DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing ασφάλεια | all forms
GreekSpanish
ασφάλεια των αεροπορικών μεταφορώνseguridad aérea
ασφάλεια ζημιώνseguro de daños
ασφάλεια του αντιδραστήραseguridad de reactor
ασφάλεια των εγκαταστάσεωνseguridad de instalaciones
ασφάλιση για ζημίες/ασφάλεια ζημιώνseguro de daños
βιομηχανική ασφάλειαseguridad en el trabajo
διεθνής ασφάλεια/αξιόγραφο διαπραγματεύσιμοseguridad internacional
επικουρική ασφάλειαresponsabilidad subsidiaria
επικουρική ασφάλειαresponsabilidad civil subsidiaria
εργασιακή ασφάλειαseguridad en el trabajo
εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασίαseguridad en el trabajo
ευρωπαϊκή ομάδα υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια και τη διαχείριση αποβλήτωνGrupo Europeo de Reguladores de Seguridad Nuclear
κανονισμός προδιαγραφή για την ασφάλεια στην εργασίαreglamento de seguridad profesional
κοινωνική ασφάλειαayuda social
οδική ασφάλειαseguridad vial
περιβαλλοντική ασφάλειαseguridad ambiental
πολιτική ασφάλειαseguridad civil