή οστών διά μεταλλίνου σύρματος | unión con hilo metálico |
chem. | συσκευή επίχρισης με επίστρωση υλικού με μαχαίρι κοπής δια αέρος | máquina de recubrimiento con rodillos con cuchilla dosificadora flotante |
industr., construct., chem. | συσκευή συλλογής δια περιτυλίξεως | dispositivo de enrollado |
health. | σφάγιο τεμαχισμένο στη μέση δια τομής κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης | canal cortado en medias por incisión longitudinal de la columna vertebral |
industr., construct., chem. | σχηματισμός εν κενώ δια μέσου του αποτυπώματος | conformación en vacío con retroceso rápido |
industr., construct., chem. | Σχηματοδότης δια ενχύσεως | conformación por inyección |
construct. | σωληνωτόν φρέαρ θεμελιώσεως πεπληρωμένον διά σκυροδέματος και διά μεταλλικού πυρήνος | cilindro de cimentación blindado |
med. | σύγκλεισις διαιρεθέντος αγγείου με την έλξη του αιμορραγούντος άκρου διά μέσου τομής του τοιχώματός του | perplicación |
agric., mech.eng. | σύζευξις οχημάτων ή αξόνων δια την μεταφοράν κορμού μεγάλων διαστάσεων | remolque |
relig. | Σύμβαση "αφορώσα εις τα ληφθησόμενα μέτρα διά την απαγόρευσιν και παρεμπόδισιν της παρανόμου εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως κυριότητος των πολιτιστικών αγαθών" | Convención sobre las medidas que deben adoptarse para prohibir e impedir la importación, la exportación y la transferencia de propiedad ilícita de bienes culturales |
hobby | Σύμβαση "αφορώσα εις τελωνειακάς διευκολύνσεις διά τον τουρισμόν" | Convenio sobre facilidades aduaneras para el turismo |
relig., ed., UN | Σύμβαση "δημιουργούσα Οργάνωσιν των Ηνωμένων Εθνών διά την Εκπαίδευσιν, την Επιστήμην και την Μόρφωσιν" | Convenio relativo a la constitución de la Organización de las Naciones Unidas para la Educación, la Ciencia y la Cultura UNESCO |
gen. | Σύμβαση "διά την μερικήν αναθεώρησίν των, υπό της Γενικής Συνδιασκέψεως της Διεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας γενομένων αποδεκτών συμβάσεων, εις τας 28 πρώτας συνόδους αυτής" | Convenio sobre la revisión de los artículos finales, 1946 |
gen. | Σύμβαση "διά την μερικήν αναθεώρησίν των, υπό της Γενικής Συνδιασκέψεως της Διεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας γενομένων αποδεκτών συμβάσεων, εις τας 28 πρώτας συνόδους αυτής" | Convenio por el que se revisan parcialmente los Convenios adoptados por la Conferencia General de la OIT, en sus veintiocho primeras reuniones |
gen. | Σύμβαση "διά την σύστασιν ενός Διεθνούς Οργανισμού Νομίμου Μετρολογίας" | Convenio por el que se instituye la Organización de Metrología Legal |
gen. | Σύμβαση ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας ; Σύμβαση "δια την ίδρυσιν του Οργανισμού Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας" | Convenio sobre cooperación económica europea |
UN | Σύμβαση "περί αναγραφής του βάρους επί των μεταφερομένων διά πλοίου μεγάλων δεμάτων" | Convenio relativo a la indicación del peso en los grandes fardos transportados por barco |
social.sc. | Σύμβαση "περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας" | Convenio sobre la consulta tripartita normas internacionales del trabajo, 1976 |
social.sc. | Σύμβαση "περί των τριμερών συνεννοήσεων διά την προώθησιν της εφαρμογής των διεθνών κανόνων εργασίας" | Convenio sobre consultas tripartitas para promover la aplicación de normas internacionales del trabajo |
gen. | Σύμβαση "σχετικώς με την ευθύνην του σιδηροδρόμου δια τον θάνατον και τραυματισμόν επιβατών, συμπληρωματικής της από 25.2.1961 ομοίας περί μεταφοράς επιβατών και αποσκευών δια των σιδηροδρόμων CIV" | Convenio Adicional al Convenio Internacional sobre Transporte de Viajeros y Equipajes por Ferrocarril CIV, de 25 febrero 1961, referente a la Responsabilidad del Ferrocarril por Muerte y Heridas de Viajeros |
insur. | σύμβαση του Ο.Η.Ε.για τη μεταφορά φορτίων διά θαλάσσης | convenio de las Naciones Unidas sobre el transporte de mercancías por mar |
health. | Σύμφωνο "διά την προσωρινήν εισαγωγήν ατελώς, υπό μορφήν χρησιδανείου, υλικού ιατροχειρουργικού και εργαστηριακού διά τα υγειονομικά ιδρύματα προς σκοπόν διαγνώσεως ή θεραπείας" | Acuerdo para la Importación Temporal en Régimen de Franquicia Aduanera, a Título de Préstamo Gratuito y con Fines Diagnósticos o Terapéuticos, de Material Médico-Quirúrgico y de Laboratorio destinado a los Establecimientos Sanitarios |
agric. | σύνδεση διά συμβολής | junta a tope |
agric., mech.eng. | σύνολον εξαρτημάτων διά την μετατόπισιν διά συρματοσχοίνου | aparejo de cables |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά νυκτερινής αποθηκεύσεως ύδατος εντός τριτευουσών διωρύγων | riego por almacenamiento nocturno |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπέρ το φύλλωμα των δένδρων | sistema de aspersores sobre los árboles |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά τεχνητής βροχής υπό το φύλλωμα των δένδρων | sistema de aspersores bajo los árboles |
agric., mech.eng. | σύστημα δια κινητού συρματοσχοίνου | sistema móvil de extracción |
fin. | τίτλοι που μπορούν να επιστραφούν δια μιάς | títulos reembolsables en una sola vez |
industr., construct. | ταινία που έχει στιλβωθεί δια τριβής | banda friccionada |
chem. | ταξινόμηση διά της καθίζησης | elutriación |
chem. | ταξινόμηση διά της καθίζησης | decantación |
fin., polit., social.sc. | Τελωνειακή Σύμβαση "αφορώσα εις το υλικόν ευημερίας το προοριζόμενον διά τους ναυτιλλομένους" | Convenio aduanero relativo al material de bienestar destinado a la gente del mar |
fin., polit. | Τελωνειακή Σύμβαση "επί του δελτίου ΑΤΑ διά την προσωρινήν εισδοχήν εμπορευμάτων"; Σύμβαση ΑΤΑ | Convenio Aduanero relativo al Cuaderno ATA para la admisión temporal de mercancías |
fin., polit. | Τελωνειακή Σύμβαση "επί του δελτίου ΑΤΑ διά την προσωρινήν εισδοχήν εμπορευμάτων"; Σύμβαση ΑΤΑ | Convenio ATA |
commer., polit., transp. | Τελωνειακή Σύμβαση "περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων διά δελτίων TIR" | Convenio aduanero para el transporte internacional de mercancías al amparo de los cuadernos TIR |
commer., polit., transp. | Τελωνειακή Σύμβαση "περί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων διά δελτίων TIR" | Convenio TIR |
med. | το αποτέλεσμα το οποίον εγκαταλείπεται επί του νευρικού ιστού διά της διόδο υ του ερεθίσματος | facilitación |
construct. | τούβλο κατασκευασμένο δια της πτώσης | ladrillo moldeado por caída |
industr. | τράβηγμα διαβρεγμένου roving δια μέσου μήτρας σχηματισμού και ψησίματος | extrusión horizontal para varillas y perfiles |
fin., IT | τραπεζικές πράξεις δια τηλεφώνου | banco telefónico |
fin., IT | τραπεζικές πράξεις δια τηλεφώνου | banco por teléfono |
construct. | τριβεύς διά δακτυλίων | molino de anillos |
industr., construct., met. | τροφοδότηση δια στάγματος | irregularidad |
coal., met. | τροφοδότησις δια της βαρύτητος | carga por gravedad |
chem. | υγρό της δια θειωδών εκπλύσεως | lejía sulfítica residual |
life.sc. | υδαταποθήκευσις διά συγκρατήσεως υπό φυτοκαλύψεως | almacenamiento por interceptación |
med. | υπεξωκοτική τριβή που γίνεται αντιληπτή διά της ψηλαφήσεως | frémito pleural |
med. | υπερηχογραφία εγκεφάλου δια των κρανιακών πηγών | ecografía cerebral vía transfontanelar |
patents. | Eυρωπαϊκή Σύμβαση "επί των απαιτουμένων διατυπώσεών δια τας αιτήσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας" | Convenio europeo sobre las formalidades prescritas para solicitudes de patentes |
life.sc. | φαινόμενο καθαρισμού του ατμοσφαιρικού αέρα δια ατμοσφαιρικών κατακρημνίσεων | depuración por precipitación |
met. | φινίρισμα διά της ηλεκτροφόρησης | acabado por electroforesis |
earth.sc. | φωτογράφηση διά της μεθόδου Schlieren | fotografía Schlieren |
earth.sc. | φωτογράφηση διά της μεθόδου Schlieren | estrioscopia |
met. | χάλυψ διά μεγάλης ταχύτητος εργαλεία | acero de corte rápido |
health. | χρήση ναρκωτικών δια παρεντερικής οδού | uso de drogas por vía parenteral |
hobby, construct. | χρήσις ύδατος διά ψυχαγωγίαν | usos recreativos del agua |
earth.sc. | χρωματική σύνθεση δια αφαιρέσεως | sistema sustractivo |
earth.sc. | χρωματική σύνθεση δια προσθέσεως | proceso de síntesis de colores aditivos |
agric., construct. | χρόνος αρδεύσεως διά καταιονήσεως | periodo de riego por aspersión |
met. | χύτευσις διά φυγοκεντρίσεως | fundición centrífuga |
ed. | χώρος διά βίου μάθησης | área donde la formación se imparte toda la vida |
econ. | ψήφος δια πληρεξουσίου | votación por poderes |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | voto por delegación |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | voto por poder |
gen. | ψηφοφορία δια πληρεξουσίου | voto delegado |
industr., construct., chem. | Ψύκτης δια θερμάνσεως | refrigerador con rampa de gas |
industr., construct., chem. | Ψύξη της ίνας δια ψεκασμού | pulverizador para enfriamiento de la mecha |
econ., construct. | ωλοκληρωμένη λειτουργία διά πολλαπλούν σκοπόν | explotación totalmente integrada |
gen. | όπλα εκτόξευσης βλημάτων μόνο διά πιέσεως ελατηρίου | arma que lance proyectiles propulsados únicamente por un muelle |
industr., construct., chem. | Kόψιμο δια φλογός | tallado a la llama |